2015: "Σαν αποφυλακιστήκαμε το αμάξι του Χρήστου
με άφησε στο σπίτι της θείας μου. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, κλάψαμε. Εγώ γελούσα με τον πόνο και τη χαρά μου. Αυτές με ρωτούσαν για την υγεία μου, εγώ για τα παιδιά. Απέφευγα τις ερωτήσεις. Αυτές κοιτούσαν τα σαφρανιασμένα χέρια μου και ξαφνικά η γυναίκα με ρώτησε:
-Γιατί τα έχεις με κάλλους στις κλειδωνιές τα χέρια; και δάκρυσε.
-Δούλευα
με τον κασμά της είπα χαμογελώντας. Και το σκεπάρνι. Χωρίς δουλειά θα
μας άφηναν; Έτοιμο θα μας ετάιζαν;. Αν δεν δουλέψεις δεν τρως, αρχή του
σοσιαλισμού ή όχι;
-Εσύ πάντα με κοροϊδία τα λες. Πες μου γιατί;
-Από την καλοπέραση, της απάντησα. Άλλαξα κουβέντα.
Ακόμα
σήμερα τα χέρια μου είναι με εξογκώματα από τα γκολπ του δήμιου Τσένη,
Τα χέρια δεμένα στο σιδερένιο τραπέζι τα χτυπούσε από πάνω στις
κλειδώσεις, στα δάχτυλα και στην κορυφή στα νύχια. Μεσαιωνικοί τρόποι
βασανιστηρίων.
Εάν
κοιμάται το ποτάμι κοιμήθηκα κι εγώ εκείνο το βράδυ. Εκατό μέτρα πιο
κάτω από το σπίτι του θείου μου ήταν το τμήμα δυο το κέντρο του ΣΙΚ
που κάθισα από της 19 Απριλίου μέχρι 7 Σεπτεμβρίου. Τα μαρτύρια, τα
βάσανα. Πώς μπορούσα να κλείσω μάτι; Πώς; Πόσες ερωτήσεις βασάνιζαν την
ψυχή και το νου μου για το αύριο. Το καρδιοχτύπι της καρδιάς μου. Το
μέλλον, ο τόπος.
Η ώρα 7
μπροστά στην πόρτα της φυλακής, στο 313. Ανατριχιάσαμε. Τούτη τη φορά
δεν μπήκαμε με τα χέρια δεμένα. Ήμασταν ελεύθεροι φυλακισμένοι. Στα
πρόσωπα των αστυνομικών διέκρινες μίσος και ανθρωπισμό. Μερικοί έριχναν
άγριες ματιές, λες θα σε τρώγανε. Στην πόρτα του αριστερού γραφείου
διέκρινα τον γιγαντόσωμο μουστάκα μου ’δεσε τα χέρια από πίσω και με
κατέβασε για συνάντηση από το 13 του τρίτου ορόφου με το δικηγόρο. Με
κοίταξε με μίσος, με μια ματιά αγριόγατου, κάτι ψιθύρισε με τον εαυτό
του και έφτυσε από το παράθυρο. Ήρθε και ο Τσίμης, ο δεσμοφύλακας που
μας έφερνε τα τρόφιμα και τα φορέματα κι εμείς του επιστρέφαμε τα δικά
μας τα άπλυτα. Ήταν καλός άνθρωπος. Διαμέσου αυτού έχω επικοινωνήσει μια
δυο φορές με τον Βεζιάνη και Ηρακλή στέλνοντας ή παίρνοντας ένα μήλο ή
πορτοκάλι. Ήταν ένα σημείο ζωής και σύνθημα θάρρους ότι είμαστε καλά ,
συνεννόησης. Αυτά είναι τα συνθήματα των φυλακισμένων.
Πήραμε τελικά τα πράγματά μας, την αστυνομική ταυτότητα, χτένα, ρολόι το οποίο είχε μαυρίσει και σταματήσει 24 Απριλίου.
Έξω μας περίμενε ο Νικ.
-Εμπρός για το ξενοδοχείο «Ντάιτι».
Στο
Νταιτι ήταν πραγματικά κάτι το ασυνήθιστο. Κάμερες συνεντεύξεις,
άγνωστα και γνωστά πρόσωπα, δημοσιογράφοι που ποτέ δεν τα είχα σκεφτεί.
Σύγκρινα όταν αποφυλακίστηκε ο πατέρας μου τον Απρίλιο του 1949 την πρώτη φορά και στην 14η
Μαΐου 1964 για δεύτερη φορά. Καημένε κόσμε. Πικρή ιστορία μας… Η ζωή
μας… Με πήραν συνέντευξη τρία κανάλια. Με έπνιξαν με τις ερωτήσεις,
ιδιαίτερα για τα βασανιστήρια που μου έκαναν. Τριγύρω μας ήταν και τα
φαντάσματα που με συνόδευαν στο ανακριτήριο νοσοκομείο. Αυτοί ήταν το
μάτι και το αφτί του ΑγκιμΣέχου του φημισμένου.
Στην
ερώτηση: Τι είδους βασανιστήρια σου έκαμαν απάντησα. Αυτά τα είπα στο
δικαστήριο και τα μαρτυρεί το σώμα μου, γη καρδιά μου, το κεφάλι μου, τα
χέρια, τα πόδια, τα κόκαλα και το στομάχι.
-Τι άλλο έχεις να μας πεις:
Ευχαριστώ
όλους που ενδιαφέρθηκαν για μας , για τη δικαιοσύνη. Ευχαριστώ το
αλβανικό κοινό για το ενδιαφέρον του, για την αντικειμενικότητα που
έδειξε στην υπόθεσή μας, μερικές εφημερίδες που παρουσίασαν τα γεγονότα
ρεαλιστικά, τη διεθνή γνώμη, την αμερικανική κυβέρνηση, τον Πρόεδρο
Κλίντον για το ενδιαφέρον του, την ελληνική κυβέρνηση, όλους τους
γνωστούς και άγνωστους που βρέθηκαν κοντά μας και στις οικογένειες μας ,
όλους όσους συμβάλλανε για να βγει στο φως η αλήθεια της στημένης, αλλά
αποτυχημένης δίκης…
Ώρα 11.
Πρώτη συνάντηση μετά την αποφυλάκιση στην αμερικανική πρεσβεία στα
Τίρανα. Ποτέ δεν περίμενα στη ζωή μου αυτό το γεγονός. Πολλές φορές
περνούσα στο δρόμο "Ελμπασάν", όταν πήγαινα για εξετάσεις στα Τίρανα στο
τμήμα Φιλολογίας, κοίταζα τους φρουρούς, διάβαζα τα ονόματα των
πρεσβειών: Αμερικανική, Ιταλική Γαλλική, Γερμανική …αλλά για να μπω μέσα
και να πατήσει το πόδι μου, δεν το είχα ονειρευτεί, όχι να το σκεφτώ.
Ένας
μεγαλόσωμος μαύρος μας οδήγησε για το γραφείο του Πρέσβη ο οποίος μας
καλωσόρισε με ένα εγκάρδιο τρόπο και με μια ζεστασιά σαν να
γνωριζόμασταν από καιρό. Εκεί ξαναείδα και βρήκα τον αντίποδα δυο
διπλωμάτων, αυτό που γνώρισα στο Δέλβινο στις 1 και 4 Απριλίου το 1994,
15 μέρες πριν μας συλλάβουν.
Πρώτο
αντίποδα και αντίθετα με την φυσιογνωμία του πρέσβη κ. Ράισον στη
συνάντηση μας στο Δέλβινο και μετά στο γεύμα που έστρωσε ο νομάρχης
Δελβίνου με πρόεδρους Ομόνοιας πόλης Δελβίνου και τον νέο πρέσβη κ.
Leake. Μπορώ να πω με προσωπική μου αντίληψη πως στα νεύματα και στις
λέξεις του κ. Ράισον κρυβότανε πονηριά και μίσος για την Ε. Ε.
Μειονότητα και ιδίως για το Δέλβινο, στο δε βλέμμα και λόγια του κ.
Leake, αγάπη, στοργή και ελεημοσύνη.
Δεύτερο
αντίποδα σε δυο άλλα πρόσωπα. Στον κ. Σμιθ, το Γραμματέα της
Αμερικανικής Πρεσβείας και τον κ. Κάρλο, πολιτικός Ακόλουθο που ήρθαν
στο Δέλβινο στις 1 και 4 Απριλίου, τρίτη μέρα που τους συνόδεψα στο
μοναστήρι του Μεσοποτάμου.
Ο
πρώτος μεταλλικός στη σκέψη και πράξη, που δεν του άρεσε η εξήγηση μου
στο μοναστήρι για την αρχαιότητα, το Ειλικράνιον και τη Φοινίκη και για
την έκφραση μου: « Όσο πιο βαθιά σκάψεις στα σπλάχνα τούτης γης, τόσο
πιο περισσότερες ελληνικούρες, θρύλους και ελληνικές υπογραφές και
μνημεία θα βρεις» γεγονός που σφράγισε και την 18η Απριλίου.
Ο
κ. Κάρολος χαμογελαστός και αντικειμενικός, πάντα σε όλες τις πράξεις
του δικαστηρίου, κοντά στους ανθρώπους μας κι εμάς μας έδινε κουράγιο με
τον τρόπο και νοήματα του.
Στον
ίδιο κόσμο υπάρχουν πολλοί κόσμοι. Στο ίδιο σπίτι και στέγη
διαφορετικές καρδιές και σκέψεις. Έτσι είναι η ζωή παππούλη, που λέει
και το τραγούδι…
Η
μεγαλύτερη ατυχία είναι να είσαι μειονότητα. Εμείς που το δοκιμάσαμε
και το δοκιμάζουμε κάθε φορά και μέρα μόνον η ψυχή και η καρδιά μάς το
ξέρει και αντέχει. Αυτό το όνομα και τόπο τον μεταχειρίζονται οι καιροί
και οι πολιτικοί με την γνωστή έκφρασή τους: «Κατά καιρό πολιτευόμαστε»,
όπως θέλουν και όποτε θέλουν. Γέφυρα φιλίας, γέφυρα κέρδους. Γέφυρα
εκλογών. Γέφυρα… και πόσα κοσμητικά επίθετα πίσω της που αυτή πάντα
μένει Μειονότητα και Γέφυρα απέραστη. Καλογέφυρα. Φαρμακογέφυρα.
Θανατογέφυρα. Καλοπέραση-κομμένη. Αλλά αυτή μένει γέφυρα που χωρίζει δυο
μέρη, δυο κόσμους, δυο ράχες, δυο βουνά, δυο ψυχές, τον Κάτω και Πάνω
Κόσμο, τον Άδη με τον Παράδεισο, τον Κρόνο με τον Ουρανό, τη μένα με το
παιδί, τους ζωντανούς από τους πεθαμένους, εμάς από τη μητέρα Πατρίδα,
την αγάπη από το μίσος. Οι
μειονότητες και οι μειονοτικοί είναι οι πιο δυστυχισμένοι και πάντα
προδομένοι στους αιώνες των αιώνων".