Γυρεύοντας τον παππού …

Χαριστήριο αφιέρωμα μνήμης...

Κοιτώ, εδώ, στον τόσο γνώριμο και αγαπημένο χώρο του σπιτιού του, ψάχνοντας τον παππού μου. Και μερικές φορές έχω την ψευδαίσθηση πως τον βλέπω με τους σωματικούς οφθαλμούς μου. Λεπτό, με ρυτιδιασμένο πρόσωπο και άσπρα μαλλιά. Άλλες φορές νομίζω πως παρακολουθώ σε ταινία τις ατέλειωτες εκείνες ώρες, που συζητούσαμε και μου έλεγε ζουμερά κι ωφέλιμα πράγματα. Τις κουβέντες του, που ήταν μοναδικές, πόσο τις στερούμαι… Τα μάτια βουρκώνουν και δεν έχω κουράγιο να θυμάμαι τη μορφή του, να αναλογίζομαι τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές του, όταν μου έσφιγγε το χέρι και με κοίταζε στοργικά στα μάτια. Άκουγα με
προσοχή τις ώριμες σκέψεις του, δεχόμουν ακίνητος την αυστηρή κριτική του, ένιωθα την ευαισθησία του, με συνάρπαζε το φωτεινό βλέμμα του, που με αχόρταγο πάθος έκλεβε ζωή μέχρι λίγο πριν ξεψυχήσει. Θαύμαζα τη δύναμή του. Την ειλικρίνειά του. Την ευθύτητά του. Την τιμιότητά του. Τον τρόπο, που αντιμετώπιζε τη ζωή και τους ανθρώπους. Την απλότητά του. Τη λεβεντιά του.

Άφησε μεγάλο κενό ο παππούς. Αλήθεια το λέω. Όμως, αντλώ δύναμη κάθε φορά, που τον σκέπτομαι… Και τον σκέπτομαι αμέτρητες φορές. Δεν ξέρω, πραγματικά, αν άξιζα τόσο το να τον έχω παππού, όσο και την υπερβολική αγάπη του.

Είμαι βέβαιος, ωστόσο, πως με στιγμάτισαν οι ώρες, που μοιράστηκα μαζί του. Άσκησε επιρροή πάνω μου… Ποτέ δεν έδειξα πόσο τον αγαπούσα. Όμως, από εκεί ψηλά, που βρίσκεται και με κοιτάζει, πιστεύω ότι έχει καταλάβει πλέον τα αισθήματά μου.

Κάθε φορά, που τον χρειάζομαι, γνωρίζω ότι τον έχω δίπλα μου και με προστατεύει. Τον κουβαλώ συνέχεια στην ψυχή μου ως παντοτινή και ακριβή κληρονομιά μου.

Κοιτώντας τις φωτογραφίες του, διατρέχω με συγκίνηση την μακρά, κοπιώδη κι έντονη ζωή του και συνειδητοποιώ πως ο βίος ο θνητός είναι μια προετοιμασία για το μοιραίο, αναπόφευκτο και αναγκαίο τέλος.

Είχε κάνει διάφορες δουλειές (ράπτης, μάγειρας, γεωργός, κτηνοτρόφος) και σ’ όλες ήταν υποδειγματικός. Η εξυπνάδα του, η ετυμολογία του και η ικανότητά του να δημιουργεί πράγματα χρήσιμα και αισθητικά ωραία, τον έκαναν έναν από τους πιο αξιοσέβαστους άντρες της περιοχής.

Παρατηρώντας τον στις συναναστροφές του, διαπίστωσα ότι η τακτική του και η τεχνική του ήταν να ακούει όταν μιλούσαν οι άλλοι, λέγοντας κάπου κάπου και μια φράση, και όταν όλοι θα είχαν πει τη γνώμη τους, κατέπληττε με μια δική του χαριστική βολή.

Στο κοιμητήριο αναπαύεται ο παππούς. Ήσυχος, σιωπηλός μου δίνει συμβουλές, όταν προστρέχω στο κιβούρι του. Τόσα χρόνια τώρα κοιμάται ήρεμος και ήμερος.  Και, όμως, χθες ήταν που μου συμπαραστεκόταν, που μου χαμογελούσε, που μου μιλούσε. Χθες ήταν που… Άσβηστη η μνήμη του παππού, λιτό το μνήμα του, αθόρυβος ο περίγυρος. Ξαφνικά ξεσπά σαν βροντή η φωνή του στην πονεμένη μου καρδιά: «Είμαι κοντά σου…». Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ παππού… Θα σε θυμάμαι πάντα…