Γράμμα στη γιαγιά…


Αγαπημένη μου γιαγιά.
Ελπίζω εκεί ψηλά, που αναπαύεται η κουρασμένη ψυχή σου, να λάβεις αυτό το πονεμένο γράμμα μου. Το περιεχόμενο του γράμματος είναι, το γνωρίζεις, κομμάτι του εαυτού μου. Πιστεύω πως θα το διαβάσεις, γιατί για σένα ήμουν κάτι ιδιαίτερο. Ήμουν αυτός, που ανέθρεψες και μεγάλωσες με μεγάλες δυσκολίες.
Αγαπημένη μου γιαγιά…
Πριν κάμποσα χρόνια, λίγο πριν φύγεις, σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν είπαμε τίποτα. Και όμως είπαμε σιωπηρά τόσα πολλά… Όχι με τα χείλη, αλλά με την καρδιά μας. Μια πολυσήμαντη σιωπή κυριάρχησε, μέσα στην οποία ανταλλάχθηκαν μεταξύ μας πολύτιμα μηνύματα.
Αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές, το αυλακωμένο πρόσωπό σου μου έφερε στο μυαλό πάμπολλες αναμνήσεις.
Θυμήθηκα, το θυμάμαι και τώρα, να τρώμε μπροστά στο τζάκι, ο παππούς, εσύ κι εγώ. Και να τυλίγω τα χέρια μου ολόγυρά σου και να ακουμπώ με περισσή λατρεία το παιδιάτικο
πρόσωπό μου στο σκαμμένο δικό σου. Και ήταν σκαμμένο
το πρόσωπό σου, γιατί πάνω του ξεσπούσαν μανιασμένα ο χρόνος, ο πόνος, ο κάματος, το ξεροβόρια και τα λιοπύρια. Τι αγαλλίαση, τι πρωτόγνωρη ζεστασιά ένιωθα στα γόνατά σου.
Θυμήθηκα την αγάπη σου, την ακούραστη και απλόχερη αγάπη σου, με την οποία πάντα με στήριζες. Και στα εύκολα, αλλά προπαντός στα δύσκολα.
Θυμήθηκα πως μου διέθετες με ευχαρίστηση, ολόκληρη την αγροτική σου σύνταξη, για να εκδίδω, όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, μια εφημεριδούλα.
Θυμήθηκα πως με περίμενες χαμογελαστή και με στρωμένο το τραπέζι, όταν γύριζα από το σχολείο. Σε κοίταζα και νόμιζα πως είχες κάτι από την αγιοσύνη της Παναγιάς.
Θυμήθηκα τις καθημερινές και ανθρώπινες περιπέτειές σου. Την αντίστασή σου στην κάθε λογής αντίξοη στιγμή. Τη γενναία ψυχική σου στάση, μέσα στη φουρτούνα τη ένδειας και της αγωνίας. Τα βάσανα αντί να σε σκληρύνουν, σε έκαναν δυνατή και ευαίσθητη.
Αγαπημένη μου γιαγιά.
Αιωνία σου η μνήμη, γιατί έζησα κοντά σου και σε σένα βρήκα τη γνήσια συμπαραστάτη στην δύσβατη πορεία της ζωής.
Αιωνία σου η μνήμη, γιατί σήκωσες το φορτίο των ιδιοτροπιών μου. Πόνεσες για τα λάθη μου. Έκλαψες για τις πτώσεις μου. Αφουγκράστηκες τους αναστεναγμούς της ψυχής μου. Έγινες μάρτυρας των δακρύων μου. Άκουσες τους πόθους και τα όνειρά μου. Έσταξες το βάλσαμο της παρηγοριάς μέσα μου.
Αιωνία σου η μνήμη, γιατί είχες καρδιά διάπλατη, που χωρούσε όλα τα αισθήματα και όλους τους ανθρώπους. Ήξερες να αγαπάς αληθινά, ειλικρινά και ανυστερόβουλα. Ν’ αγαπάς ακόμη και αυτούς, που σε αδίκησαν και σε πίκραναν. Έδινες την αγάπη σου. Με λεπτότητα και διάκριση, αλλά και με θερμότητα και χωρίς φειδώ.
Αιωνία σου η μνήμη, γιατί μου δίδαξες το μεγαλύτερο μάθημα, το μάθημα της υπομονής.
Αγαπημένη μου γιαγιά.
Η αναπόληση της γλυκιάς θωριάς σου κάνει μια νοσταλγία να αργοκυλάει  στο αίμα μου και την καρδιά μου να σπαράσσει. Σου υπόσχομαι πως η ανάμνησή σου θα μ’ ακολουθεί ως τη στερνή μου ώρα… Η φωνή σου θα μου φέρνει πάντα την ηχώ της αγάπης σου και θα μου δίνει δύναμη να ζω.