Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Το
θεμέλιο όλης της πνευματικής ζωής και η βάση του Ευαγγελικού οικοδομήματος,
όπως αυτό κηρύσσεται και βιώνεται από
τους Αγίους της Εκκλησίας μας, είναι η Πίστις. Χωρίς την πίστη, είναι αδύνατον ο
άνθρωπος να αισθανθεί τον Θεό και να εφαρμόσει τις εντολές του. “Χωρίς δε
πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι...”. (Εβρ. ΙΑ', 6). Άνευ της πίστεως ο
άνθρωπος παραμένει κενός
και αδύναμος μπροστά και στη μικρότερη δυσκολία της ζωής. Και αυτή την πραγματικότητα την τονίζει ο ίδιος ο Κύριος στον ταλαίπωρο εκείνο Πατέρα που Του ζητά να θεραπευθεί το παιδί του. “Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι”.
και αδύναμος μπροστά και στη μικρότερη δυσκολία της ζωής. Και αυτή την πραγματικότητα την τονίζει ο ίδιος ο Κύριος στον ταλαίπωρο εκείνο Πατέρα που Του ζητά να θεραπευθεί το παιδί του. “Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι”.
Βεβαίως, ο λόγος αυτός του Κυρίου
έχει γενικό χαρακτήρα και αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όλων των αιώνων
και όλων των καταστάσεων και των επιπέδων. Τούτο δε, διότι είναι έμφυτη. Η ψυχή
του ανθρώπου, θα σημειώσει ο Τερτυλιανός, είναι εκ φύσεως όχι απλώς θρησκευτική
αλλά και Χριστιανική.
Είναι ένα από τα πολυτιμότερα δώρα
του Θεού χωρίς το οποίο είναι αδύνατον να υπάρξει φυσιολογική ζωή κατ' αρχάς
και στη συνέχεια να βιώσει ο άνθρωπος καταστάσεις της Χάριτος.
Επειδή λοιπόν είναι τόσο σπουδαίο
και εκ των ων ουκ άνευ η Πίστις που πρέπει να έχει και να καλλιεργεί ο
άνθρωπος, στη συνέχεια θα δούμε κάποιες πτυχές του όλου θέματος.
Χρειάζεται άραγε να σημειώσουμε
ότι στη ζωή μας θα έλθουν ανυπερθέτως και ημέρες κρίσιμες; Ημέρες δηλ. κατά τις
οποίες θα αισθανθούμε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μας, και να βιώνουμε σε
κάποιο βαθμό την οδύνη και ίσως τον πανικό που ζούσε ο τραγικός πατέρας της
Ευαγγελικής περικοπής; Όποιος νομίζει το αντίθετο φαίνεται ότι πετάει στα
σύννεφα. Σε αυτές ακριβώς τις στιγμές μας χρειάζεται η δύναμη της υπομονής.
Αλλά πώς να υπάρχει υπομονή εάν απουσιάζει η πίστις; Πώς θα γεννηθεί η θυγατέρα
εάν δεν υπάρχει καν η μητέρα; Και πως θ' ανθίσει το μπουμπούκι και θα δέσει ο
καρπός όταν η ρίζα έχει καταντήσει σκωληκόβρωτος;
Και από την ευλογημένη υπομονή να
περάσουμε σε ένα άλλο πολύτιμο έως σπάνιο δώρο που χαρίζει η πίστις, η ζωντανή
και ακμαία στην “εικόνα του Θεού”, το δώρο που ονομάζεται “ηρεμία συνειδήσεως”.
Ω, αυτή η ηρεμία της συνειδήσεως... Και μόνο ο απόηχος του ακούσματός της,
διαπερνά το είναι μας και μας μεταφέρει το νου σε παιδικές αναμνήσεις αθωότητος
και σε παραδεισένιες ανταύγειες απολύτου καρδιακής γαλήνης της χάριτος.
Ναι, δώρο της πίστεως και η
ηρεμία της συνειδήσεως που συνδυάζεται με μια βαθιά εσωτερική χαρά.
Μια χαρά που ουδεμία σχέση έχει
με την χαρά του κόσμου, που εάν θέλουμε να κυριολεκτούμε, θα έπρεπε να παύσουμε
να μολύνουμε το περιεχόμενο του όρου και αντί
χαρά να ονομάζεται “αρά”. Κατάρα είναι φίλοι μου, άγχος, αγωνία και
μαύρη απελπισία η χαρά του μακράν του Θεού κόσμου και όχι γνήσια και αγνή χαρά
και ευτυχία. Και τούτο διότι απουσιάζει και εδώ η Βάσις της πίστεως. Ας μη
ξεγελιούνται λοιπόν οι νέοι μας από την απατηλότητα της στιλπνής επιφανείας. Ας
μην μένουν οι άνθρωποι στην κρούστα, λίγα μόλις χιλιοστά πιο κάτω αγγίζει
κανείς τους πάγους της θλίψεως και έρχεται αντιμέτωπος με την απαίσια μορφή της
απιστίας και διασταυρώνεται με τη δύσμορφη και κακόγουστη ολιγοπιστία. Και πώς
μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά, αφού, ειρήνη συνειδήσεως και καρδιακή ευτυχία,
μακρυά από τον Θεό, όσο κι αν ψάξει κανείς, είναι αδύνατον ν' ανακαλύψει.
Αλλά η πίστις, (όχι μια κάποια
πίστις σε κάποια άγνωστη και απρόσωπη ανωτέρα δύναμη), η Ορθόδοξη Χριστιανική
μας πίστη που καλλιεργεί την προσωπική συνάντηση και το μοναδικό βίωμα με τον
Κύριο, η πίστις λοιπόν αυτή, προσφέρει
στον άνθρωπο και ένα άλλο ανεκτίμητο δώρο. Ένα δώρο που όσο κι αν ψάξει
κανείς, πουθενά αλλού δεν θα το συναντήσει. Και αυτό δεν είναι παρά η
παρηγοριά. Η όμορφη και γλυκιά θαλπωρή της καρδιάς που ονομάζεται παρηγοριά
στις παγερές ημέρες των θλίψεων και στους νυχτερινούς φόβους της απελπισίας. Η
οδός της πίστεως στην οποία μας ποδηγετούν οι φίλοι του Ιησού, οι φίλοι οι
ιδικοί μας, οι Άγιοι, ναι αυτή η οδοός είναι που έχει τα ασφαλή πανδοχεία της
εν Χριστώ παρηγορίας. Μέσα σ' αυτήν και μόνο την αγία ατμόσφαιρα θα μπορέσει η
ύπαρξις να ακουμπήσει, να εναποθέσει το αίμα της καρδιάς, το δάκρυ δηλ. και ως
ανταπόδοση να λάβει τον λόγο του πνεύματος “πάσαν
χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις” (Ιακωβ. Α'
3).
Και αναμφιβόλως, μόνο η δύναμη
της πίστεως σχηματίζει το μεγάλο απόθεμα και συμπληρώνει το κεφάλαιο της
χάριτος την εποχή κατά την οποία όλα είναι εύκολα και όμορφα. Αποτέλεσμα; Όταν
έρχεται η “συστολή της Χάριτος” με τις όποιες δυσκολίες και “σχοινοβασίες”,
όταν δηλ. κανείς γίνεται “βαρύς και βλεπόμενος” να συνεχίζει εν υπομονή την
μαρτυρική πορεία και να παρηγορείται με τους τόκους του πνευματικού
κεφαλαίου...
Όλα όμως αυτά που είδαμε
προϋποθέτουν ακράδαντη πίστη. Απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κύριο Ιησού. Αυτό δηλ.
το οποίο δεν είχε ο Πατέρας της παραβολής και εκείνο το οποίο έλαβαν στον
απόλυτο βαθμό οι Μαθητές που έγιναν Απόστολοι κατά την μοναδική εκείνη ημέρα
της Πεντηκοστής. Φυσικά, αυτή ήταν η αιτία για την οποία οι Μαθητές “ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι” (Ματθ. ΙΖ' 16).
Αποκαλύπτει την αιτία ο Ίδιος ο
Κύριος όταν μετά την θεραπεία εδέχθη την ερώτηση των μαθητών. Ο Ευαγγελιστής
Ματθαίος κατά τρόπο ρεαλιστικό περιγράφει αυτόν τον δραματικό διάλογο “Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ' ιδίαν είπον,
διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς, διά την
απιστίαν υμών...” (Ματθ. ΙΖ' 19-20).
Αλλ' εάν είχαν κάποια
δικαιολογία οι μαθητές, και φυσικά
είχαν, μπορούμε εμείς σήμερα να ζητούμε επιείκεια για τη δική μας ολιγοπιστία;
Και μπορούμε εμείς σήμερα που γνωρίζουμε και έχουμε ζήσει καταστάσεις της
πίστεως, που έχουμε διδαχθεί τόσα και τόσα περί του Θεανθρώπου και της
αυθεντίας και δυνάμεως της Εκκλησίας μας, είναι δυνατόν να έχουμε κάποια, έστω
και την μικρότερη δικαιολογία προς απολογίαν; Τι να πει τώρα κανείς και για την
απιστία που κομπορρημονεί για το κατάντημα και το ψυχικό της καρκίνωμα; Τούτο
μόνο τονίζουμε. Όποιος μολυνθεί από τον ιόν της απιστίας, παύει να είναι ένας
ακέραιος και νορμάλ άνθρωπος, παρά τα άλλα του προσόντα, αφού κατά τον Πασκάλ,
η αθεΐα αποτελεί νόσον του εγκεφάλου.
Φαίνεται όμως πως κάποιοι
επιζητούν το να φωτογραφίζονται στον Βιβλικό στίχο και έτσι ακούς την θρηνώδη
φωνή του ψαλμωδού να τους πλέκει της απιστίας το μοιρολόγι: “Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού· ουκ έστι Θεός” (Ψαλκ. ΙΓ'
1).
Τι κρίμα! Οι ταλαίπωροι αυτοί
“ελεύθεροι σκλάβοι”. Αντί η καρδιά τους να είναι λειμώνας με όλους τους καρπούς της πίστεως και τα άνθη
των αρετών, με την “πίστη στην απιστία τους”, επιτρέπουν στο δαιμονικό δρεπάνι
της απαίσιας απιστίας και της θανατηφόρου αποστασίας, να θερίζει σύρριζα
οτιδήποτε πάει να χαμογελάσει και να βλαστήσει...
Ας απομακρυνθούμε πάραυτα από το
τρομακτικό και μολυσμένο αυτό έδαφος των συνειδησιακών ταραχών και συγκρούσεων,
των καρδιακών μολύνσεων και της υπαρξιακής λυματολάσπης. Η ατμόσφαιρα είναι
αποπνικτική και ο χώρος κατάλληλος μόνο για τα δαιμόνια που έφυγαν από την
νεανική ύπαρξη της Ευαγγελικής περικοπής.
Φίλοι μου, επιτρέπει
κάποιες φορές η αγάπη του Τριαδικού Θεού, τόσο μέσα από δικές μας περιπέτειες,
όσο και από τις ποικίλες ταλαιπωρίες των άλλων ανθρώπων, να εκτιμήσουμε ό,τι
υψηλότερο και αγιότερο είναι δυνατόν να βλαστήσει στο κέντρο της πνευματικής
μας καρδιάς. Να βλαστήσει ο σπόρος της πίστεως και να φτάσει να γίνει δένδρο “πεφυτευμένον παρά τας
διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον
αυτού ουκ απορρυήσεται, και πάντα όσα αν ποιή, κατευοδωθήσεται” (Ψαλ. Α' 3).
Για να έχει βέβαια
την δύναμη αυτή η πίστη, πρέπει να είναι ζώσα και όχι νεκρά. Και για να
συμβαίνει αυτό, είναι ανάγκη να είναι σταθερή, χωρίς αμφιβολίες και πειρασμικές
αμφιταλαντεύσεις, να είναι ολόκληρη και ακέραια. Να πιστεύει δηλ. ο άνθρωπος
όλα τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας. Επίσης να είναι απαλλαγμένη από
προλήψεις και δεισιδαιμονίες και τέλος να είναι ενεργός, δηλ. να συνοδεύεται
από έργα αντάξια αυτής της ζωντανής και φωτεινής πίστεως.
Στην σταθερή και
αποκαλυπτική αυτή βάση της πίστεως, καλλιεργείται η προσευχή η ένθεος και εδράζεται
η αρετή και το αγώνισμα της νηστείας. Τα όπλα δηλ. εναντίον των δαιμόνων.
Μέσω αυτών ο
άνθρωπος περνά σε άλλες σφαίρες που τον κάνουν να λησμονεί τις προκλήσεις της
γης και να πορεύεται προς τον ουρανό. Αυτό δηλ. που φοβούνται οι εχθροί του
Θεού και των ανθρώπων, οι ξεπεσμένοι και διεστραμμένοι άγγελοι του σκότους, γι'
αυτό και δεν αντέχουν να στέκονται ενώπιον της τανυπτέρου ψυχής που αυγάζεται
από το φως το αληθινόν και ολονέν δυναμώνει και εξαγιάζεται από τις Ευαγγελικές
αρετές δια της αμωμήτου και Χριστοκεντρικής πίστεως.
Και ας γνωρίζουμε
πάντοτε ότι ενώ η ψυχή του απίστου ομοιάζει με ένα μαύρο κάρβουνο που δεν
επηρεάζεται από το φως που το περιβάλλει, ενώ ο εσωτερικός κόσμος του
ολιγόπιστου είναι σαν τον οφθαλμό που θέλει να απολαύσει το φως, μα δεν του το
επιτρέπουν, αντιθέτως, η ψυχή και η όλη ύπαρξη του πραγματικά πιστού, παρά τις
δυσκολίες και τα εμπόδια, “ως χρυσός εν χωνευτηρίω” καθαίρεται και απαστράπτει
την γνησιότητα και την αξία και συνάμα καθρεπτίζει την πραγματικότητα της
πίστεως και την αγάπη του Θεού.