Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι η Ευαγγελική αλήθεια επιμένει στην απάτη τού πλούτου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η Εκκλησία μας έχει καθορίσει τόσες περικοπές μέσα στο λειτουργικό χρόνο, που η καθεμιά τους φωτίζει τα σκοτεινά σημεία τού υλικού πλουτισμού. Αποκαλύπτει το πόσο μάταιη, επικίνδυνη, αλλά και καταστροφική αποβαίνει η δίψα τού ανθρώπου για να αποκτήσει όσο το δυνατόν
περισσότερα αγαθά τού κόσμου τούτου. Έτσι λοιπόν η Ευαγγελική περικοπή τής Θ΄ Κυριακής που θα ακούσουμε μέσα στην ευχαριστιακή μας σύναξη όχι απλώς εντυπωσιάζει αλλά συγκλονίζει όταν διαπιστώνουμε ότι την ακόρεστη δίψα τής ύλης έχει όχι μόνο ο πλούσιος, αλλά και αυτός που διαθέτει τα μετρημένα, για να μην ισχυριστούμε ότι αρκετές φορές και ο πτωχός, στη συνείδησή του έχει υπερκεράσει στο σημείο αυτό τον άφρονα πλούσιο.
Καιρός όμως να περάσουμε στο κείμενο του θεόπνευστου Ευαγγελιστή Λουκά. Στον άφρονα πλούσιο ο οποίος είχε εφεύρει το μόνιμο βάσανο για την όλη του ύπαρξη, “διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τι ποιήσω ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;” Ένα ερώτημα που για τον κάθε λογικό άνθρωπο, πολύ δε περισσότερο για τον πιστό, ούτε καν υφίσταται αφού η αγάπη φανερώνει τους δρόμους για την διοχέτευση των υλικών αγαθών. Τώρα το ερώτημα αυτό στη συνείδηση τού πλουσίου τον κάνει να αδημονεί την ημέρα και να ταράσσεται την νύκτα. Αλλά έτσι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος αφήσει την παρά φύσει αγάπη τής ύλης να κυριεύσει την καρδιά του και να χάνει μέσα από τα χέρια του την ευτυχία. Την ευτυχία, που αρχίζει από τη λογική σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αδύνατον να κατακτήσει όλα τα αγαθά και να τα κάνει δικά του και που ολοκληρώνεται με την εν Χριστώ αγάπη η οποία εκφράζεται δια της ποικίλης ελεημοσύνης προς τους συνανθρώπους.
Το μόνο βέβαιο πάντως σε αυτή την περίπτωση του εκτροχιασμού τού νοός, είναι τούτο. Ότι και στο “δυσκολότερο” των ερωτημάτων, ο εχθρός τού Θεού σε συνεργασία με την ξεπεσμένη φύση τού ανθρώπου και δη την παράλογη απληστία, θα δώσει την “λύση” στο πρόβλημα.
Ας μην έχουμε φίλοι μου ουδεμία αμφιβολία περί τούτου, αφού ο Σατανάς γνωρίζει πολύ καλά τα πάθη και τις ψυχικές αδυναμίες των θυμάτων του, και έτσι οι εισηγήσεις που υποβάλλει στο νου τού ανθρώπου είναι ανάλογες και εφαρμόζουν απολύτως στις αλλοιώσεις τής συνειδήσεως που έχουν επιφέρει τα πάθη και τα ελαττώματα. Εκμεταλλεύεται ο εχθρός τις πολυχρόνιες συνήθειες και τις κλίσεις τής πνευματικής καρδίας κι έτσι ο άνθρωπος νομίζει ότι η πλανεμένη λύσις που έρχεται ως δήθεν φωτισμένη σκέψη είναι κάτι εντελώς λογικό ή και ευλογημένο.
Στην προκειμένη ευαγγελική παραβολή που αναπτύσσει ο Κύριος, βλέπουμε πώς μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από το μέτρο και να φθάσει στο άκρο τής ακορέστου απληστίας, φανταζόμενος ότι εκεί που καταλήγει, αυτό αποτελεί και τη σωστή λύση στο “πρόβλημα”. Έτσι, γεμάτος “ανακούφιση” και “ανάπαυση”, αυτάρεσκα ανακοινώνει την λύση που ανακάλυψε : “Τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου”.
“Λύση που λύνει τα χέρια”, θα κραυγάσει ένας ομόφρονας του άφρονος. Αλλά μόνο τούτο δε συμβαίνει, αφού όχι μόνο τον περιμένει “στην στροφή” ο θάνατος, αλλά και αθάνατος εάν ήταν, η νοοτροπία αυτή ως πολλαπλασιαστής με γεωμετρική πρόοδο θα τον έριχνε σε χειρότερο βάραθρο. Προϊόντος τού χρόνου (και εάν όλα έβαιναν καλώς) οι νεόδμητες αποθήκες θα αποδεικνύονταν και αυτές μικρές για να στεγάσουν την ακατάπαυστη πλεονεξία του και τον απύθμενο παραλογισμό του. Ο ναός των αποθηκών και ο βωμός τού χρηματοκιβωτίου δεν θα άντεχαν στην πίεση της κατακλυσμιαίας λατρείας τού μαμωνά που έφλεγε την μανιακή του ύπαρξη. Διότι ομολογουμένως, δεν υπάρχει μεγαλυτέρα παραφροσύνη και δεν υφίσταται περισσότερο βασανιστική τρέλα από αυτή που σκλαβώνει τον άνθρωπο στο να αγαπά την άψυχη ύλη.
Ο έρως τής καρδίας, αντί να στρέφεται προς τον Θεό “έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι”, τώρα υποτάσσει την ουσία τής υπάρξεως στη σκλαβιά τής πλεονεξίας, στην αγάπη τού χρήματος και όλων των “παραγώγων” αυτού.
Όταν λοιπόν ξεπέσει ο άνθρωπος στο κατάντημα τούτο, επιβεβαιώνεται τραγικά ο Απόστολος Παύλος ο οποίος γράφει προς τον Τιμόθεο: “οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν. Ρίζα γαρ πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία, ής τινες ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και εαυτούς περιέπειραν οδύναις πολλαίς” (Α' Τιμ. ΣΤ' 9-10). Δηλ. εκάρφωσαν στον εαυτόν τους οδύνες και θλίψεις πολλές.
Και ενώ αυτά συλλογιζόταν ο άφρων πλούσιος και σχέδια επί σχεδίων στροβίλιζαν στον διάτρητο νου του, “ινά μη το κακόν αθάνατον γένηται”, κάνει την εμφάνισή του εν μέσω νυκτός ο απρόσκλητος επισκέπτης. Ο θάνατος. “Άφρων (του λέγει ο Θεός), ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;” Αυτή τη νύχτα έφθασε το τέλος σου. Όλα αυτά που ετοίμασες άμυαλε άνθρωπε, σε ποιόν ανήκουν και σε ποιούς κληρονόμους θα περιέλθουν; (άλλο βασανιστικότατο ερώτημα και τούτο για τον κάθε πλεονέκτη). Δεν μπορεί να γνωρίζει το τι θα γίνει και το πού θα καταλήξει ο όλος του κόπος. Αλλά και όταν ακόμη γνωρίζει σε ποιούς τα αφήνει, και πάλι δεν μπορεί να ξέρει σε ποιούς κατόπιν θα περιέλθουν· “θησαυρίζει, και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά”, τονίζει ο Θεός δια του Δαυίδ (Ψαλμ. Λη' 7). Όλα αυτά που μάζευσε περιέρχονται μετά από λίγο σε χέρια είτε “δικών” του είτε ξένων, και αρκετές φορές τα απολαμβάνουν εχθροί. Εάν μάλιστα γνώριζαν οι πλούσιοι και οι μεγιστάνες προ του θανάτου τους, πού θα κατέληγαν οι κόποι τους, οι θυσίες τους, αυτό το αίμα τής καρδιάς τους, θα προτιμούσαν να τα καύσουν και να τα καταστρέψουν, παρά να πέσουν στα χέρια που ανελπίστως αρκετές φορές τα κληρονομούν.
Αλλά αυτή η δραματική πραγματικότητα που περιγράφει η Ευαγγελική περικοπή αποτελεί την περί του πλούτου και της απληστίας αλήθεια, όσο κι αν δεν θέλουμε να το χωνέψουμε, όσο και αν επιμένουμε στο να απολαμβάνουμε μαζοχιστικώ τω τρόπω το μαρτύριό του.
Είναι δε τόσα τα περιστατικά επί καθημερινής βάσεως στις κοινωνίες των ανθρώπων που επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα, ώστε μόνο ανόητος θα ήταν ο άνθρωπος που αρνείται να δει κατάματα την “πλουτοκρατική” αλήθεια.
Επειδή λοιπόν δεν μπορεί κανείς να παίζει με τον πλούτο και την πλεονεξία δίχως να καεί (να κάψει την ψυχή του), γι' αυτό και ο ίδιος ο Κύριος, κλείνει την παραβολή Του με λόγια που σημαίνουν για όλους μας συναγερμό και αφύπνιση: “Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών”. Και επιπλέον “Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω”.
Το θέμα όμως είναι, αφήνουμε τα ώτα μας ανοικτά στον σωστικό λόγο τού Θεού, ή τα κλείνουμε ερμητικώς στην αλήθεια για να ακούσουν τελικώς την φρικτή φράση “Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν (τα δαιμόνια) από σου”;
Οπωσδήποτε, η επιλογή είναι δική μας και συνάμα κρίνει την ελευθερία μας ή φανερώνει την αφροσύνη μας.