Του Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης Ανδρέου
Μόλις πού ξημέρωνε στήν Ἱερουσαλήμ, στήν προφητοκτόνο
πόλη. Μέσα στό μισοσκόταδο τοῦ
πρωϊνοῦ τῆς Κυριακῆς – « λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων » ( Μάρκ. ιστ΄ 2 ) – μερικές γυναικεῖες μορφές διασχίζουν ἀθόρυβα τούς δρόμους. Σέ λίγο,
περνᾶνε τά τείχη κι’ ἀνηφορίζουν πρός τόν Γολγοθᾶ,τόν
μέχρι τότε ἀσήμαντο
λόφο, πού ὅμως
ἔμελλε νά γίνη πιό ψηλός καί ἀπό τά Ἰμαλάϊα. Γιατί ἐκεῖ, πρίν ἀπό τρεῖς ἡμέρες
εἶχε παιχθῆ τό Θεῖο Δρᾶμα : Ἡ Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά
καί γιατί « ἦν
ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη ( ὁ Κύριος ) κῆπος , καί ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ὧ
οὐδέπω οὐδείς ἐτέθη », ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής
Ἰωάννης ( Ἰωάν. ιθ΄ 41). Δηλαδή, κοντά στόν
τόπο τῆς σταυρώσεως ὑπῆρχε ἕνας κῆπος καί μέσα στόν κῆπο, πού
ἀνῆκε στόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας, ὑπῆρχε ἕνας καινούργιος τάφος στόν ὁποῖο, μέχρι τότε, κανένας δέν εἶχε ἐνταφιασθῆ. Σ’ αὐτό , λοιπόν, τό μνημεῖο, βιαστικά, ἐνταφίασαν τόν Ἰησοῦ, ἐπειδή ἦταν κοντά, ἀλλά καί ἐπειδή σέ λίγο θά ξημέρωνε ἡ ἑορτή τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα (Ἰωάν. ιθ΄ 42).
ἀνῆκε στόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας, ὑπῆρχε ἕνας καινούργιος τάφος στόν ὁποῖο, μέχρι τότε, κανένας δέν εἶχε ἐνταφιασθῆ. Σ’ αὐτό , λοιπόν, τό μνημεῖο, βιαστικά, ἐνταφίασαν τόν Ἰησοῦ, ἐπειδή ἦταν κοντά, ἀλλά καί ἐπειδή σέ λίγο θά ξημέρωνε ἡ ἑορτή τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα (Ἰωάν. ιθ΄ 42).
-Β-
Οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες πού εἶχαν ἀκολουθήσει τόν Ἰησοῦ ἀπό
τήν Γαλιλαία μέχρι τόν Γολγοθᾶ, « ἐθεάσαντο τό μνημεῖον καί ὡς ἐτέθη
τό σῶμα αὐτοῦ » (Λουκᾶ κγ΄ 55). Ἐπεσήμαναν προσεκτικά τόν χῶρο τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου. Κι’ ὅταν ἐγύρισαν στήν πόλη ἑτοίμασαν ἀρώματα γιά ν’ ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Διδασκάλου, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐκείνη τήν ἐποχή. Ἐπειδή, ὅμως, τήν ἄλλη ἡμέρα (τοῦ Σαββάτου) ἦταν τό ἑβραϊκό πάσχα, ἔμειναν κλεισμένες στό σπίτι, ἐπειδή τό Σάββατο ἦταν ἡμέρα ἀργίας. Ἀλλά τήν ἄλλη ἡμέρα, ξημερώματα, ἐξεκίνησαν νά πᾶνε στόν Γολγοθᾶ γιά νά ἐπιτελέσουν τό ἱερό τους ἔργο πρός τόν νεκρό (ὅπως πίστευαν) Διδάσκαλό τους. Δέν
τίς ἐφόβιζε τό πρωϊνό μισοσκόταδο, οὔτε ἡ ἐρημιά
τῶν δρόμων. Ἕνα μόνο πρόβλημα
τίς ἀπασχολεῖ : «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου ; » Ποιός θά παραμερίση τήν μεγάλη καί
βαρειά πέτρα πού
ἔφραζε τήν εἴσοδο τοῦ τάφου ; Αὐτό ἔβλεπαν σάν τό μοναδικό ἐμπόδιο, γιατί ἀγνοοῦσαν ὅτι στόν τάφο εἶχε τοποθετηθῆ στρατιωτική φρουρά, ἐπειδή οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς ἐφοβοῦντο μήπως οἱ μαθητές κλέψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί διαδώσουν κατόπιν ὅτι ἀναστήθηκε (Μάτθ. κζ΄ 62-66).
-Γ-
Μέ αὐτόν, λοιπόν, τόν προβληματισμό συνέχισαν τήν
πορεία τους. Ἀλλά
ὅταν ἔφθασαν στόν Γολγοθᾶ καί στόν τόπο
τῆς ταφῆς ἀντίκρυσαν ἕνα θαυμαστό θέαμα : « Θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα » (Μάρκ. ιστ΄4). Βλέπουν
ὅτι ὁ λίθος, καί ἀρκετά μεγάλος λίθος, εἶχε ἀποτραβηχτῆ, ἀφήνοντας
ἐλεύθερη τήν εἴσοδο στόν τάφο. Οὔτε, ὅμως, καί ἡ στρατιωτική φρουρά ἦταν ἐκεῖ διότι λίγο προτοῦ φθάσουν οἱ Μυροφόρες « σεισμός ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ προσελθών ἀπεκύλισε
τόν λίθον ἀπό
τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ… Ἀπό
δέ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν
οἱ τηροῦντες καί ἐγένοντο ὡσεί νεκροί » ( Ματθ. κη΄ 2,4). Ἔγινε ἰσχυρός σεισμός · διότι ἕνας ἄγγελος πού κατέβηκε ἀπό τόν Οὐρανό παραμέρισε τόν λίθο ἀπό τήν θύρα καί κάθησε ἐπάνω του. Οἱ στρατιῶτες δέ τρομοκρατήθηκαν τόσο, ὥστε ἔπεσαν κάτω σάν πεθαμένοι. Ὅταν συνῆλθαν ἔτρεξαν στούς ἀρχιερεῖς καί ἀνακοίνωσαν τά διατρέξαντα. Κι’ ἐκεῖνοι, ἀθεόφοβοι ὅπως ἦσαν, τούς δωροδόκησαν καί τούς συμβούλεψαν νά
διαδώσουν ὅτι
τήν ὥρα πού κοιμόντουσαν, οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ ἔκλεψαν
τό σῶμα του. Ἦταν τό πρῶτο ψέμα καί ἡ πρώτη συκοφαντία ἐνάντια στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
-Δ-
Καί ἀκριβῶς αὐτήν τήν Ἀνάσταση ἔσπευσαν οἱ εὐσεβεῖς Μυροφόρες νά ἀναγγείλουν στούς Ἀποστόλους, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού ἔλαβαν ἀπό τόν Ἄγγελο μέσα στό Μνημεῖο. Βέβαια, στήν ἀρχή οἱ Ἀπόστολοι ἐφάνηκαν δύσπιστοι στίς πληροφορίες τῶν γυναικῶν : « Ἐφάνησαν ὡσεί λῆρος τά ρήματα αὐτῶν,
καί ἠπίστουν αὐταῖς » (Λουκᾶ κδ΄11) , μᾶς πληροφορεῖ ὁ
Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Γυναικεῖες ἀνόητες φλυαρίες. Ἔτσι ἐνόμιζαν. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις Του τούς ἔπεισε ἀκράδαντα ὅτι ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν. Καί σ’ αὐτό τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐθεμελίωσαν
τό κήρυγμά τους πρός τούς Ἰουδαίους
καί τούς εἰδωλολάτρες
τονίζοντας ὅτι,
« εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται,
κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν
» (Α΄ Κορ. ιε΄ 14). Ἄν, δηλαδή, ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, εἶναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο
καί χωρίς νόημα τό κήρυγμά μας, ἀλλά καί ἡ πίστη σας εἶναι κούφια καί χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο, ἀφοῦ τό κήρυγμά μας καί ἡ πίστη σας ἔχει
θεμέλιο καί βάση τήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ.
-Ε-
Ναί, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι
τό ἀτράνταχτο θεμέλιο τῆς Πίστης μας
καί τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, πού τά ὅποια ἐμπόδια τά παραμερίζει καί γεμίζει ἐλπίδα καί θάρρος τίς ψυχές. Αὐτή τήν ἐλπίδα καί αὐτό τό θάρρος τό ἔχουμε, ἰδιαίτερα σήμερα, στούς πολύ
δύσκολους καιρούς μας,
ἀνάγκη, καί μεγάλη μάλιστα. Γι’ αὐτό νά στηριζώμαστε ὁλόψυχα στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ,νά ζοῦμε μέ μετάνοια καί πνευματική
ζωή. Καί οἱ
καλές ἡμέρες θά ξανάλθουν, καί ἡ Ἑλλάδα μας θά στέλνῃ παντοῦ τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα : ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ ! Χρόνια πολλά, ἅγια, ἀναστάσιμα σέ ὅλους.
Διάπυρος εὐχέτης
ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Α
Ν Δ Ρ Ε Α Σ