Στο νεκρομαντείο του Αχέροντα υπάρχει αρχαία τεχνολογία! Ένα από τα δείγματα της αρχαίας τεχνολογίας είναι η υπόγεια αίθουσα, που κατασκευάστηκε πριν από 2.500 χρόνια και
αποτελούσε τον προθάλαμο του Κάτω Κόσμου, είναι ένας κλειστός χώρος με χαρακτηριστικά ακουστικής ανοιχτού χώρου,
ενώ τα 15 τόξα αυξάνουν την εσωτερική επιφάνεια δημιουργώντας
σημαντική απόσβεση του ήχου. Η κατασκευή του χώρου με αυτά τα χαρακτηριστικά και την απόλυτη ησυχία,
μόνο τυχαία δεν
ήταν. Όπως έχουν συμπεράνει ο Παναγιώτης Καραμπατζάκης και ο Βασίλης Ζαφρανάς, επιστημονικοί συνεργάτες του Εργαστηρίου Αρχιτεκτονικής και Ακουστικής Τεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στόχος των αρχαίων κατασκευαστών ήταν να δημιουργούν στον επισκέπτη έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα και να αποπροσανατολίζουν τις αισθήσεις δίνοντάς του την ψευδαίσθηση της επαφής με τον Κάτω Κόσμο. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν το πιο φημισμένο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, με τη μεγάλη του ακμή τον 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα, ενώ η παλαιότερη αναφορά γίνεται στην Οδύσσεια του Ομήρου, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή του στην πατρίδα. Περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Αδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα, συνδέεται με τη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Οι αρχαίοι κατέφευγαν στο νεκρομαντείο για να προσφέρουν χοές στους νεκρούς και να επικοινωνήσουν μαζί τους, καθώς πίστευαν ότι μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα, οι νεκροί αποκτούσαν την ικανότητα να μαντεύουν το μέλλον. Στο τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα γύρω από το ιερό προστέθηκε ένα συγκρότημα με μία κεντρική αυλή, δωμάτια και αποθήκες και με τη μορφή αυτή λειτούργησε για περίπου δύο αιώνες. Στον 1ο π.Χ. αιώνα με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, η αυλή του ιερού κατοικήθηκε πάλι, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα στον χώρο οικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που σώζεται μέχρι σήμερα.
ήταν. Όπως έχουν συμπεράνει ο Παναγιώτης Καραμπατζάκης και ο Βασίλης Ζαφρανάς, επιστημονικοί συνεργάτες του Εργαστηρίου Αρχιτεκτονικής και Ακουστικής Τεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στόχος των αρχαίων κατασκευαστών ήταν να δημιουργούν στον επισκέπτη έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα και να αποπροσανατολίζουν τις αισθήσεις δίνοντάς του την ψευδαίσθηση της επαφής με τον Κάτω Κόσμο. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν το πιο φημισμένο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, με τη μεγάλη του ακμή τον 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα, ενώ η παλαιότερη αναφορά γίνεται στην Οδύσσεια του Ομήρου, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή του στην πατρίδα. Περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Αδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα, συνδέεται με τη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Οι αρχαίοι κατέφευγαν στο νεκρομαντείο για να προσφέρουν χοές στους νεκρούς και να επικοινωνήσουν μαζί τους, καθώς πίστευαν ότι μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα, οι νεκροί αποκτούσαν την ικανότητα να μαντεύουν το μέλλον. Στο τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα γύρω από το ιερό προστέθηκε ένα συγκρότημα με μία κεντρική αυλή, δωμάτια και αποθήκες και με τη μορφή αυτή λειτούργησε για περίπου δύο αιώνες. Στον 1ο π.Χ. αιώνα με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, η αυλή του ιερού κατοικήθηκε πάλι, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα στον χώρο οικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που σώζεται μέχρι σήμερα.