Συνέντευξη στον π. Ιωήλ Κωνστάνταρο του αρχιμανδρίτη Αρσένιου Κατερέλου ηγουμένου Ι. Μονής Αγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Π. ΙΩΗΛ : Σήμερα ἔχομε πολύ μεγάλη χαρά, διότι ὁ πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος, εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας . Ἡ χαρά μας μάλιστα διπλασιάζεται, καθότι εὐχαρίστως ἐδέχθη νά μᾶς ὁμιλήση γιά τόν μακαριστό Γέροντά του Ἰσαάκ τόν Ἁγιορείτη, τόν Λιβανέζο. Πατέρα Ἀρσένιε, σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ μέσης καρδίας, καί ἐκ μέρους τῶν ἀκροατῶν φυσικά, καί μέ δέος καί συγκίνησι ἀναμένομε νά ἀκούσωμε ὅ,τι ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς ἀγαπώσης καρδίας σας ἐπιτρέπεται νά μᾶς πῆτε περί τοῦ πνευματικοῦ σας πατρός. Τώρα, γιά ἐμέ, π. Ἀρσένιε, εἶναι καιρός τοῦ σιγᾶν. Καί εὐθύς ἀμέσως θά σᾶς
θέσωμε τήν πρώτη ἐρώτησι. Μπορεῖτε νά μᾶς πῆτε γιατί ὁ σεβαστός σας Γέροντας ἔλαβε τό προσωνύμιο ''Λιβανέζος''; Δέν ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς; Διότι καί ἐγώ πού τόν εἶχα γνωρίσει ὡς φοιτητής, εἶχα παρατηρήσει ὅτι ὡμιλοῦσε τέλεια τά Ἑλληνικά ὡς πρός τήν προφορά καί ὁ λόγος του ἦτο ἀπολύτως συγκροτημένος καί ἅλατι ἠρτημένος.
Π. ΙΩΗΛ : Σήμερα ἔχομε πολύ μεγάλη χαρά, διότι ὁ πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος, εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας . Ἡ χαρά μας μάλιστα διπλασιάζεται, καθότι εὐχαρίστως ἐδέχθη νά μᾶς ὁμιλήση γιά τόν μακαριστό Γέροντά του Ἰσαάκ τόν Ἁγιορείτη, τόν Λιβανέζο. Πατέρα Ἀρσένιε, σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ μέσης καρδίας, καί ἐκ μέρους τῶν ἀκροατῶν φυσικά, καί μέ δέος καί συγκίνησι ἀναμένομε νά ἀκούσωμε ὅ,τι ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς ἀγαπώσης καρδίας σας ἐπιτρέπεται νά μᾶς πῆτε περί τοῦ πνευματικοῦ σας πατρός. Τώρα, γιά ἐμέ, π. Ἀρσένιε, εἶναι καιρός τοῦ σιγᾶν. Καί εὐθύς ἀμέσως θά σᾶς
θέσωμε τήν πρώτη ἐρώτησι. Μπορεῖτε νά μᾶς πῆτε γιατί ὁ σεβαστός σας Γέροντας ἔλαβε τό προσωνύμιο ''Λιβανέζος''; Δέν ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς; Διότι καί ἐγώ πού τόν εἶχα γνωρίσει ὡς φοιτητής, εἶχα παρατηρήσει ὅτι ὡμιλοῦσε τέλεια τά Ἑλληνικά ὡς πρός τήν προφορά καί ὁ λόγος του ἦτο ἀπολύτως συγκροτημένος καί ἅλατι ἠρτημένος.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Κατ᾽ ἀρχάς, σεβαστέ μου π. Ἰωήλ, θά ἤθελα νά ἐκφράσω τίς θερμές μου εὐχαριστίες στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ. κ. Ἀνδρέαν γιά τήν εὐλογία πού μᾶς παρέχει γι᾽ αὐτήν τήν συνέντευξι καί ἐπικαλοῦμαι τίς εὐχές του. Καί τώρα εὐθύς ἀμέσως εἰσερχόμεθα εἰς τό θέμα.
Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ ἔλαβε αὐτό τό προσωνύμιο καθότι ἐγεννήθη καί ἐμεγάλωσε στόν Λίβανο. Οἱ γονεῖς του, Νεμέρ καί Μάρθα, ἦσαν Λιβανέζοι καί διέμεναν σέ ἕνα χωριό δέκα πέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά τῆς Βηρυττοῦ. Τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὅτι ὁ τότε μικρός Φαρές, δηλαδή στά Ἑλληνικά Φίλιππος, ἀνετράφη μέσα σέ μία Ὀρθοδοξωτάτη χριστιανική οἰκογένεια. Ἐπειδή δέ ὁ ἴδιος ἦτο γῆ καλή κἀγαθή ἐρουφοῦσε ἀχόρταγα τό γάλα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό μικρόν τόν κατηύθυνε τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀγαποῦσε ὄχι ἁπλᾶ τήν προσευχή, ἀλλά καί διάφορες πνευματικές ἀσκήσεις, ὅπως μόνωσι, ἡσυχία, μελέτη, προσευχή, νηστεία, κλπ.
Σημειωτέον ὅτι τό ὄνομα Φίλιππος τό εἶχε καί ὡς ρασοφόρος, ἕως ὅτου ἔγινε μεγαλόσχημος ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο μέ τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.
Τώρα, π. Ἰωήλ, ἡ ἀπορία σας καί ὁ θαυμασμός σας γιά τόν ἄριστο χειρισμό τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ εἶναι πέρα γιά πέρα δικαιολογημένος. Μιλοῦσε πράγματι ἄπταιστα Ἑλληνικά, τόσο καλά, πού ἤξερε ὄχι μόνο τά Νέα Ἑλληνικά, ἀλλά καί τά Ἀρχαῖα. Τόσο, πού ἔλεγε μάλιστα ἀβίαστα πολλές εὐχές τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν ἀπ᾽ ἔξω χωρίς νά κάνη καθόλου γραμματικά ἤσυντακτικά λάθη.
Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικά τήν εὐχή τῆς Ἐνάτης Ὥρας «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ μακροθυμήσας ἐπί τοῖς ἡμῶν πλημμελήμασι, κλπ.», πού εἶναι καί σχετικά μεγάλη, πῶς τήν ἔλεγε ἀπ᾽ ἔξω ἀπό τό ''Γεροντικό'' στασίδι τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Κελλίου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἀκόμη βέβαια πιό θαυμαστό πρᾶγμα εἶναι ὅτι ἡ προφορά του ἦτο τέλεια ἑλληνική. Καί νά σοῦ ἔλεγε κάποιος ὅτι ἦτο Λιβανέζος, ἐάν δέν ἤξερες πιό πολλά στοιχεῖα γι᾽ αὐτόν, ἤ ἀποροῦσες, ἀκόμη καί ἠμποροῦσες νά δυσπιστήσης γιά τήν καταγωγή του, μέ τήν καλή ἔννοια. Αὐτό, χωρίς ὑπερβολή, εἶναι ἀνεξήγητο καθότι ἦλθε στήν Ἑλλάδα τό 1968 γιά πρώτη φορά, μεγάλος σέ ἡλικία, δηλαδή τράντα ἑνός ἐτῶν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, κάποιος ἑλληνομαθής Ἄραβας πού δέν ἤξερε τήν καταγωγή του, ὅταν τόν ἄκουσε νά μιλάη καί Ἑλληνικά καί Ἀραβικά, νομίζοντας ὅτι ἦταν Ἕλληνας πού μιλοῦσε Ἀραβικά, τοῦ εἶπε: «Μπράβο πάτερ, δέν περίμενα ποτέ ἕνας Ἕλληνας νά μπορῆ νά μιλάη τόσο τέλεια τά Ἀραβικά!» Καί μετά τοῦ εἶπε ὁ π. Ἰσαάκ: «Ἄραβας εἶμαι εὐλογημένε, ὅπως κι ἐσύ».
Ὁ Γέροντας μιλοῦσε τά Ἑλληνικά χωρίς καθόλου νά χρειάζεται νά σκέφτεται, δηλαδή ἄπταιστα. Εἶχε στήν οὐσία δύο μητρικές γλῶσσες.῎Ηξερε ὅλους τούς ἰδιωματισμούς καί τίς λεπτές ἔννοιες καί ἀποχρώσεις τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀλλά ἐκτός αὐτῶν, τό διαπιστώναμε καθημερινά ἀπό τίς διορθώσεις πού μᾶς ἔκανε, ὅταν ἐχρειάζετο, στίς δικές μας διατυπώσεις. Μᾶς ἔλεγε ''αὐτή ἡ διατύπωσις εἶναι πιό ταπεινή, πιό εὔστοχη, δείχνει πιό σύνεσι, εὐγένεια, πιό καλογερικό φρόνημα'', ἤ ''δέν ταιράζει γι᾽ αὐτό τό θέμα, δέν ἁρμόζει σέ μοναχό, κλπ.''
Ἔκανε δέ, σάν ζεστός ἄνθρωπος πού ἦτο, καί διάφορα σοφά, ὠφέλιμα καί εὔθυμα λογοπαίγνια γιά νά μᾶς ξεκουράζη καί νά μᾶς ὠφελῆ.
Μία φορά, ἐπί παραδείγματι, ἐνθυμοῦμαι, πού θά πηγαίναμε γιά κάποιες δουλειές ἐκτός Κελλιοῦ, ἦλθε στό κελλί μου καί μοῦ εἶπε: «Σήμερα ἔχει συννεφόκαμπο». Καί τοῦ εἶπα αὐθόρμητα: «Τί θά πῆ αὐτό, Γέροντα;» Καί μοῦ τό ἐξήγησε...
Μία ἄλλη φορά μέ ἐρώτησε: «Πότε ἐγεννήθηκες;» Τοῦ εἶπα: «Γέροντα, τό 1962». Καί μοῦ προσέθεσε: «Κι ἐγώ τότε ἐγεννήθηκα»! Τοῦ ξαναλέω: «Γέροντα, ἀσφαλῶς καί μέ πειράζετε». Μοῦ λέει: «Ὄχι, κι ἐγώ τότε ἐγεννήθηκα...». Τότε, ἐνῷ αὐτό μοῦ ἐφαίνετο ἀστεῖο, ταυτόχρονα ὅμως διέκρινα καί μία συγκίνησι στά μάτια τοῦ Γέροντα....
Αὐτή ἡ συγκίνησις εὐτυχῶς γιά μένα ἀπετέλεσε φραγμό στόν νεανικό τότε αὐθορμητισμό μου καί δέν τοῦ ξαναεῖπα, καί μάλιστα πιό ἔντονα ''Γέροντα, μέ πειράζετε'', ἀλλά τόν ἐρώτησα μέ ἀπορία: «Γέροντα, μήπως ὑπονοῆτε κάτι ἄλλο;» Καί ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: «Ὅταν ἐσύ ἐγεννήθηκες καί ἦλθες στήν ζωή, τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή, καί ἐγώ πραγματικά αἰσθάνομαι ὅτι ἐγεννήθηκα. Ἐγεννήθηκα ἄνωθεν, ἐπειδήἔγινα μοναχός». Δεῖγμα καί αὐτό τό πόσο πετυχημένος καί ἐνάρετος μοναχός ἦτο καί πόσο ἐδοξολογοῦσε ἐκ καρδίας τόν Θεό γιά τίς μεγάλες εὐλογίες πού δικαίως τοῦ ἐχάριζε.
Σέ διάφορα βιβλία, συλλογές, ἡμερολόγια, κατά γενική ὁμολογία, συγκαταλέγεται στούς πολύ ἐναρέτους Ἁγιορεῖτες μοναχούς.
Ἐπίσης, γιά τό ἐν λόγῳ θέμα τῆς γλώσσης, ἐάν μέ ἐρωτήσετε ποιά ἀπ᾽ ὅλες τίς τοπικές ἑλληνικές διαλέκτους ὡμιλοῦσε, θά σᾶς ἀπαντοῦσα ἀπερίφραστα ''τήν Ἁγιορείτικη''. Αὐτό δέ ἐπειδή αἰσθανόταν πραγματική πατρίδα του καί τόπο του τό Ἅγιον Ὄρος.
Ταπεινά νομίζω ὅτι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀκόρεστη δίψα του γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἐξεφράζετο στόν καλύτερο βαθμό μέσῳ τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως καί Γραμματολογίας, ἦτο ἡ γενεσιουργός αἰτία καί δύναμις ὥστε νά καταφέρη νά ἐπιτύχη ὁ Γέροντας ὅλα τά προαναφερθέντα.
Τό πιό ὅμως ἀξιοσημείωτο ἀπ᾽ ὅλα ἦτο ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε πλήρως ἐγκληματισθῆ στό ἑλληνορθόδοξο καί ταυτόχρονα οἰκουμενικό ''κλῖμα'' καί ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Εἶχε ἐνταχθῆ πλήρως στήν Ἀθωνική κοινωνία, εἶχε ἀσπασθῆ ἐντελῶς τήν γνήσια Ἁγιορείτικη νοοτροπία καί αἰσθανόταν, στό Ἅγιον Ὄρος, στήν πνευματική του πατρίδα, ἐντελῶς ἄνετα. Χωρίς νά ἀρνῆται τίς ρίζες του τόν αἰσθανόσουν ὅλον Ἕλληνα-Ρωμηό καί κυρίως ὅλον Πανορθόδοξον. Φυσικά, στό Ἅγιον Ὄρος, οὔτε ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ξένος. Ἡ συμπεριφορά του, ἡ καλογερική του, ὁ ἡσυχασμός του, ἡ ποιμαντική του, οἱ πνευματικές διασυνδέσεις του, ἡ δημοτικότης του, κλπ., ἀποδεικνύουν μέ τό παραπάνω τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Τώρα, τό ὅτι ὁ λόγος του ἦτο ἅλατι ἠρτημένος, ὅπως πολύ σωστά προαναφέρατε, ἦτο συνέπεια τῆς ὅλης πνευματικῆς συγκροτήσεώς του, τῶν πλουσίων ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του, οἱ ὁποῖες ἔτι καί ἔτι ἐξεφράζοντο εὔστοχα λόγῳ καί τῆς ἀκαδημαϊκῆς του ἐν γένει καταρτίσεως.
Αὐτά, π. Ἰωήλ, ὡς ἀπάντησι στήν πρώτη ἐρώτησι.
Π. ΙΩΗΛ - ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Πολύ κατατοπιστικά αὐτά πού μᾶς εἴπατε π. Ἀρσένιε. Καί ἐπειδή ἤδη κάπως μᾶς ἔχετε προϊδεάσει γιά τόν χαρακτῆρα τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ, παρακαλοῦμε πολύ πῆτε μας κάποια ἐπί πλέον στοιχεῖα γιά τήν προσωπικότητά του. Αὐτό, ἄς ἐκληφθῆ ὡς δευτέρα ἐρώτησις.
Οἱ προσκυνητές ἔνοιωθαν κοντά του ἄνετα; Ὁ ἴδιος κρατοῦσε ἀποστάσεις; Ἦτο αὐστηρός, μέτριος, ἁπλός ἤ σύνθετος;
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ εἶχε μία ἁπλῆ σύνθεσι καί μίασύνθετη ἁπλότητα. Καί ἐξηγούμεθα:
Ἡ συμπεριφορά του, ἡ στάσις του, οἱ ἐνέργειές του ἦσαν ἡσυνισταμένη πολλῶν ἐπί μέρους συνιστωσῶν. Ὅλες αὐτές ὅμως οἱ παράμετροι εἶχαν ἕνα ἁρμονικό δέσιμο καί συνοχή πού τελικά, ἀναλόγως μέ τήν περίπτωσι, ἔπαιρναν μία συγκεκριμένη, ὑπεύθυνη, ἀταλάντευτη, ὥριμη καί τελικά ἁπλῆ μορφή, πού ἀντιστοιχοῦσε σέ ἀνάλογη τακτική καί στάσι.
Ὁ Γέροντας, ἀπό τήν φύσι του, ἦτο ζεστός, πηγαῖος, ἐπικοινωνιακός, αὐθόρμητος, προσεκτικός, διακριτικός. Συνεδίαζε σοβαρότητα μέ ὡριμότητα, ἀλλά ταυτόχρονα ἦτο καί πολύ εὐχάριστος στούς ἄλλους. Ἐφήρμοζε τό ''τοῖς πᾶσι χρόνος καί καιρός παντί πράγματι'' (Ἐκκλ. γ´, 1). Ὅποτε ἔπρεπε νά εἶναι παρακλητικός, ἦταν ἔτσι, ὅποτε ἔπρεπε κάποιον νά τόν ἀνασύρη ἀπό τήν ἀπελπισία, καί τά τοιαῦτα, τό ἔπραττε ἀναλόγως.
Εἶχε πολλή ἀγάπη καί ἤθελε παντί τρόπῳ νά βοηθᾶ ἀνιδιοτελῶς, ἀκόμη καί ὅσους εἶχαν, εἴτε ἄλλο φρόνημα, εἴτε ἐφέροντο ἀχάριστα, κλπ. Μάλιστα, χωρίς ντροπή καί φόβο, δέν ἐδίσταζε νά κάνη ἀκόμη καί τολμηρές ἐπισκέψεις προκειμένου νά τούς ἐπαναφέρη στόν ὑγιῆ πνευματικά δρόμο χωρίς νά ὑπολογίζη τυχόν ἐπιπτώσεις καί κόπους.
Ἦτο πέρα γιά πέρα εἰλικρινής, αὐθόρμητος καί εὐθύς.
Συνήθως ἦτο πολύ προσιτός, ἄλλες φορές ὅμως κρατοῦσε καί ἀποστάσεις. Ἦτο ἀπόμακρος ἀναλόγως τῶν περιστάσεων. Εἴτε γιατί ἔκρινε ὅτι δέν ἔπρεπε νά εἶχε στενές σχέσεις μέ κάποιους, εἴτε γιατί δέν ἤθελε νά δώση ἀέρα σέ ἄλλους, ἐπειδή θά τό ἐκμεταλλεύωντο ὄχι γιά τό καλό, εἴτε ἐπειδή ἁπλᾶ δέν ὠφελοῦσε, δέν ἔβγαινε πνευματικό κέρδος, εἴτε ἐπειδή ἐφήρμοζε κάποιο καλογερικό τυπικό, κλπ.
Ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶχε διάκρισι. Γι᾽ αὐτό εἶχε καί πολυσύνθετη συμπεριφορά, πάντα ὅμως μέσα στά μοναχικά πλαίσια καί πρός οἰκοδομήν. Νά σᾶς ἀναφέρω διάφορα παραδείγματα:
Π. ΙΩΗΛ: Βεβαίως σᾶς ἀκοῦμε γιατί αὐτά μᾶς βοηθοῦν καλύτερα νά ἐννοήσωμε τά τοῦ Γέροντος.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὅταν μέ ἔστελνε στίς Καρυές γιά τό ταχυδρομεῖο, ψώνια καί διάφορες ἄλλες δουλειές, μοῦ ἔλεγε συνήθως νά ἔχω ἐλαφρά σκυμμένο τό κεφάλι, νά λέω τήν εὐχή μυστικῶς καί νά μή πιάνω κουβέντες καί συζητήσεις, ἐκτός ἀπό τά ἀναγκαῖα γιά τίς ἐργασίες πού ἔπρεπε νά διεκπεραιώσω. Μάλιστα, μοῦ ἔλεγε νά πηγαίνω στίς Καρυές ὄχι ἀπό τόν κεντρικό δρόμο, ἀλλά μέσῳ τῶν μονοπατιῶν. Μοῦ ἐτόνιζε: «Στίς Καρυές, ὄχι ἀνοίγματα καί οἰκειότητες. Νά εἶσαι εὐγενής καί σοβαρός».
Ἄλλες φορές ὅμως, ὅταν μέ ἔστελνε σέ κάποια Κελλιά, ἤ σέ κάποια εὐλογημένα ἀνήμπορα γεροντάκια, μοῦ ἐπέτρεπε καί μάλιστα ἐχαίρετο καί ὁ ἴδιος νά μαθαίνω διάφορες ψυχωφέλιμες ἱστορίες ἀπό τήν πλούσια Ἀθωνική μοναχική πεῖρα τους.
Κάποιες φορές, στό Κελλί τῆς Ἀναστάσεως στήν Καψάλα, μοῦ ἔλεγε: «Σήμερα, ἕως τήν Ἐνάτη Ὥρα νά ἐφαρμόσωμε πλήρη σιωπή». Κάτι ἀνάλογο ἐγίνετο μερικές φορές, ὅταν ἐπηγαίναμε γιά ἀκολουθίες σέ κάποια ἄλλα Κελλιά ἤ Μοναστήρια. Ἄλλες φορές ὅμως συζητούσαμε διάφορα ἐνδιαφέροντα θέματα καθ᾽ ὁδόν.
Ἐσέβετο πολύ τά τυπικά τῶν διαφόρων Μονῶν καί ἱερῶν Κελλίων ὅταν ἐπήγαινε γιά ἀγρυπνίες καί προσαρμοζόταν σ᾽ αὐτά. Ἐν τούτοις, ὅταν ἡ συγκυρία τό ἐπέβαλε, ἤ ἀκόμη καί τό ἀπαιτοῦσε, ἔλεγε καί τήν γνώμη του.
Μία φορά ἐπήγαμε σέ κάποια ἀγρυπνία σέ ἕνα Μοναστήρι. Ἦτο ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων. Ἐπειδή ἐκείνη τήν χρονιά τό Πάσχα ἔπεφτε νωρίς, ἔκανε κρύο στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Τότε κάποιοι πατέρες τῆς Μονῆς εἶπαν στόν παπα-Ἰσαάκ: «Γέροντα, ξυλιάσαμε. Στήν ἀγρυπνία ἔκανε κρύο». Τότε ὁ Γέροντας, ἀφοῦ τούς εἶπε ὅτι κι ἐκεῖνος ἐκρύωνε, τούς ἐρώτησε: «Μά, γιατί δέν ἀνάψατε λίγο τήν σόμπα γιά νά σπάση τό κρύο;» Κι ἐκεῖνοι ἀπήντησαν: «Τό τυπικό τῆς Μονῆς μας ἐκ παραδόσεως συνηθίζει, ὁρίζει ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων καί μετά νά μήν ἀνάβωμε σόμπα». Τότε καί ὁ Γέρων Ἰσαάκ τούς εἶπε: «Εὐλογημένοι, αὐτά εἶναι σκουριασμένα τυπικά».
Εἶπε γιά τόν τρόπο πού ἔψαλλε ἕνας μοναχός, ἔμπειρος στά ψαλτικά: «Ὅλα καλά, ἀλλά ἡ φωνή του θέλει λίγο ''λιμάρισμα''». Ἐννοοῦσε γιά νά γίνη ἀκόμη πιό κατανυκτική ἡ ψαλμωδία.
Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως δέν ὡμιλοῦσε ἤ δέν ἐπενέβαινε καθόλου.
Πονοῦσε πολύ γιά τίς ἁμαρτίες καί τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Ἤθελε πολύ νά τούς βοηθήση, ἐκτός ἀπό τήν προσευχή, καί μέ πολλούς ἄλλους τρόπους (μέ διδαχές, μέ τήν ἀγάπη του, στοργή του, κλπ.), ὁπότε εἶχε καί ἀνάλογες ποιμαντικές συμπεριφορές.
Ἤθελε πάσῃ θυσίᾳ οἱ μοναχοί καί ἰδιαίτερα οἱ Ἁγιορεῖτες νά στέκωνται στό ὕψος τῶν περιστάσεων σέ ὅλα τά θέματα. Ὡς ἐκ τούτου, δέν συμφωνοῦσε μέ τά ἀνοίγματα δρόμων στό Ἅγιον Ὄρος, τήν αὔξησι τῶν αὐτοκινήτων, κλπ. Μάλιστα, ἐστενοχωρεῖτο ἀκόμη πιό πολύ ὅταν διάφορα τριαξονικά φορτηγά ἐκινοῦντο τήν νύκτα στούς κεντρικούς δρόμους τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἤθελε ὁ μοναχός νά εἶναι χωρίς πολλούς περισπασμούς, ἀφοσιωμένος στήν προσευχή καί στά λοιπά μοναχικά του καθήκοντα. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἠγωνίζετο γιά τήν ἐπικράτησι αὐτοῦ τοῦ πνεύματος.
Ἐπίσης, σέ ὁ,τιδήποτε ἀλλοίωνε γενικώτερα τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν ἀντιδροῦσε δυναμικά.
Γενικῶς, σέ θέματα πίστεως, Ὀρθοδόξου πνευματικότητος καί Ἐκκλησιολογίας ἦτο ἀνυποχώρητος. Στά γενικά θέματα πού ἀπειλοῦσαν τό δόγμα, τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί ἦσαν ἄμεσα-ἔμμεσα ἐχθροί τῆς πνευματικῆς προόδου εἶχε ἄγρυπνο διορατικό βλέμμα, ἦτο ἀσυμβίβαστος καί διετράνωνε τίς ἀναφυόμενες παγίδες καί τίς ἀναμενόμενες συνέπειες πρός κάθε κατεύθυνσι. Αὐτό τό ἔκανε χωρίς συμβιβασμούς, συγκαταβάσεις καί ἁμαρτωλές ἀγαπολογίες.
Ὁ π. Ἰσαάκ δέν ἤξερε νά προσποιῆται, νά ἔχη διάφορα πρόσωπα καί συχνότητες. Δέν ἔβαζε νερό στό κρασί του ὅ,τι κι ἄν αὐτό κάποιες φορές ἐστοίχιζε.
Αὐτά π. Ἰωήλ. Ἄς συνεχίσωμε στήν ἑπόμενη ἐρώτησί σας.
Π. ΙΩΗΛ - ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΤΡΙΤΗ: Π. Ἀρσένιε, πῆτε μας κάτι γιά τίς ψαλτικές δεινές ἱκανότητες τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὡς γνωστόν, ἦτο καλλιφωνότατος ἱεροψάλτης, βαθύς γνώστης καί διδάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, μέ ὕφος ἄκρως ἱεροπρεπές, γλυκό καί κατανυκτικό. Ἄφησε ἐποχή ὡς καλλικέλαδος ἀηδών σέ διαφόρους ναούς τῆς Θεσσαλονίκης (Ἁγία Βαρβάρα, Ἅγιο Δημήτριο, κλπ.), ὅπου ὑπηρετοῦσε κυρίως ὅταν ἐσπούδαζε Θεολογία. Ἐπίσης, ἀξέχαστες θά μείνουν πολλές ἀγρυπνίες σέ Ἱερές Μονές καί Κελλιά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί ἀλλαχοῦ.
Μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι ὁ σεβασμός καί ὁ καϋμός τῶν Ἁγιορειτῶν ψαλτῶν, πού ἐχαίροντο σφόδρα καί συνεχῶς τόν παρώτρυναν νά συμμετέχη ὁ Γέρων Ἰσαάκ πιό ἐνεργά στούς χορούς τῶν ψαλτῶν στίς διάφορες μακρόσυρτες Ἁγιορείτικες ἀγρυπνίες.
Ὁ καϋμός καί τό λευκό παράπονο τῆς μουσικῆς Ἁγιορείτικης ἀφρόκρεμας ηὔξανε καθ᾽ ὅτι ὁ Γέρων Ἰσαάκ σύν τῷ χρόνῳ ἀπέφευγε νά ψάλλη σέ ἐπίσημες ἀγρυπνίες. Προτιμοῦσε τήν προσευχή, τήν νοερά εὐχή, τήν ἀφάνεια. Προσεποιεῖτο ὅτι ὑπῆρχαν ἄλλοι ἀνώτεροι καί καλύτεροι ἱεροψάλτες καί τά τοιαῦτα.
Μία φορά μοῦ εἶπε: «Παλαιότερα ἔψαλλα πολύ χωρίς νά καταλαβαίνω ὅτι ὑπῆρχε καί ἐγωϊσμός». Φυσικά, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Γέροντα ἦτο προϊόν τῆς ταπεινώσεώς του καί τῆς αὐξητικῆς ἀδολεσχίας του μέ τήν νοερά προσευχή.
Ὁ Γέροντας, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, πάντα, ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη, ἔψαλλε. Δέν ἔκρυβε τό τάλαντό του. Θά μᾶς μείνουν ἀξέχαστες οἱ πολλές κελλιώτικες ἀγρυπνίες, συνήθως ἕξη-ὀκτώ ὡρῶν, πού ἐκάναμε τακτικά στά γύρω Κελλιά μέ τόν Γέροντα Παΐσιο.
Ἔχω μία σπάνια ἠχογράφησι τοῦ π. Ἰσαάκ ἀπό τήν νεανική του ἡλικία. Τότε ἡ φωνή του ἦτο ἀκόμη πιό ἀγγελική, γλυκειά ἀπό τήν γνωστή-γοητευτική καί ἑλκυστική φωνή πού ἐσαγήνευε στό Ἅγιον Ὄρος στίς προαναφερθεῖσες γνωστές ἀγρυπνίες.
Μεταξύ τῶν ἄλλων, θά μοῦ μείνη ἀξέχαστη ἡ ἑξῆς συγκινητική σκηνή, πού συνέβη κατ᾽ ἐπανάληψιν. Στό Κελλί τῆς Ἀναστάσεως πού ἐκάναμε τήν ἀκολουθία, ἐξεκινοῦσε ὁ π. Ἰσαάκ νά ψάλλη,κατά τόν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τετάρτης, σέ ἀργό μέλος, τό γνωστό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Καί ἐνῷ ἔψαλλε πολύ κατανυκτικά, περίπου στήν μέση, δέν ἄντεχε, ξεσποῦσε σέ λυγμούς κατανύξεως, μετανοίας καί εὐγνωμοσύνης στόν Θεό. Τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά τούς ἐλέγξη, παρά τό δυναμικό τοῦ χαρακτῆρος του. Ἔφευγε ἀπό τό Ψαλτῆρι, ἐπήγαινε στό Ἱερό καί ἔρραινε τόν χῶρο μέ δάκρυα... Τό μόνο πού προλάβαινε νά μᾶς πῆ μονολεκτικά, ἐν μέσῳ λυγμῶν, ἦταν ''συνεχῖστε''. Νά συνεχίσωμε δηλαδή ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι. Δέν ἐνθυμοῦμαι καμμία φορά νά κατάφερε ὁ Γέρων Ἰσαάκ νά τελειώση τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, λόγῳ δακρύων, καί κάθε χρόνο μᾶς ἔλεγε πρίν τήν ἀκολουθία: «Σήμερα τό βράδυ (δηλαδή τρεῖς ἡ ὥρα τήν νύκτα), θά ψάλλω ἐγώ τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού εἶναι δύσκολο, καί κανένα-δυό ἄλλα, καί ὅλα τά ὑπόλοιπα ἐσεῖς».
Ὅταν ἄκουγα αὐτήν τήν φρᾶσι, μέσα μου μονολογοῦσα καί ἔλεγα «ἐάν τό τελειώσης, Γέροντα...», ἤ «καλά, δέν ἐνθυμεῖται τί ἔπαθε πέρυσι;» Ἔδινα ὅμως ἀμέσως τήν ἐξήγησι, ὅτι ὁ Γέροντας πολλές φορές συνεκινεῖτο καί ἔκλαιγε ὅταν ἦταν στό κελλί του, ὅταν ἔψαλλε, ἐλειτουργοῦσε, προσηύχετο, κλπ., καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔχανε τόν λογαριασμό.
Καί ἄς κλείσωμε τήν ἀπάντησι στήν ἐρώτησί σας αὐτή μέ τό ἑξῆς πού ἔλεγε καί ἐβίωνεὁ Γέροντας: «Τήν ψαλμωδία τήν χρησιμοποιοῦμε, ὄχι γιά νά ἱκανοποιηθοῦμε ἤ νά εὐχαριστηθοῦμε ἐμεῖς, ἀλλά γιά να δοξάσωμε τόν Κύριο».