Τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέου
Ὅταν ξημέρωνε
ἡ Δευτέρα, 28η Ὀκτωβρίου 1940, δὲν εἶχε κάτι τὸ ἀσυνήθιστο ἡ ἡμέρα αὐτή. Καὶ
παρ’ ὅτι ἦταν προχωρημένο τὸ Φθινόπωρο, ὁ οὐρανὸς ἦταν καταγάλανος καὶ ὁ ἥλιος
λαμπρός, ἔλουζε τὰ πάντα μὲ τὸ χρυσό του φῶς. Αἴφνης, ὅμως ἀκούστηκαν οἱ σειρῆνες,
ποὺ ἔλεγαν μὲ τὸν διαπεραστικό τους ἦχο ὅτι ἡ γειτονική μας Ἰταλία μᾶς εἶχε
κηρύξει τὸν πόλεμο. Βέβαια, ὁ Μουσολίνι διακήρυττε συνεχῶς ὅτι ἡ χώρα του θὰ σεβόταν τὰ σύνορα τῶν γειτόνων της, ἀνεφερόμενος δὲ στὴν Ἑλλάδα ἔλεγε μὲ ἔμφαση ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ φοβᾶται ἰταλικὴ ἐπίθεση καὶ ὅτι τὰ σύνορα ἦταν δεδομένα ...
κηρύξει τὸν πόλεμο. Βέβαια, ὁ Μουσολίνι διακήρυττε συνεχῶς ὅτι ἡ χώρα του θὰ σεβόταν τὰ σύνορα τῶν γειτόνων της, ἀνεφερόμενος δὲ στὴν Ἑλλάδα ἔλεγε μὲ ἔμφαση ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ φοβᾶται ἰταλικὴ ἐπίθεση καὶ ὅτι τὰ σύνορα ἦταν δεδομένα ...
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἡγεσία ὅμως, ἄκουγε μὲν αὐτὲς τὶς διακηρύξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς
ἐπίστευε. Γιατὶ οἱ πληροφορίες τοῦ πρεσβευτοῦ μας στὴν Ρώμη σαφέστατα
προειδοποιοῦσαν ὅτι ὅπου νἆναι θὰ ἐκδηλωθῆ ἡ Ἰταλικὴ ἐπίθεση. Βέβαια, δὲν ἦταν
μόνο οἱ πληροφορίες τοῦ Ἕλληνα διπλωμάτη. Ὁ πνιγμὸς τῆς «Ἕλλης» στὴν Τῆνο, στὶς
15 Αὐγούστου 1940, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τῆς Παναγίας, ἦταν ἕνα σαφέστατο μήνυμα
γιὰ τὶς διαθέσεις τῆς Ἰταλίας. Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση δὲν πανικοβλήθηκε, ὅπως
ὑπολόγιζε ὁ δικτάτορας τῆς γείτονος. Καὶ παρὰ τὸ ὅτι εἶχε στὰ χέρια της τὰ
θραύσματα τῶν τορπιλῶν ποὺ ἔπληξαν τὴν «Ἕλλη», ἐπίσημα ἐδήλωνε ὅτι τὸ εὔδρομο
βυθίστηκε ἀπὸ «ὑποβρύχιο ἀγνώστου ἐθνικότητος», ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διατηρήσῃ τὴν
οὐδετερότητά της καὶ νὰ μὴν ἐμπλακῇ σὲ πόλεμο μὲ τὴν Ἰταλία ...
-Β-
Κι’ ἐνῷ ὁ Μουσολίνι διεσάλπιζε , ὅτι ἡ Ἀγγλία εἶχε διαπράξει τὸ ἔγκλημα τῆς
βυθίσεως τοῦ πλοίου τοῦ Πολεμικοῦ μας Ναυτικοῦ, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς μὲ τὸ
ἀλάνθαστο ἔνστικτό του ἐγνώριζε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸν δολοφόνο : Ἦταν ἡ
φασιστικὴ Ἰταλία. Καὶ πίστευε ἀτράνταχτα ὅτι ἡ Παναγία θὰ τιμωροῦσε τὸ
ἔγκλημα, ποὺ ἔγινε ἀνήμερα τῆς γιορτῆς της, ἐνῷ στὴν Τῆνο εἶχαν συρρεύσει
χιλιάδες προσκυνητές. Ἔτσι, ὅταν στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940 ἄρχισε ἡ Ἰταλικὴ
ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Χώρας μας, κοινὴ ἦταν ἡ πεποίθηση γιὰ τὴν νίκη «ὑπὸ τὴν
σκέπην τῆς Παναγίας», ὅπως ἔγραφε ἰδιοχείρως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
Χρύσανθος πίσω ἀπὸ τὶς μικρὲς εἰκόνες τῆς Μεγαλόχαρης ποὺ εἶχαν μοιρασθῇ σὲ ὅλα
τὰ στρατευμένα Ἑλληνόπουλα.
-Γ-
Χιλιάδες λαοῦ, μὲ πρωτοπόρα τὰ νειᾶτα πλημμύρισαν τοὺς δρόμους τῆς
Ἀθήνας, μὲ σημαῖες, μὲ λάβαρα, μὲ τραγούδια καὶ μὲ παλμὸ πατριωτικό, σὰν νὰ μὴν
ἐπρόκειτο γιὰ πόλεμο, ἀλλὰ γιὰ πανηγύρι. Καὶ πραγματικὰ πανηγύρι ἦταν, ὅταν οἱ
καμπάνες τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνήγγελαν τὶς ἀλλεπάλληλες νῖκες τοῦ Στρατοῦ μας : Ἔπεσε
ἡ Κορυτσᾶ, ἔπεσε ἡ Πρεμετῆ, ἔπεσαν οἱ Ἅγιοι Σαράντα, τὸ Ἀργυρόκαστρο καὶ ἡ
Χειμάρρα ἔπλεαν στὴ γαλανόλευκη. «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια ...»
ἔψαλλαν μετὰ ἀπὸ κάθε νίκη οἱ Ἕλληνες, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Χρύσανθο, τὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο Πρωθιεράρχη, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ βρέθηκε στὶς
ἐθνικὲς ἐπάλξεις, συνεχίζοντας ἐπάξια τὴν παράδοση παλαιοτέρων Ἱεραρχῶν. Στὴν
Ἑλλάδα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὸ Ἔθνος. Γι’ αὐτὸ καὶ
ματαιοπονοῦν ὅσοι μιλᾶνε γιὰ χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Κράτος. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι δύναμη πνευματικὴ ἀκαταγώνιστη καὶ ξεύρει νὰ ἐνισχύῃ τὸ Ἔθνος, ἀλλὰ καὶ
νὰ συγκακουχῆται μαζί του, ὅπως συνέβη ἀργότερα, στὰ χρόνια τῆς τριπλῆς ξενικῆς
κατοχῆς (Γερμανῶν, Ἰταλῶν καὶ Βουλγάρων).
-Δ-
Ὁ Στρατός μας, παρὰ τὸν βαρὺ χειμῶνα ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, τὸ Ναυτικό μας καὶ ἡ
Ἀεροπορία μας ἔκαναν κυριολεκτικὰ θαύματα : Στὴν Βόρειο Ἤπειρο, στὴν Ἀδριατική,
στὸ Ροῦπελ καὶ στὰ ἄλλα ὀχυρὰ τῆς «Γραμμῆς Μεταξᾶ» καὶ στὴν Κρήτη τὰ
Ἑλληνόπουλα, μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν προστασία τῆς Παναγίας, ἔγραψαν λαμπρὲς
σελίδες δόξας, ὅπως καὶ οἱ ὑπέροχες ἐκεῖνες ἡρωΐδες γυναῖκες τῆς Πίνδου, ἀλλὰ
καὶ ὅσες, στὰ μετόπισθεν, ἔπλεκαν κάλτσες καὶ μάλλινες φανέλλες καὶ μπλοῦζες,
καὶ ἑτοίμαζαν δέματα γιὰ τοὺς ἥρωες τοῦ Μετώπου. Ὅλοι τὸ παραδέχονταν τότε : Ἡ
Ἑλλάδα ἔδωσε πρώτη τὸ σύνθημα τῆς νίκης, ἀφοῦ ἀπέδειξε ὅτι ὁ
«Ἄξονας» δὲν ἦταν ἀήττητος. Καὶ ὅλοι οἱ ξένοι ἡγέτες μᾶς ἐγκωμίαζαν καὶ
μᾶς ἔπλεκαν ὕμνους. Πράγματι ! Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶχε μόνο νικήσει. Τὸ
κυριώτερο ἦταν ὅτι εἶχε δοξασθῆ. «Θὰ νικήσωμεν. Ἀλλὰ διὰ τοὺς Ἕλληνας ὑπὲρ τὴν
νίκην ἡ δόξα», ἦταν τὸ σύνθημα, ποὺ κυριαρχοῦσε τὴν ἀνεπανάληπτη ἐκείνη ἐποχή.
-Ε-
Γιορτάζουμε καὶ φέτος τὴν Ἐπέτειο τοῦ Ἔθνους τοῦ 1940. Σὲ ἀτμόσφαιρα, ὅμως,
ἡττοπάθειας καὶ ἀπογοητεύσεως, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως. Οἱ καιροὶ εἶναι
πράγματι δύσκολοι. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μας δὲν θὰ μᾶς ἀφήσουν.
Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ τώρα : Μὲ πρωτοπόρα τὰ νειᾶτα, τὰ μαθητικά, τὰ φοιτητικὰ
καὶ τὰ στρατευμένα νειᾶτα, ἡ Πατρίδα μας θὰ ξεπεράσῃ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς
κινδύνους, καὶ θὰ γίνῃ σεβαστὴ στοὺς φίλους καὶ ὑπολογίσιμη στοὺς ἐχθρούς.
Λοιπόν, ψηλὰ οἱ καρδιές. Κι’ οἱ Σημαῖες ψηλά. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἑλλάδα θὰ
νικήσουν, ἐφ’ ὅσον τὸ φῶς τοῦ «ΟΧΙ» τοῦ 1940 φωτίζει τὴν ζωή μας. Τιμὴ καὶ δόξα
σὲ ὅσους ἔπεσαν ἡρωϊκῶς μαχόμενοι ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος. Οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ
τοὺς ξεχάσουν ποτέ.