Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Δεν θα υπάρξει ποτέ άνθρωπος που
να μην αντιμετωπίσει το γεγονός του θανάτου μέσα στον κύκλο των φίλων και
συγγενών του, έως ότου θα έλθει η ώρα και η στιγμή κατά την οποία θα βρεθεί και
ο ίδιος πρόσωπο προς πρόσωπο με τον ανεπιθύμητο αυτό επισκέπτη. Αλλά και μόνο
οι σκέψεις αυτές παγώνουν την καρδιά μας και ένα κύμα λύπης και αθυμίας
καλύπτει την όλη ύπαρξή μας. Και δικαιολογημένα. Δικαιολογημένα, αφού ο θάνατος
είναι κάτι το αφύσικο. Είναι κάτι, με το οποίο ο
άνθρωπος είναι αδύνατον να συμβιβαστεί, και τούτο διότι εξ' αρχής ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό για την ζωή και όχι για τον θάνατο.
άνθρωπος είναι αδύνατον να συμβιβαστεί, και τούτο διότι εξ' αρχής ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό για την ζωή και όχι για τον θάνατο.
Αυτό ακριβώς
το ασυμβίβαστο του ανθρώπου με τον μεγαλύτερό του εχθρό, τον θάνατο, το
βλέπουμε στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα που τόσο ρεαλιστικά αλλά και με πνοή νικηφόρα
και θριαμβευτική μάς περιγράφει ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς.
Η χαρούμενη
συνοδεία του Χριστού, των μαθητών του και των ανθρώπων που ακολουθούσαν, συναντιέται
“ως ήγγισε τη πύλη της πόλεως” με μια
άλλη συνοδεία. Με μια συνοδεία που στα μάτια όσων ακολουθούσαν αποτυπωνόταν όλο
το δράμα της ανθρωπίνης υπάρξεως μετά την παρακοή. Στη μια συνοδεία, κέντρο είναι
ο Θεάνθρωπος. Ο Κύριος της ζωής, και στην άλλη το θύμα του θανάτου, ο “τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού”. Αλλ'
ενώ ο άψυχος υιός “εξεκομίζετο”, ένα άλλο τραγικό πρόσωπο που τον συνόδευε, η
μητέρα του με την παρουσία της, σερνάμενη πίσω από τον νεκρό της μονογενή,
μεταβαλλόταν σε πολλαπλασιαστή της λύπης και του οδυρμού. Τώρα πλέον ως χήρα
που ήταν από πριν, δεν θα είχε κανέναν να τη στηρίξει στην ζωή και να τη
συντροφεύσει στα σκληρά γεράματα που σιγά σιγά θα έρχονταν επάνω της.
Όσο σκληρός
και αν είναι κανείς δεν μπορεί παρά να λυγίζει μπροστά σε τέτοια περιστατικά.
Όταν μάλιστα σκεφθεί κανείς ότι η καθημερινότητα που ζούμε είναι μεστή τέτοιων
οδυνηρών γεγονότων, τότε, εάν του λείπει η πίστις, θα καταντήσει είτε στο άκρο
της αναλγησίας, είτε στο άλλο άκρο της απελπισίας. Κινδυνεύει να πέσει στο βάραθρο
του μαρασμού και της απογοητεύσεως και το ακόμα χειρότερο να επιλέξει την
ζοφερή κατάσταση του εκμηδενισμού.
Μακριά όμως
από εμάς τέτοιες καταστάσεις που αρρωσταίνουν τον άνθρωπο και που δια των
αποτελεσμάτων της απιστίας τον οδηγούν στον τάφο “πριν έλθει η ώρα του”.
Εμείς, οι
Ορθόδοξοι πιστοί χριστιανοί, όλα τα θλιβερά περιστατικά, πόσο μάλλον το γεγονός
του θανάτου, τα αντιμετωπίζουμε με την ελπίδα που οικοδομείται στο αραγές
θεμέλιο της πίστεως. Γι' αυτό και με διάθεση μαθητείας και πνεύμα απολύτου
εμπιστοσύνης παρακολουθούμε τα όσα μας περιγράφει το ευαγγελικό μας ανάγνωσμα. “Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ' αυτή και είπεν
αυτή· μη κλαίε”. Αλλά,
υπάρχει έστω και η ελαχίστη αμφιβολία περί της ευσπλαγχνίας του Κυρίου; Ακόμα
κι όταν τα πράγματα φαίνονται κατ' άνθρωπον να εξελίσσονται διαφορετικά απ'
ό,τι κανείς αναμένει, είναι δυνατόν ο Ιησούς να παύει να μας πονά, να μας
ευσπλαγχνίζεται και φυσικά να μας ενισχύει; Είναι δυνατόν να αγνοεί ποίο είναι
το συμφέρον μας στην κάθε περίσταση; Αλλοίμονο αδελφοί μου εάν ο όγκος τής
θλίψεως που κάθε φορά αντιμετωπίζουμε, μας οδηγεί στο να προσδώσουμε στην αγάπη
του Θεού τέτοιου είδους κατηγορία. Γι' αυτό και αφού την προτρέπει την
χαροκαμένη μητέρα να παύσει να κλαίει, ευθύς αμέσως “ήψατο
της σορού· οι δε βαστάζοντες έστησαν,
και είπε· νεανίσκε, σοι λέγω,
εγέρθητι”. Νέε μου, σ' εσένα μιλάω. Σήκω!
Αυτό ήταν. Δεν
θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά αφού προστάζει ο παντοκράτωρ, “ζωής ο κυριεύων και του θανάτου”! Και ο ιερός
Λουκάς με την οξυτάτη ιατρική του παρατηρητικότητα, σημειώνει: “Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν
αυτόν τη μητρί αυτού”!
Το κύμα της
αναστάσεως του “νεανίσκου” πλημμύρισε την καρδιά της μητέρας του αλλά και όλων
εκείνων που παρευρίσκονταν ενώπιον του συγκλονιστικού και αναπάντεχου αυτού
γεγονότος. Του γεγονότος που μαζί με την Θεότητα του Χριστού, φανερώνει ότι ο
θάνατος δεν είναι παρά ένα προσωρινό γεγονός στη ζωή του ανθρώπου. Ναι,
προσωρινό, αφού όχι μόνο “προσδοκούμεν ανάστασιν
νεκρών”, αλλά “και ζωήν του μέλλοντος αιώνος”.
Δόξα τω Θεώ, ο
θάνατος, το όντως φοβερό αυτό γεγονός δεν είναι παρά κάτι το προσωρινό, και
τούτο διότι διά του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού, ο θάνατος δεν είναι
αθάνατος.
Έρχεται και
γι' αυτόν το τέλος του. Όμως σημασία δεν έχει ο θάνατος του σώματος αλλά ο
“θάνατος της ψυχής”. Και επειδή η ανθρώπινη ψυχή δεν πεθαίνει, όχι βεβαίως από
δική της ικανότητα, αλλά διότι έτσι την δημιούργησε ο Τριαδικός Θεός, με τον
όρο “θάνατος της ψυχής” δεν εννοούμε παρά την αμαρτία η οποία τελικώς
αποξενώνει την ψυχή από τον δημιουργό της με όλες βεβαίως τις φοβερές συνέπειες
που μας αποκαλύπτει ο ίδιος ο Ιησούς.
Το πώς τώρα
αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου, τούτο εξαρτάται
απολύτως από τον ίδιο τον άνθρωπο. Από το επίπεδο του πιστεύω του ή της
απιστίας του.
Εάν ο άνθρωπος
έχει αποδεχθεί την χάρη και έχει λάβει την ευλογία να εκτρέφει μέσα στην ύπαρξή
του την πίστη προς τον Χριστό, εάν δηλ. πιστεύει αλλά και εφαρμόζει όλ' αυτά τα
οποία διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία, το γεγονός του θανάτου το αναμένει
ειρηνικώς. Το αναμένει χωρίς σύγχυση και ταραχή, γνωρίζοντας ότι η μεν ψυχή θα
μεταφερθεί υπό του φύλακος Αγγέλου στον θρόνο του Θεού και κατόπιν θα καταταγεί
εκεί που ο ίδιος ο άνθρωπος προετοιμάστηκε καθ' όλη τη ζωή του, το δε σώμα θα
το καλύψει η γη “εξ' ης ελήφθη”.
Εάν αντιθέτως
ο ταλαίπωρος άνθρωπος έχει περάσει στο απέναντι στρατόπεδο του εχθρού, εάν δηλ.
είναι άθεος και άπιστος – ω της ανοησίας του - τότε παρά τους εξωτερικούς και
θεατρινίστικους παλικαρισμούς που επιδεικνύει στο περιβάλλον του, επί της
ουσίας τρέμει σαν το φθινοπωρινό φύλλο στη σκέψη ότι οσονούπω το δρέπανον του
θανάτου θα του θερίσει την ζωή.
Και βεβαίως το
γεγονός αυτό του θανάτου αποτελεί μια φοβερή πραγματικότητα, αφού το θεότευκτο
δημιούργημα του Θεού, το σώμα, εξευτελισμένο και βασανισμένο από την ποικίλη
αμαρτία που περιλαμβάνει η αθεΐα, και ξεχειλισμένο από το μίσος κατά του Θεού,
ως σαρακοφαγωμένο ρούχο και ως μολυσμένο ιμάτιο θα πεταχθεί, νεκρό πλέον μέσα
στον κλίβανο και στην φωτιά του αποτεφρωτήρα η οποία προφανώς προεικονίζει και
τα βάσανα που αναμένουν την ψυχή.
Από πολλά σημεία κρίνεται η όλη στάση του ανθρώπου έναντι
της μοναδικής αγάπης του Θεού. Οπωσδήποτε όμως, ο θάνατος και η αντιμετώπισίς
του είναι ένα κριτήριο όχι μόνο για το τι αναμένει την ψυχή μετά τον χωρισμό
της εκ του σώματος, αλλά η επιλογή της τελευταίας κατοικίας κατά τον ευλογημένο
τρόπο της ταφής του Χριστού και πάντων των Αγίων, ή αντιθέτως η επιλογή της
αποτέφρωσης, αποκαλύπτει την σοβαρότητα ή την ανοησία με την οποία ο άνθρωπος
κατέγραψε τον βίον του και την πολιτεία του σε αυτή την μοναδική και άνευ άλλης
ευκαιρίας ζωή. Θα λέγαμε ότι η επιλογή από τον ίδιο τον άνθρωπο της τελευταίας
πράξεως που θα εφαρμόσουν στο άψυχο σώμα του οι άλλοι, αποτελεί και την
υπογραφή είτε για το έλεος του Θεού, είτε την αυτοπαράδοση στα φοβερά τελώνια
που με θανάσιμο μίσος προσπαθούν να αποσπάσουν την ψυχή και να την οδηγήσουν
στο σκοτεινό και οδυνηρό τους βασίλειο.
Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο στίχος με τον οποίο κλείνει
το ευαγγελικό μας ανάγνωσμα. “Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν,
λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον
λαόν αυτού”.
Ναι, ως πιστοί παρά τις αδυναμίες μας δοξάζουμε τον Θεό
για το ότι μας επισκέφθηκε αλλά και για το ότι έχουμε την δυνατότητα να
ενωθούμε μαζί του και ταυτοχρόνως δεόμεθα εκ μέσης καρδίας “χριστιανά τα τέλη
της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του
φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα”.
Είθε να μας τα χαρίσει η αγάπη του Θεού.