Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Η κάθε Ευαγγελική περικοπή έχει να μας αποκαλύψει και να μας διδάξει πολύ
περισσότερα απ' όσα είναι δυνατόν να διανοηθούμε. Γι' αυτό και είναι ανάγκη εν
προσευχή και ταπεινώσει να δίνουμε το χέρι μας προς ερμηνευτικήν χειραγώγησιν
στους πατέρες και συνάμα να εστιάζουμε την προσοχή μας στα μηνύματα που
βρίσκονται «κάτω από τα γράμματα». Η Ευαγγελική περικοπή των δύο τυφλών που μας περιγράγει ο Ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος, ξεδιπλώνει την απέραντη αγάπη του Ιησού προς τους δύο πάσχοντες τυφλούς και στο τέλος φανερώνει την απύθμενη κακία των Φαρισαίων που εκφράζεται με την αδιανόητη - ακόμα και για τα ίδια τα δαιμόνια - φράση «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Μια φράση που δείχνει σε ποιο βάραθρο μπορεί ο άνθρωπος να καταντήσει όταν έχει αφήσει την καρδιά του να διαστραφεί. Όταν καλλιεργεί την κακία και όταν έχει αποκόψει τους ευλογημένους δεσμούς από την αγάπη του Θεού και ταυτοχρόνως την αγάπη των αδελφών.
βρίσκονται «κάτω από τα γράμματα». Η Ευαγγελική περικοπή των δύο τυφλών που μας περιγράγει ο Ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος, ξεδιπλώνει την απέραντη αγάπη του Ιησού προς τους δύο πάσχοντες τυφλούς και στο τέλος φανερώνει την απύθμενη κακία των Φαρισαίων που εκφράζεται με την αδιανόητη - ακόμα και για τα ίδια τα δαιμόνια - φράση «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Μια φράση που δείχνει σε ποιο βάραθρο μπορεί ο άνθρωπος να καταντήσει όταν έχει αφήσει την καρδιά του να διαστραφεί. Όταν καλλιεργεί την κακία και όταν έχει αποκόψει τους ευλογημένους δεσμούς από την αγάπη του Θεού και ταυτοχρόνως την αγάπη των αδελφών.
Ομολογουμένως, δεν υφίσταται μεγαλυτέρα κατάπτωσις
και φυσική διαστροφή για το πλάσμα του Θεού, όταν αυτό αποκόπτεται από την Χάρη.
Κατάσταση δηλ. που ξεκινά από την απόρριψη της πίστεως. Και ότι η πίστις είναι ό,τι
ανώτερο για τον άνθρωπο, ταυτοχρόνως δε η ποιότητα αυτής σηματοδοτεί και το
επίπεδο της προσωπικότητος, τούτο το βλέπουμε στο πώς ο Κύριος, ενώ
αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους δύο τυφλούς, στην συνέχεια τους εξετάζει υπό το
πρίσμα της πίστεως. «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;»
Το αίτημά τους άραγε για θεραπεία αρχίζει και τελειώνει στα όρια του
φυσικού πόνου και ολοκληρώνεται στις συρματόφρακτες αγκύλες της θλίψεως; Ή
υπάρχει και κάτι άλλο; Το βαθύτερο δηλαδή που χρειάζεται και που σηματοδοτεί
την προσέγγιση του Θείου προσώπου;
Με χαρά διαπιστώνουμε ότι το άροτρον του πόνου
έχει οργώσει το έδαφος της ψυχής και σε λίγο την περίοδο του σκότους θα την
διαδεχθεί το φως το αισθητό και κυρίως το φως του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης.
Υπήρχε δηλαδή η πίστις. Το σημαντικό τούτο
κεφάλαιο για τον άνθρωπο που με τα αποθέματα και άλλων αρετών που
συνακολουθούν, προσελκύει την ευαρέσκεια του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος θα το τονίσει ξεκάθαρα : «χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι, πιστεύσαι γαρ δει τον
προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστι και τοις εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται».
(Εβρ. ΙΑ' 6). Δηλ. χωρίς
πίστη είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς στον Θεό. Διότι εκείνος που
πλησιάζει τον Θεό ως λάτρης και δούλος του, πρέπει πρωτύτερα να πιστεύσει ότι
υπάρχει Θεός και ανταμείβει εκείνους που ζητούν να τον βρούν και να
ευαρεστήσουν σ' αυτόν.
Εάν τώρα δεν υφίσταται αυτή η συγκεκριμένη βάση
της πίστεως, εάν δηλ. ο άνθρωπος δεν έχει τοποθετήσει μέσα στην ύπαρξή του την
αραγή βάση της πίστεως στο θεανδρικό πρόσωπο που Χριστού, είναι φύση αδύνατον
στην συνέχεια να οικοδομήσει την ελπίδα με όλα τ' άλλα χαρίσματα και στο τέλος
να επιστεγάσει το οικοδόμημα με την αγάπη.
Επομένως η πίστη, η ζωντανή πίστη είναι θέμα
ουσίας και όχι κάτι το συμβατικό ή το αδιάφορο για την πνευματική ζωή.
Εννοείται δε πως όταν γίνεται λόγος περί «Πνευματικής ζωής» δεν εννοούμε αυτό
που ονομάζει ο κόσμος «πνευματική ζωή», δηλ. ουσιαστικά την φθορά που κρύπτεται
στον λεγόμενο «καλλιτεχνικό κόσμο» και όπου αλλού, αλλά εννοούμε την ζωή του
Αγίου Πνεύματος. Αυτή δηλ. τη ζωή που
βάδισαν και βίωσαν οι «υπό Πνεύματος Αγίου
φερόμενοι» (Β' Πέτρ. Α' 21).
Αλλά το Ευαγγελικό μας ανάγνωσμα μας οδηγεί από το
θεμέλιο της πίστεως σε ένα άλλο επίπεδο της ζωής. Σε αυτό των χαρισμάτων του
Πνεύματος, το οποίον εκ της πρώτης αναγνώσεως του κειμένου ίσως να μην μπορεί
να γίνει αμέσως αντιληπτό. Πρόκειται φίλοι μου περί της απολύτου υπακοής που
οφείλουμε στο παντοκρατορικό θέλημα του Θεού δια Ιησού Χριστού. Και στην
περίπτωση βεβαίως αυτή το θεμέλιο δεν είναι παρά η πίστις. Όμως η υπακοή οδηγεί
τα διαβήματα ακόμη και σε πράξεις που λογικώς φαίνονται παράδοξες, εάν από τους
«λογικούς πιστούς» δεν απορρίπτονται ολοσχερώς.
Ας ρίξουμε όμως και πάλι το όμμα της καρδίας στον
Ευαγγελικό μας θησαυρό και ας εμπιστευθούμε την ύπαρξή μας στον ίδιο τον Ιησού
ώστε να μας οδηγήσει στα «παράδοξα» αλλά θαυμαστά μονοπάτια της κατά Θεόν
υπακοής, αφού πρώτα θαυμάσουμε το ολοκάρδιο «ναι
Κύριε», των δύο τυφλών. Να θαυμάσουμε και να συγκινηθούμε από την
λυτρωτική κίνηση του Ιησού. «Τότε ήψατο των
οφθαλμών αυτών λέγων, κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν». Και αφού
η πίστις ήταν δεδομένη και μάλιστα σε υψηλά επίπεδα, αμέσως το θαύμα
πραγματοποιείται και «ανεώχθησαν αυτών οι
οφθαλμοί».
Έως εδώ όλα καλά και άριστα. Όμως, όπως βλέπουμε
δεν τελειώνουμε με την κορυφή της πίστεως. Ο Χριστός ζητά τώρα να ανοίξουν τα
σπαθάτα φτερά της απολύτου υπακοής που κάνουν τον άνθρωπο όχι απλώς γνωστό,
αλλά «οικείον και φίλον του Θεού». Γι΄
αυτό και τους προστάζει: «οράτε, μηδείς γινωσκέτω».
Προσέξτε καλά το θαύμα αυτό να μη το μάθει κανένας. Η εντολή ήταν ρητή και
απέκλειε οποιαδήποτε παρανόηση. Για τους δύο όμως τυφλούς που δια του
προσωπικού τους θαύματος είχαν περάσει από την καταφρόνια και την ταπείνωση
στην ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού, αυτό δεν έγινε κατανοητό. Προφανώς εθεώρησαν
ότι ο Ιησούς τους το είπε αυτό για λόγους απλής ταπεινοφροσύνης. Ίσως δε να
τους φάνηκε ότι ξεπερνά και την απλή λογική. Αλλά το θαύμα της θεραπείας, λίγες
στιγμές πριν, δεν ξεπερνούσε οποιαδήποτε ανθρωπίνη λογική;
Αναμφισβήτητα. Τώρα όμως στην ατμόσφαιρα της
χαράς, δίχως να το προσέξουν αναπτύσσεται η ανυπακοή σε αυτή την εντολή του
Χριστού. Γι΄ αυτό και «εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν
εν όλη τη γη εκείνη». Δηλ. μόλις βγήκαν έξω, διέδωσαν τη φήμη του σε
όλη την περιοχή εκείνη.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το θέμα της απολύτου
υπακοής σε όλες τις εκφάνσεις, δεν αποτελεί απλή υπόθεση για τον πιστό και την
πνευματική του προκοπή.
Αποτελεί κριτήριον της Ορθοδόξου πνευματικότητος.
Οι Άγιοι Πατέρες μας καθιστούν άκρως προσεκτικούς
στα μονοπάτια αυτά της Ορθοδόξου ζωής, αφού δεν αρκεί κανείς να ξεκινήσει, αλλά
πρέπει και να τελειώσει την πορεία της
Χριστοποιήσεως την οποία ελευθέρως επέλεξε.
Παρατηρείται λοιπόν ότι μόλις ο άνθρωπος σημειώσει
κάποια πρόοδο στα της Πίστεως, στη συνέχεια αρκετές φορές «αυτονομείται» και ολισθαίνει
στον επικίνδυνο δρόμο του δικού του θελήματος και στην επιλογή του «οικείου
λογισμού». Οδηγείται δια του «συναισθήματος» και όχι δια της λογικής της
υπακοής. Φυσικά, δεν χρειάζεται ιδιαίτερο χάρισμα για να εννοήσει κανείς ότι
ήδη έχει δρασκελήσει στο κατώφλι της πλάνης και στην οδόν που, παρά την Πίστη
που υφίσταται, θα ταλαιπωρήσει τόσο τον ίδιον, όσο και όσους έχουν την
αδιακρισία να βρουν καταφύγιο στον δικό του «Πύργον της Βαβέλ».
Η ιστορία της Εκκλησίας μας και τα ιερά συναξάρια,
όπως γνωρίζουμε είναι γεμάτα από τέτοια περιστατικά. Καταστάσεις δηλ. που
ξεκινούν από την προσωπική πλάνη που καλλιεργείται εντός του χώρου της
Εκκλησίας σε όλα τα θέματα και σε όλες τις μορφές του βίου, έως και αυτές τις
ακραίες που οδηγούν στην λανθασμένη εκκλησιολογική συνείδηση, και φθάνουν στην
αποκοπή και στο κήρυγμα των σχισμάτων αλλά και των αιρέσεων.
Φαίνεται λοιπόν πως παρά την Πίστη που υφίσταται,
σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχει γίνει απολύτως κατανοητή η εντολή του Αγίου
Πνεύματος δια του Αποστόλου Παύλου που τονίζει «δοκιμάζοντες
τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω» και επίσης το
ζητούμενο «συνιέντες τι το θέλημα του
Κυρίου» (Εφεσ. Ε΄ 10,17).
Έτσι, μέσα από το φως αυτό της
εντολής Του Χριστού, αρχίζει να γίνεται κατανοητή η «ανερμήνευτη» και εν
πολλοίς «αντιλογική», ουσιαστικά όμως υπέρλογος στάσις των Αγίων του Θεού.
Οι «απλοί πιστοί» που δεν έχουν
ανέλθει στο στάδιο της απολύτου υπακοής και της προσεκτικής μελέτης του θείου
θελήματος, πολύ δε περισσότερο οι εκτός της Πίστεως, αδυνατούν να κατανοήσουν
τους λόγους και την τακτική των Αγίων. Πολλές δε πράξεις των παραμένουν
ανερμήνευτες. Και τούτο διότι όλοι οι άλλοι αγνοούν, ενώ οι ίδιοι γνωρίζουν και
εφαρμόζουν απολύτως το «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω».
Αυτή είναι η απλανής μέθεδος της
πνευματικής ζωής που οδηγεί από την κάθαρση στον φωτισμό και τέλος στην θέωση.
Τα καθ΄ αυτό εκκλησιαστικά αξιώματα,
βεβαίως αποτελούν «πυλώνες» της πνευματικής ζωής και είναι απολύτως αναγκαία
και απαραίτητα («εκ των ων ουκ άνευ») για την χρονική αποστολική διαδοχή. Όμως
από μόνα τους, εάν λείπουν οι προϋποθέσεις που είδαμε δεν διασφαλίζουν την
ακεραιότητα της πνευματικής ζωής και ως εκ τούτου την ανόθευτη ποδηγεσία.
Αψευδής δε μάρτυς αυτού, ας είναι το κατάντημα του οικουμενισμού και των οπαδών
αυτού, όπως βεβαίως και τα ψευδεπίγραφα αξιώματα στον χώρο των σχισμάτων και
στις παρενθέσεις της πλαστογραφημένης Ορθοδοξίας.
Η απόλυτος λοιπόν υπακοή στο θέλημα
του Θεού που αναπτύσσεται, οικοδομείται και ολοκληρώνεται στην υπακοή των Αγίων
και όχι στον υποκειμενισμό, στο ψευδοσυναίσθημα και στον νόθο ενθουσιασμό,
εξασφαλίζει την πορεία προς την Χριστοποίηση και τον εξαγιασμό.