Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Όσοι
ζούμε στην εποχή της χάριτος και μάλιστα όσοι αποτελούμε συνειδητά μέλη της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, μάλλον δυσκολευόμαστε να εννοήσουμε την δίψα της αληθινής
λατρείας του Θεού που είχαν οι άνθρωποι, σε παγκόσμια κλίμακα, προ της
Ενανθρωπήσεως, και φυσικά συνεχίζουν να έχουν όσοι δεν γνώρισαν ακόμα τον
αληθινό Θεό. Εάν δε ρίξουμε
μια ματιά στην
παγκόσμια Ιστορίατου ανθρώπου, θα διαπιστώσουμε ότι η θρησκειολογική επιστήμη έχει καταγράψει
πάρα πολλές εκφράσεις της δίψας αυτής. Εκφράσεις από θρησκευτική απλοϊκότητα
έως και καταστάσεις τραγικές που αποκαλύπτουν ανθρωποθυσίες για να εξευμενίσουν
δήθεν την θεότητα. Ομολογουμένως, θα συνέχιζαν οι πλάνες και οι φρικαλεότητες
αυτές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης εάν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος δεν
μας αποκάλυπτε, μέσω της Σαμαρείτιδος, ότι «Πνεύμα
ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν»
(Ιωάννου Δ' 24). Ότι δηλ. ο Θεός είναι Πνεύμα, γι' αυτό και δεν
περιορίζεται σε τόπους. Κι εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν
με τις εσωτερικές πνευματικές τους δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του
νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και
από την άποψη αυτή οφείλουμε να δοξολογούμε συνεχώς τον Τριαδικό Θεό που μας
αποκάλυψε την μεγάλη του αλήθεια.
Αλλ' ας εμβαθύνουμε λίγο και στα
λόγια αυτά του Κυρίου.
Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι «Πνεύμα», τί εννοούμε; Γνωρίζουμε άραγε εμείς οι
άνθρωποι την ουσία Του; Ούτε γλώσσα, ούτε πέννα, ούτε κάτι τι από την κτιστή
δημιουργία του Θεού, ακόμα και αυτά τα τάγματα των Αγγέλων, είναι δυνατόν να
προσεγγίσουν, να εννοήσουν και να περιγράψουν την ουσία του Θεού..
«Άπειρον το θείον και ακατάληπτον. Τούτο μόνον καταληπτόν, ή
απειρία και η ακαταληψία»,
διδάσκει επί του θέματος αυτού ο μέγας δογματικός Πατήρ, ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός, εκφράζοντας στο σημείο αυτό την διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Αλλά τι λέμε περί της γνώσεως της
ουσίας του Θεού, όταν αγνοούμε την βαθυτέρα ουσία και δύναμη αυτής της ύλης; Αν
ο υλικός και φυσικός κόσμος είναι τόσο ακατάληπτος, πόσο μάλλον δεν μπορεί να
γίνεται λόγος περί της ουσίας του Θεού! Και ας προσθέσουμε και τούτο. Αν
μπορούσαμε να τον κατανοήσουμε εξ' ολοκλήρου, δεν θα ήταν Θεός. «Θεός, που τον καταλαβαίνουμε – κηρύσσει ο Μ. Αθανάσιος –
δεν είναι Θεός. Αφού δεν μπορούμε να εννοήσουμε ούτε τους αγγέλους, ούτε τις
ψυχές μας, που είναι κτίσματα, πώς είναι δυνατόν να εννοήσουμε τον κτίστη και
δημιουργό τους;».
Αυτό που γνωρίζουμε είναι οι
ενέργειες του Θεού, οι οποίες είναι κοινές και για τα τρία Πρόσωπα της
Θεότητος. Και εννοείται, πως αυτά που αγνοούμε είναι πολύ περισσότερα αυτών που
γνωρίζουμε. Πάντως γνωρίζουμε, μας έχει αποκαλύψει ο ίδιος ο Θεός δια του
κηρύγματος εκείνα που πρέπει να γνωρίζουμε ώστε να τον δοξάζουμε, να τον
λατρεύουμε και να εργαζόμαστε ως μέλη του Σώματός Του, για να σωθούμε.
Η λέξη «Πνεύμα», δεν
μας φανερώνει τι είναι. Μας φανερώνει τι δεν είναι. Ότι δηλ. Ο Θεός δεν είναι ύλη.
Δεν έχει σώμα υλικό όπως οι άνθρωποι. Δεν έχει υλικές ανάγκες και δεν υπόκειται
στους φυσικούς νόμους, οι οποίοι κυριαρχούν στον υλικό μας κόσμο. Φυσικά, πνεύμα είναι και η ανθρώπινη ψυχή,
όπως επίσης είναι και τα τάγματα των Αγγέλων. Ασώματοι και άυλοι, όπως
γνωρίζουμε οι Άγγελοι. Αλλά και τόσο εμείς ως ψυχές, όσο και οι Άγγελοι,
είμαστε δημιουργημένοι από τον Θεό. Κάποτε δεν υπήρχαμε, όπως κάποτε δεν
υφίστατο και ο Αγγελικός κόσμος. Και βεβαίως τα δημιουργήματα έχουν
περιορισμένα προσόντα εν αντιθέσει προς τον Άναρχο και Ατελεύτητο Θεό, ο οποίος
είναι Πνεύμα απόλυτα τέλειο. Διαθέτει αφ' εαυτού του αναρίθμητες τελειότητες
και σε άπειρο βαθμό. (Φυσικά ομιλούμε εντελώς ανθρωπομορφικά και μέσα από τις
δικές μας κτιστές δυνατότητες).
Θετικώς τώρα αν μιλήσουμε,
μπορούμε να πούμε ότι ο Τριαδικός Θεός είναι αιώνιος, παντοδύναμος,
αναλλοίωτος, πανταχού παρών, παντογνώστης, πάνσοφος, άγιος, δίκαιος, πανάγαθος,
γεμάτος πατρική άπειρη αγάπη για τα πλάσματά Του και ιδίως για την κορωνίδα της
όλης δημιουργίας, τον άνθρωπο! Αλλά και όλες αυτές τις ιδιότητες του Θεού που
γνωρίζουμε, είναι αδύνατον να τις εννοήσουμε σε όλο το βάθος και πλάτος που
υφίστανται μέσα στην ίδια την Θεότητα. Αυτός δε είναι και ο λόγος που όσο
περισσότερο οι Άγιοι προσεγγίζουν την Αγάπη του Θεού που αποτελεί την υψηλότερη
ιδιότητά του, τόσο και περισσότερο όπως τα ουράνια πνεύματα, δοξολογούν τον Θεό
δια Ιησού Χριστού. Βεβαίως, εάν μέναμε μέχρι αυτού του σημείου θα γνωρίζαμε
μεγάλες αλήθειες περί του Θεού, δεν θα ήταν όμως κατορθωτή η σωτηρία μας που
μας εχαρίσθη δια της Απολυτρωτικής θυσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Η Σαμαρείτις στον μοναδικό εκείνο
διάλογο μεταξύ των άλλων είπε: «οι πατέρες μας
προσκύνησαν και λάτρευσαν τον Θεό στο όρος τούτο, το Γαριζείν. Σεις όμως οι
Ιουδαίοι λέτε ότι η Ιερουσαλήμ είναι ο Ιερός τόπος που πρέπει να λατρεύουμε τον
Θεό». Και με το λόγο αυτό φανερώνει ένα βαθύτατο και υπαρξιακό
ερωτηματικό που υπήρχε στην καρδιά του κάθε απογόνου του Αβραάμ αλλά και
γενικώτερα του κάθε ανθρώπου για το πώς μπορεί να λατρεύει και να επικοινωνεί
σωστά με τον Θεό. Φυσικά ο Κύριος που στις ειλικρινείς ερωτήσεις τις οποίες
έθεταν οι καλοδιάθετες ψυχές απαντούσε, έτσι και τώρα μέσω της Σαμαρείτιδος
δίνει σε όλο το γένος των ανθρώπων την απάντηση «ούτε
το Γαριζείν, ούτε η Ιερουσαλήμ είναι ο μοναδικός τόπος, στον οποίον πρέπει να
λατρεύεται ο Θεός». Και με δεδομένο ότι ο Χριστός είναι ο
Ενανθρωπήσας Θεός, ο Υιός και Λόγος του Θεού που εμφανιζόταν, συνομιλούσε και
αποκάλυπτε στους Προφήτες και Δικαίους της Π. Διαθήκης, με δεδομένη την διδασκαλία
την Εκκλησίας που πιστοποιεί την αλήθεια των Γραφών και με την εμπειρία των
Αγίων, γνωρίζοντας ότι «εν αυτώ κατοικεί παν το
πλήρωμα της Θεότητος Σωματικώς» (Κολασ. Β' 9), βιώνουμε την λατρεία
του Θεού που προσφέρεται όχι μόνο σε κάποιον τόπο, όπως ώριζε ο μωσαϊκός Νόμος
στην προχριστιανική εποχή. Τώρα «εν παντί τόπω της
δεσποτείας αυτού» (Ψαλμ. ΡΒ' 22) ευλογούμε και λατρεύουμε τον
Τριαδικό Θεό και τον Θεάνθρωπο Κύριον Ιησού Χριστό!
Φυσικά, υφίσταται και ο Ιερός
χώρος του Ναού με το καθιερωμένο Ιερό θυσιαστήριο αποκλειστικά και μόνο για την
λατρεία του Θεού. Όπου δε θυσιαστήριο, εκεί και Ιερωσύνη! Δόξα τω Θεώ! Υπάρχουν
οι Ιερές Μονές μέχρι και τα απομακρυσμένα και άγνωστα στους πολλούς ασκητήρια
που μέσα στις σχισμές των βράχων λειτουργείται «ο
προσφέρων και προσφερόμενος». Υψώνονται μεγαλοπρεπείς Ναοί εν μέσω
των πόλεων, αναρίθμητα ταπεινά εξωκκλήσια της υπαίθρου διακοσμούν την Πατρίδα
μας, μα και ολόκληρο τον κόσμο, που ποιος μπορεί να γνωρίζει τι απλοϊκές
λειτουργίες και ταπεινές ακολουθίες θα έχουν αναπέμψει οι πιστοί προς λατρεία
του Θεού και τιμή της Κυρίας Θεοτόκου
και πάντων των Αγίω! Ποιος μπορεί να συλλάβει με το νου του τι σταλαγμούς
μετανοίας και τι δάκρυα ευχαριστίας δέχθηκαν τα χορταριασμένα δρομάκια που
οδηγούν στις βίγλες της πίστεως και πόσο ποτίστηκαν από λυγμούς οι πλάκες των
Βυζαντινών μας Ναών....
Ναι. Ο Ναός, οι
Ενορίες, τα κέντρα της Πίστεως οι Ιερές μας δηλ. Μονές, αποτελούν το κέντρο της
Ζωής μας με όλη την έκταση, το βάθος και το ύψος της Ορθοδοξίας και της
Ορθοπραξίας μας. Και θα τονίσει «φίλος γνήσιος της Θεοτόκου», ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. «΄Όπως σε όλα τα πελάγη τις
θάλασσες και τους Ωκεανούς ο Δημιουργός, τοποθέτησε τα λιμάνια για να
προσορμούν τα πλοία και να ανεφοδιάζονται οι ναυτικοί και οι ταξιδιώτες, έτσι
και εδώ η αγάπη του Θεού, σε κάθε τόπο που κατοικείται, έχει θέσει τα Ιερά
θυσιαστήρια και τους ανθρώπους του ώστε να διακονούν τους πιστούς και να προσφέρουν την πραγματική
λατρεία στον Μοναδικό Θεό και να κοινωνούν οι πιστοί του Δεσποτικού Σώματος και
Αίματος»!
Μέσα λοιπόν στους
Ιερούς μας Ναούς, αλλά και κάθε ώρα και στιγμή, όταν ζούμε την πανταχού
παρουσία του Κυρίου, βιώνουμε την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία.
Χρειάζεται άραγε να
τονίσουμε ότι κυρίως την ώρα της λατρείας, ο νους και η καρδιά, πρέπει να είναι
απερίσπαστοι από «πάσαν βιοτικήν μέριμναν», και να βρίσκονται αφοσιωμένοι στα
τελούμενα; Εκεί δηλ. που δεν τολμούν ούτε αυτοί οι Άγγελοι να ατενίσουν;
Και ας μη λησμονούμε
ποτέ, ότι τελικώς η στάση μας έναντι της θείας λατρείας, αποτελεί και το κριτήριο για το επίπεδο της πνευματικής μας
ζωής.