Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Δεν
είναι μόνο αυτοί που αγνοούν τα της Ορθοδόξου Πίστεως που αρνούνται την σημασία
και τη συμβολή των δογματικών αγώνων των Αγίων Πατέρων, αλλά είναι και
ορισμένοι που κατέχουν θέσεις και μάλιστα υψηλές στον χώρο της Εκκλησιαστικής
διοικήσεως, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τα δόγματα καταστρατηγούν την ενότητα
του Χριστιανικού κόσμου. Η Ευαγγελική όμως περικοπή από
την αρχή του ΙΖ' κεφαλαίου του
μας φωτίζουν το όλον θέμα, με
αποτέλεσμα να συνειδητοποιούμε την Ορθόδοξη πίστη μας και να οικοδομούμαστε
επάνω σε ορθή και ακλινή βάση.
Ας ξεκινήσουμε με μια γενική
ερώτηση.
Υφίσταται ποτέ πράξις άνευ
θεωρίας και βεβαίως το αντίθετο, θεωρία άνευ πράξεως; Όσο κι αν ψάξουμε, από τα
άκρως “θεωρητικά” έως και τα άκρως “πρακτικά”, θα διαπιστώσουμε ότι και τα δύο
είναι αλληλένδετα φυσικώ τω τρόπω. Όποιος δε επιχειρήσει να τα διαχωρίσει,
φέρει διάσπαση και κατάσταση εντελώς αφύσικη.
Βεβαίως, δεν είναι τόσο εύκολη
υπόθεση να γνωρίζουν την ακρίβεια των δογμάτων όλοι οι πιστοί, πόσο μάλλον
αυτοί που συνειδητά βρίσκονται εκτός εκκλησίας πολύ δε περισσότερο όσοι την
αντιστρατεύονται και την πολεμούν. Είναι όμως εντελώς απαράδεκτο και αφύσικο,
οι συνειδητοί πιστοί που κατέχουν και ένα μορφωτικό επίπεδο και ιδίως οι
ποιμένες της Εκκλησίας να ισχυρίζονται ότι τα δόγματα δεν μπορούν να σταθούν στην προσπάθεια της ενότητος και
ότι δήθεν μειώνουν το Πνεύμα της αγάπης. Απόψεις και θεωρίες δηλ. που
αποδεικνύουν το ολιγότερον θεολογική ρηχότητα και ποιμαντική ανεπάρκεια.
Από την άλλη δε προξενεί
κατάπληξη το γεγονός πως για θέματα ήσσονος σημασίας, από τα ίδια αυτά τα
πρόσωπα, επιστρατεύονται όχι μόνο οι ιεροί κανόνες με όλες τις κανονιστικές
διατάξεις και παραγράφους, αλλά ακούονται και νέες ερμηνευτικές θεωρίες. Πριν
ολίγων μάλιστα ετών, ακούστηκε και γράφτηκε πως όταν κανείς λαμβάνει το
επισκοπικό αξίωμα, οτιδήποτε κι αν είχε διαπράξει έως της στιγμής εκείνης, όλα
παραγράφονται και ότι ο νέος δήθεν επίσκοπος εξέρχεται «ωσεί λευκή περιστερά».
Ακούοντας δε κανείς τις οθνείες και αλλοπρόσαλλες αυτές θεωρίες, δεν γνωρίζει
εάν πρέπει να γελάσει με την φαιδρότητα ή να κλάψει για το κατάντημα. Όντως, οι
πιστοί αδυνατούν να κατανοήσουν τέτοιου είδους «θεολογικές απόψεις»,
άλλωστε,... «ου πάντες πλειν ες Κόρινθον»...
Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε
παραδείγματα και να φωτογραφηθούν πρόσωπα, όλοι όσοι «παροικούμεν εν
Ιερουσαλήμ, οίδαμε τα γενόμενα εις μήκος μακρών του Κυρίου ενιαυτών».
Και το θεμελιώδες ερώτημα που
προβάλλεται, αναμένει την απάντησή του. Το περιεχόμενο της πίστεως και η
διατύπωσίς του, έχουν βασική και μάλιστα πρωταρχική σημασία για την καθημερινή
μας ζωή; Και κατ' επέκτασιν χρειάζονται να γίνουν τόσοι αγώνες για τα ζητήματα
τα οποία είναι πέραν της διανοητικής κατανοήσεως; Αλλά στο τελευταίο αυτό
ερώτημα, ευρίσκεται και το κλειδί της απαντήσεως.
Το ότι τα θέματα της πίστεως και
δη οι δογματικές αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεώς μας, δεν είναι το αρνητικό της
όλης υποθέσεως, αλλά το θετικό που μας βοηθά ώστε να δούμε το θέμα στη σωστή
του βάση.
Με δεδομένο λοιπόν ότι δεν
υφίσταται πράξη άνευ της θεωρίας, όπως είδαμε, ακόμα και στα πλέον πρακτικά
θέματα της καθημερινότητας, έτσι στην συνέχεια
βλέπουμε ότι η λογική, σε πλείστα όσα άλλα ταπεινώνεται και ο άνθρωπος
παραδέχεται ως πραγματικότητα, ως «δόγμα», κάτι που η λογική από μόνη της δεν
μπορεί να το ερμηνεύσει και να το παραδεχθεί. Και εάν αυτό ισχύει για την πλέον
θετική επιστήμη, τα μαθηματικά ας πούμε, με τα «θεωρήματα» που κατέχει, αλλά
ισχύει και σε τόσες άλλες πτυχές της επιστημονικής πραγματικότητας, γιατί
θεωρείται «παράλογο» εάν και η πίστις έχει τις δικές της αλήθειες; Το δε
θαυμαστό που δεν θέλουν να παραδεχθούν ορισμένοι ή ίσως να μη γνωρίζουν σωστά
τα πράγματα είναι τούτο. Ότι δηλ. οι Άγιοι που μας καθοδηγούν, έχοντας φθάσει
στον φωτισμό και στην θέωση, βιώνουν τις «θεωρητικές» αλήθειες, της πίστεως,
απολύτως εμπειρικά.
Έτσι λοιπόν από την αντικειμενική
σκοπιά θεώρησης της πραγματικότητας της Ορθοδόξου πίστεώς μας, το αναπόδεικτον
και «θεωρητικόν» το κατέχουν εν πολλοίς οι λεγόμενες θετικές επιστήμες με τα
δεδομένα των κανόνων τους, ως βάση για να προχωρήσουν περαιτέρω και να
αναπτυχθούν. Αντιθέτως, η πίστη μας εκ της εμπειρίας αποδεικνύεται ότι είναι η
πλέον «θετική» πραγματικότητα, αφού ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να δέχεται
όχι θεωρητικώς και νοησιαρχικώς, αλλά απολύτως εμπειρικώς και βιωματικώς την
αγάπη του Θεού μέσω των ακτίστων κοινών ενεργειών της Αγίας Τριάδας.
Το
δε χειρότερο, για όσους αρνούνται την πραγματική εμπειρία των Αγίων μας, και
θέτουν ως «αλάνθαστο κριτήριο» πάντων τον δικό τους νου και την δική τους
λογική, είναι τούτο. Ότι ο κλοιός της αμαρτίας συσφίγγει τον υπερήφανο νου του
ανθρώπου, με αποτέλεσμα αυτός να αδυνατεί να δεχθεί κάποια ισχυρότερη
πραγματικότητα από τον ίδιο τον εαυτό του. Τελικώς κάνει κέντρο του κόσμου τον
ίδιο του τον εαυτό. Δηλ. φθάνει στην χειρότερη μορφή τρέλας που είναι δυνατόν
να καταντήσει ο άνθρωπος. Δόξα όμως τω Θεώ, διότι δια της Ορθοδόξoυ και μόνο
πίστεως στον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, ο εγκλωβισμένος νους, διασπά τον
κλοιό, «εξέρχεται του τάφου» και έτσι ο άνθρωπος βλέπει, αντιμετωπίζει και ζει
την πραγματικότητα στις σωστές τις διαστάσεις και αντικειμενικά. Έτσι μόνο ο
άνθρωπος θα δει, θα γνωρίσει και θα βιώσει τον Ιησού!
Πόσο
όμορφα και ευλογημένα, περιγράφει αυτή την κατάσταση ο Όσιος Ιουστίνος
Πόποβιτς! “Η Α' Οικουμενική Σύνοδος ώρισε άπαξ δια παντός τον ρόλο του νου εις
την ερμηνείαν της Προσωπικότητας του Θεανθρώπου Χριστού: «ο ρόλος του είναι της
υπακοής. Εις τον Χριστιανισμόν οδηγεί η πίστις, ο δε νους οδηγείται. Η γνώσις
είναι καρπός της πίστεως της δι' αγάπης ενεργουμένης και εν ελπίδι
εργαζομένης»! ( Όσιος Ιουστ. Πόποβιτς Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).
Και αφού ξεκαθαρίσαμε το έδαφος
σχετικά με τα όρια και τις δυνατότητες του νου, που δια της απεγκλωβίσεως μέσω
της πίστεως, έχει την δυνατότητα του φωτισμού και άρα της εμπειρίας των Αγίων,
ας έλθουμε και πάλι στο ερώτημα: «Το δόγμα της Θεότητος του Χριστού που
κατεγράφει ως εμπειρία η οποία ανέκαθεν υφίστατο στην Εκκλησία, στη ζωή των
Αγίων και των απλοϊκών πιστών, τι έχει να κάνει με την καθημερινή ζωή;». Αλλά
είναι τόσο ξεκάθαρη η απάντηση, τόσο στο ερώτημα αυτό, όσο και σε άλλα συναφή
που τίθενται περί των επί μέρους δογματικών αληθειών της πίστεώς μας.
Εάν η εκκλησία ακολουθούσε την
διδασκαλία του Αρείου, ο οποίος εδίδασκε ότι ο Κύριός μας ήταν και Αυτός ένα
δημιούργημα του Θεού, τότε η Ευαγγελική Του διδασκαλία, δεν θα είχε μεγαλύτερη
βαρύτητα και περισσότερο κύρος από τις ηθικές συμβουλές ενός οποιουδήποτε
μεγάλου φιλοσόφου.
Γι' αυτό και όσοι επιχειρούν να
μελετήσουν, να ερευνήσουν και να αναλύσουν το Ι. Ευαγγέλιο, μέσω της
φιλοσοφικής τακτικής και δια του «δικτάτορος νου» και δη του εσκοτισμένου, και
όχι δια της «παιδικής αποδοχής και απλότητος» το μόνο που θα κατορθώσουν είναι το να απορρίπτουν την «Οδόν την Αλήθειαν και την Ζωήν» που είναι ο ίδιος ο Χριστός
(Ιωάν. ΙΔ΄6). Στην καλυτέρα δε των περιπτώσεων, θα φθάσουν να
στέκονται μπροστά σε κάποια φάσματα «φιλοσοφικής αληθείας», η οποία όμως όχι
μόνον δεν σώζει, αντιθέτως αναξέει τις υπαρξιακές πληγές και υποδαυλίζει τη
δίψα για Αλήθεια.
Επίσης, αν ο Κύριος Ιησούς δεν
είναι ο Θεάνθρωπος, ομοούσιος προς τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τότε δεν
διαφέρουμε από τους ειδωλολάτρες που προσεύχονται και λατρεύουν τα είδωλα.
Φυσικά και δεν είμαστε
ειδωλολάτρες αφού λατρεύουμε τον πραγματικό Θεό. Τον Υιόν και Λόγον του Πατρός.
Επομένως, οι 318 θεοφόροι Πατέρες
που συγκρότησαν στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικ. Σύνοδο, όχι μόνο εξέφρασαν αυτό
που ήδη βίωνε, βιώνει και φυσικά θα βιώνει η Εκκλησία μας, την Θεότητα δηλ. του
Χριστού και το Ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, καταρτίζοντας το πρώτο τμήμα του
Ιερού Συμβόλου της Πίστεώς μας. Όχι μόνο κατεδίκασαν τον Άρειο και την
δαιμονική του διδασκαλία, αλλά ρύθμισαν και
θέματα ζωτικής σημασίας, όπως τους όρους της εορτής του Πάσχα και εξέδωσαν είκοσι
Ιερούς κανόνες. Τέλος μας άφησαν την πολύτιμη παρακαταθήκη. Την Παρακαταθήκη
της ζωντανής Ορθοδόξου πίστεως όπως αυτή την κατέχει το Σώμα της Εκκλησίας μας
και συγκεκριμένα όπως την ζουν και την διδάσκουν οι Άγιοι.
Θα κλείσουμε με
αυτό. Ο αιρεσιάρχης Άρειος, δεν ξεκίνησε να διδάσκει την δαιμονική του
διδασκαλία εκτός, αλλά εντός Εκκλησίας, και έφθασε να συνταράξει ολόκληρο το
Σώμα του Χριστού και την Αυτοκρατορία του Μ. Κων/νου. Αυτό σημαίνει πως
χρειάζεται μεγίστη προσοχή, όχι μόνο στις διδασκαλίες που ακούγονται εκτός
Εκκλησίας, αλλά κυρίως στα ξένα και παράδοξα που κηρύσσονται εκ καθέδρας, και
μάλιστα από πρόσωπα υπεροχικά εντός Εκκλησίας. Όλες δε αυτές οι πλανεμένες και
κακόδοξες διδασκαλίες συνοψίζονται επί των πονηρών ημερών μας σε δύο τάσεις.
Πρώτον στον επάρατο οικουμενισμό και δεύτερον στον εξευτελισμένο
Νεονικολαϊτισμό...
Το θέμα όμως είναι,
οι «επόμενοι τοις θείοις Πατράσι» να αναλάβουν τις βαρύτατες ευθύνες που έχουν
ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ώστε να κηρυχθεί η σώζουσα αλήθεια, να καταδικαστεί
η πλάνη και έτσι να σώζονται όσο το δυνατόν περισσότερες ψυχές «υπέρ ων Χριστός
απέθανεν».
Είθε οι ευχές των
Αγίων Πατέρων και του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου που συνεκάλεσε την Α'
Οικουμ. Σύνοδο και προήδρευσεν αυτής, να σκεπάζουν πάντας ημάς, να ξεσκεπάζουν
και αποκαλύπτουν τους «βαρείς και λιμώδεις λύκους» που «εν δορά προβάτου»
κατεργάζονται την φθοράν του ποιμνίου, να ευλογούν όλους τους όπου γης Ορθοδόξους
αδελφούς και τέλος να σκεπάζουν και να προστατεύουν το ταλαίπωρον Έθνος μας.