Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Το ότι το Ευαγγέλιο φωτογραφίζει
την πραγματικότητα σε κάθε εποχή, το ότι αγγίζει την ουσία του ανθρώπου σε κάθε
πτυχή της ζωής του είναι αλήθεια αναντίρρητη. Εκείνο όμως το οποίον φαίνεται να
δημιουργεί θέμα είναι το κατά πόσον οι άνθρωποι και μάλιστα αυτοί που έχουν
σχέση με το Σώμα του Χριστού είναι έτοιμοι να προσαρμόσουν την
ζωή τους ακριβώς
σε αυτά τα οποία θεωρούνται δεδομένα. Αλλ' ας
περάσουμε στον Ευαγγελικό λόγο. Ο Κύριος
γνώριζε στην εντέλεια τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την καρδιά του
παραλυτικού. Άλλωστε Αυτός είναι ο «ετάζων καρδίας
και δοκιμάζων νεφρούς» (Ιερεμ. ΙΖ' 10). Γνώριζε την όλη θλιβερή
πνευματική του κατάσταση και τους δισταγμούς του που επήγαζαν ακριβώς από αυτό
το εσωτερικό του μαρτύριο, γι΄ αυτό και του απευθύνει λόγους ενθαρρυντικούς.
Λόγους που αγγίζουν την ουσία της ψυχοσωματικής του καταστάσεως. «Θάρσει,
τέκνον· αφέωνταί σοι αι
αμαρτίαι σου». Έχε θάρρος, παιδί μου, μην ανησυχείς. Οι αμαρτίες σου που σε
έφεραν σε αυτή την κατάσταση, ήδη συγχωρέθησαν.
Αλλά και η συνέχεια της
συγκινητικής αυτής Ευαγγελικής περικοπής, μέσα από τον έλεγχο του Ιησού κατά
των γραμματέων μαζί με την απόδειξη της Θεότητός Του, αυτήν ακριβώς την αλήθεια
τονίζουν και πιστοποιούν. Ότι δηλ. η αιτία των ανθρώπινων συμφορών δεν είναι
παρά η αμαρτία. Αυτή είναι η ρίζα της συμφοράς που πρέπει να εξαλειφθεί.
Αυτή όμως την πραγματικότητα
την αποδέχεται ο σημερινός άνθρωπος; Και έτι πλέον αυτή την αλήθεια την
κηρύσσει η Εκκλησία δια των ποιμένων στα τέκνα της; Το κήρυγμα της Εκκλησίας
σήμερα συνοψίζεται στο ότι «εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού, ίνα λύσει τα έργα του
διαβόλου;».
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι
διαφορετική και αποδεικνύει αστοχία των εκκλησιαστικών – θεολογικών μηνυμάτων
αφ' ενός και άγνοια των αιτιών των κοινωνικών και όχι μόνον ασθενειών και
καταστάσεων αφ' ετέρου.
Η εκκοσμίκευση των ποιμένων της
Εκκλησίας του έχει
οδηγήσει σε τέτοια κατάσταση ώστε είτε
δεν ομιλούν, είτε όταν αρθρώνουν λόγο, το κήρυγμά τους να περιγράφει
καταστάσεις οι οποίες έχουν να κάνουν όχι με το Αποστολικό κήρυγμα αλλά με τα
προβλήματα και μάλιστα τα οικονομικής – μνημονιακής φύσεως.
Σε περίπτωση δε που ο λόγος
στραφεί στην ουσία των πνευματικών θεμάτων, τότε το κήρυγμα ακούγεται τόσο
άνευρο και πλαδαρό που μάλλον θα ήταν προτιμότερο να μην υπήρχε.
Αλλά εκεί που όπως διαπιστώνουν
οι ίδιοι οι πιστοί, η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη και από απόψεως αυθεντικού
λόγου, είναι στα συλλείτουργα και στους μεγάλους εορτασμούς. Εκεί ο «λιβανωτός» και τα εγκώμια καλύπτουν τόσο
την όλη ατμόσφαιρα ώστε η κατάσταση γίνεται αποπνικτική, και φυσικά ουδεμία
σχέση το όλο πνεύμα με την καθ' αυτό ζωή, την δράση, τον αγώνα, την ομολογία ή
το μαρτύριον του εορταζόμενου Αγίου.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό αυτό
που είπε κάποια ψυχή, σχολιάζοντας εν πολλοίς την μορφή του σύγχρονου
Εκκλησιαστικού λόγου. «Μα τόσο δύσκολο είναι να
ακούγεται Χριστοκεντρικό και Πατερικό κήρυγμα; Τόσο δύσκολο είναι να κηρυχθεί
επισήμως και απ' άμβωνος μετάνοια προς όλο το Ελληνικό Έθνος που ως ο
παραλυτικός του Ευαγγελίου κείτεται στο κρεββάτι του πόνου και της αμαρτίας;».
Και εάν αυτό το εκφράζουν άνθρωποι που αγαπούν πραγματικά την Εκκλησία μας και
πονούν για το φοβερό κατάντημα του κόσμου ένεκεν αμαρτίας, αυτό σημαίνει πως οι
ποιμένες είναι ανάγκη να λάβουν το μήνυμα. Είναι ανάγκη να ακούσουν το
καμπανάκι που χτυπά για αλλαγή πλεύσεως του σκάφους. Είναι ανάγκη και μάλιστα
απόλυτως να καλλιεργηθεί κήρυγμα ζωντανό, κήρυγμα πατερικών προδιαγραφών και εν
προκειμένω κήρυγμα μετανοίας, πράγμα βεβαίως που απαιτεί από την διοικούσα
εκκλησία και μάλιστα από τους κήρυκες πολλές προϋποθέσεις, αφού εκείνος που
κηρύττει κατά νόμον πνευματικόν του κηρύγματος δεν θα κάνει τον ακροατή να
πιστεύσει σε μεγαλύτερο βαθμό τις αλήθειες απ' ότι ο κήρυκας που τις απευθύνει.
Τονίζουμε και πάλι ότι το υπ'
αριθμόν ένα πνευματικό πρόβλημα δεν είναι αυτό που φαίνεται, δηλ. τα οικολογικά προβλήματα ή το θέμα του
ρατσισμού- αντιρατσισμού ή τα αηδιαστικά θέματα της «ομοφοβίας». Το πρώτο απ'
όλα είναι η ασθένεια της αμαρτίας που έχει προσβάλει ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος και ιδίως τα κύματα του φοβερού της αμαρτίας κατακλυσμού που σαρώνει την
Πατρίδα μας και που συγκλονίζει κατ' άνθρωπον το σκάφος της Εκκλησίας. Όπως
ακριβώς και στην περίπτωση του παραλυτικού η αιτία της παραλυσίας δεν βρισκόταν
στην σωματική αδυναμία, αλλά στην ψυχική διάβρωση υπό της αμαρτίας και των
παθών. Και για να περάσουμε τώρα στην πλευρά της κοινωνίας και των ανθρώπων,
παρατηρούμε ότι ο παραλυτικός στην φράση «αφέωνταί
σοι αι αμαρτίαι σου», όχι μόνο δεν αντιδρά, αλλά σιωπηλώς αποδέχεται
στην αλήθεια, ότι δηλ. όντως αιτία της
καταστάσεώς του δεν είναι το μικρόβιο της ασθενείας, αλλά το «σώμα» της
αμαρτίας. Πρώτα έπεσε η ψυχή και κατόπιν ακολούθησε στην πτώση το σώμα. Πρώτα
αυτοπαραδόθηκε στον διάβολο μέσω των παθών και κατόπιν ήλθε ο απρόσκλητος
επισκέπτης του βιολογικού μαρασμού της μυοπάθειας.
Πρέπει λοιπόν όχι μόνο η Εκκλησία
να ξεφύγει από το κοσμικό πνεύμα και να ορθοτομεί την ουσία της Ορθοδόξου
πνευματικότητος, να χτυπήσει δηλ. την ουσία του κακού που ονομάζεται αμαρτία,
αλλά ταυτοχρόνως είναι ανάγκη και το πλήρωμα δια του κηρύγματος να αποδέχεται
την πνευματική γνωμάτευση και στη συνέχεια να περνά στην μέθοδο της θεραπείας.
Αλλά για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται όλοι μας να αλλάξουμε την έως τώρα
στρεβλή μας τακτική και να κάνουμε αρχή μετανοίας.
Αυτό βεβαίως δεν είναι και τόσο
εύκολο όσο εξ αρχής φαίνεται. Χρόνιες ασθένειες του πνεύματος και πολυετείς
εκκλησιαστικές αγκυλώσεις, δεν φεύγουν αμέσως, εκτός κι αν όντως υπάρχει στις
καρδιές πνεύμα συνεργασίας με την χάρη του Θεού, τουτέστιν με πνεύμα γνήσιας
μετάνοιας. Και φυσικά υπονοείται στο σημείο αυτό, ότι ο δόκιμος κήρυκας του
λόγου του Θεού, με την χάρη του Πνεύματος θα καθοδηγήσει στο ιερό μυστήριο της Εξομολόγησης.
Στο λουτρό της ψυχής, ώστε στην
συνέχεια το Σώμα και το Αίμα του Χριστού να επιφέρει την άφεσιν και μαζί τον
εξαγιασμόν της όλης υπάρξεως. Αλλά για να επέλθει η εκούσια θεραπεία,
απαιτείται πρώτα απ' όλα η υπακοή στον Ιατρό και η αποδοχή της ακριβούς
διαγνώσεως.
Έτσι λοιπόν αποκτά νόημα η
ύπαρξις του Εκκλησιαστικού άμβωνος και η σκυτάλη της πνευματικής θεραπείας
περνά από την μια γενιά των ποιμένων στην άλλη. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η
Εκκλησία αποκτά είτε μουσειακή, είτε φολκλορική ή φιλολογική αξία και αδυνατεί
να οδηγήσει τις ψυχές «εις νομάς σωτηρίους».
Εάν οι άνθρωποι της
Εκκλησίας υποτεθεί ότι αφήσουν οτιδήποτε άλλο για το οποίο μεριμνούν και
τυρβάζουν και περιορισθούν στο καθ' αυτό έργο τους που είναι η θεραπεία και η
σωτηρία των ψυχών, τότε όντως βρίσκονται εντός της αποστολής τους. Όλα τα άλλα
και αν δεν τα διακονήσει η Εκκλησία θα τα μεριμνήσει η πολιτεία που είναι φύσει
και θέσει υπεύθυνη για τα έργα της .
Διότι για να
μιλήσουμε με ένα παράδειγμα, είναι φαιδρό να φθάσει κανείς στο νοσοκομείο για
θεραπεία και εκεί να βρει τους θεραπευτές ιατρούς να ασχολούνται με ο,τιδήποτε
άλλο εκτός του λειτουργήματός τους που είναι η θεραπεία των ανθρώπων.
Ναι φίλοι μου,
τίποτε άλλο στην ζωή μας δεν είναι χειρότερο από την αμαρτία. Διότι κατά τον Μ.
Βασίλειο αποτελεί «αρρώστια ψυχής». Και βεβαίως έναν ασθενή αδελφό μας τον
συμπαθούμε. Και όπως ένας ικανός ιατρός αγαπά τον άρρωστο αλλά μισεί την
αρρώστια και κάνει τα πάντα για να τον απαλλάξει απ' αυτήν, έτσι και οι
διάδοχοι των αποστόλων, οφείλουν, είναι υποχρεωμένοι να παλέψουν με το
πολυκέφαλο θηρίον της «ευπεριστάτου αμαρτίας». Να δώσουν την μάχη παντιοτρόπως
και τελικώς να την εξορίσουν όσο το
δυνατόν από την ζωή των ανθρώπων, προσφέροντας την όμορφη, την ευλογημένη, την
εξαγιαστική ατμόσφαιρα της υγείας, δηλ. της πνευματικής βιοτής και αυτής της
Αγιότητας. Ουδέποτε δε να
λησμονούμε ότι καμμία αμαρτία δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να ξεπερνά το μέγεθος
της αγάπης του Θεού. Και ουδεμία αμαρτωλή πράξη δεν είναι τόσο βαριά, ώστε να
ξεπερνά το μέγεθος του θείου ελέους.