Tου π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ο χρόνος κυλούσε με τον παράδοξο ρυθμό του, αφήνοντας την παρακαταθήκη των αιώνων και αποτυπώνοντας στο χώρο το πέρασμά του το τρομακτικό. Κάποιοι το έβλεπαν «συμβολικά» και κάποιοι άλλοι μέσα από «τη γλυπτική του χρόνου»... Η αγωνία του
ανθρώπου γι' αυτό, που εσώψυχα λαχταρούσε, είχε φθάσει πλέον στο αποκορύφωμά της. Δεν θα μπορούσε και δεν άντεχε άλλη προσμονή.
ανθρώπου γι' αυτό, που εσώψυχα λαχταρούσε, είχε φθάσει πλέον στο αποκορύφωμά της. Δεν θα μπορούσε και δεν άντεχε άλλη προσμονή.
Είχε
φθάσει το «πλήρωμα του χρόνου»[1].
Η
Ιστορία του ανθρώπου, με κομμένη την ανάσα, είδε το πρωτόγνωρο. Να γεμίζει δηλ.
ο χώρος και ο χρόνος, από Αυτόν που «έκλινεν
ουρανούς και κατέβη»[2].
Και
μονομιάς τα ερωτηματικά των αιώνων έγιναν θαυμαστικά και μετατράπηκαν σε
«ουράνιες δοξολογίες».
Ήδη,
από καιρό, από αιώνες, τα μεγάλα πνεύματα των Προφητών είχαν δώσει με κάθε
δυνατή ακρίβεια τα στοιχεία αυτά, που όταν συναρμολογηθούν παρουσιάζουν τον
Μεγάλο Αναμενόμενο των γενεών.
Αλλά
και σε άλλα σημεία της γης, όπου δίνονταν οι «χρησμοί» για θέματα σπουδαία και
γενικού ενδιαφέροντος, όταν αργότερα, κατά τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., κάποιος
«νοσταλγός» που μίσησε όσο ελάχιστοι την «Σαρκωμένη Αλήθεια», θέλησε να λάβει
τον χρησμό των Δελφών για την προσπάθειά του να επαναφέρει την «ρακένδυτη»
ειδωλολατρεία, έλαβε την εξής απάντηση: «Είπατε τω
βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ού μάντιδα
δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ»[3].
Και
όπως είναι γνωστό, αυτός είναι και ο τελευταίος χρησμός των Δελφών προς τον
Ιουλιανό τον επονομαζόμενο Παραβάτη, το 362 μ.Χ., προαναγγέλοντας το τέλος του
δωδεκαθέου και γενικώς της απάτης της ειδωλολατρείας.
Έτσι
λοιπόν, ξαναρχίζει ο διάλογος που είχε
διακοπεί μέσα στον Παράδεισο και ο άνθρωπος από δω και μπρός, έχει την
δυνατότητα στην κυριολεξία να ατενίζει το βλέμμα του Θεού!
Βέβαια,
όπως μελετούμε στο Ιερό Ευαγγέλιο, αυτή η θέα του Θεού, η θέα δηλ. του
Θεανδρικού προσώπου, δεν έχει σε όλους τα ίδια αποτελέσματα. Όσοι έχουν και
διαθέτουν καλοπροαίρετη την διάθεση, καταλαβαίνουν και αισθάνονται ότι ο Ιησούς
είναι ο «Υιός του Θεού»! Αντιθέτως,
όσοι έχουν καταστρέψει την καθαρότητα
του ψυχικού τους οφθαλμού, στη θέα του Προσώπου Του, βγάζουν μίσος και παράγουν
κακία.
Ας
μη μας κάνει τούτο εντύπωση. Το βλέπουμε άλλωστε και σ' αυτή την καθημερινότητά
μας.
Συμβαίνει
αρκετές φορές να κοιτάζουν πολλοί άνθρωποι το ίδιο πράγμα. Ο καθένας όμως το
βλέπει με διαφορετικό τρόπο. Μέσα από τα «δικά του μάτια». Αναλόγως δηλ. με την
ψυχική του διάθεση.
Ας
δούμε αυτό που λέμε, μέσα από ένα παράδειγμα. Δύο άνθρωποι προσηλώνουν το
βλέμμα τους σε μια βυζαντινή εικόνα. Ο πιστός που έχει αγωνισθεί να
καλλιεργήσει τον ψυχικό του κόσμο, βλέπει την εικόνα και ο νους του «ανέρχεται
στο πρωτότυπο», αποδίδοντας την προσκύνηση της τιμής που πρέπει στο
εικονιζόμενο πρόσωπο.
Αντιθέτως,
ο άλλος, αυτός που έχει κολλημένη την καρδιά του στην ύλη, και οι οφθαλμοί της
ψυχής του «απολαμβάνουν το έρεβος», θα ρίξει την ματιά του στην εικόνα και θα
την επεξεργάζεται από «καλλιτεχνικής» και κυρίως από «οικονομικής» απόψεως.
Κάτι
δηλ. που συμβαίνει και με τα θεόπνευστα κείμενα τους ζωντανού λόγου του Θεού. Ο
ευλαβής, ο άνθρωπος της Εκκλησίας, θα κρατήσει με δέος στα χέρια του το Ιερό
Ευαγγέλιο για να το μελετήσει και να εμβαθύνει στους «λόγους της χάριτος».
Αντιθέτως, ο «κριτικός επιστήμονας», θα το αρπάξει για να το «κομματιάσει». Και
μάλιστα σε όσα περισσότερα στοιχεία που γι' αυτόν δεν φαίνονται «γνήσια» θα
πέσει η ματιά του, τόσο και μεγαλύτερος στην «επιστήμη του» θα παρουσιαστεί. Θα
θεωρηθεί μάλιστα από ορισμένους και ως «μεγάλος θεολόγος»...
Τι
να κάνουμε φίλοι μου; Όλα τα πράγματα έχουν να κάνουν με τα «μάτια» μας και με
το τι τα έχουμε μάθει να βλέπουν ή να μην βλέπουν.
Γι'
αυτό και ένας ποιητής που είχε αγαπήσει «εξ' απαλών ονύχων» τον Κύριο της
Δόξης, έχοντας μάθει και προσέχοντας από μικρό παιδάκι, το πού να ρίχνει τα
βλέμματά του, έγραψε:
«Χριστέ μου, δεν θέλω
τίποτε,
απ' όσα οι άνθρωποι
ζητούνε.
Μόνο δυο μάτια θέλω
παιδικά,
που να μπορούν να σε
κοιτούνε».
Μάλιστα,
φίλοι μου. Αυτό είναι. Να βλέπει κανείς κατάματα τον Ιησού και ν' αποδέχεται
ωσάν μικρό παιδί μέσα στην καρδιά του την πίστη Του. Την πίστη που Αυτός μόνο
χαρίζει. Την πίστη που ξεπερνά την οποιαδήποτε «λογική» και που κάνει τον
άνθρωπο να παραμένει ένα «παιδί»! Άλλωστε το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: «αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφείτε και γένησθε ως τα παιδία,
ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών»[4].
Η διαβεβαίωσις του Κυρίου είναι ξεκάθαρη. Εάν δεν αλλάξετε φρόνημα και δεν
γίνετε ταπεινοί, αθώοι και απονήρευτοι σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στην
βασιλεία των ουρανών.
Πράγματι,
δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ομορφότερη απόλαυση, από το να βλέπει κανείς
στα λαμπερά τους μάτια τα μικρά παιδιά. Αυτά, μέσα στην αθωότητά τους,
διατηρούν «τον λύχνον του σώματος φωτεινόν»[5].
Αυτός δε είναι και ο λόγος για τον οποίο οι μεγάλοι αισθάνονται να λάμπουν τα
αγγελικά τους προσωπάκια. Και ποιός ξέρει, άραγε, κάποιες φορές τι βλέπουν αυτά
τα ματάκια μέσα στο Ναό, και μάλιστα όταν οι γονείς τους τα φέρουν ενώπιον του
Αγίου ποτηρίου ώστε να γίνουν «σύσσωμα και σύναιμα Χριστού»!
Μεγάλοι
άγιοι της Εκκλησίας μας, που αγωνίστηκαν να διατηρήσουν την παιδική – παρθενική
αγνότητα, ομολογούν ότι τα βαπτισμένα νήπια, απολαμβάνουν τέτοιου είδους
«θεωρία», όπως ακριβώς και οι κορυφαίοι όσιοι και ησυχαστές!
Αυτός
είναι και ο λόγος που αρκεί η παρουσία ενός τέτοιου «επιγείου αγγέλου», για να
γαληνεύσει η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι και για να οδηγήσει την
ταραγμένη σκέψη των γονέων στην αλήθεια ότι αξιώθηκαν να καταστούν
«συνδημιουργοί του Θεού»!
Εάν
όμως, αντιθέτως, θελήσει κανείς ν' απορρίψει την παιδική πίστη και απλότητα,
εάν δηλ. βιαστεί να «μεγαλώσει» και να «ανοίξει τα μάτια του», τότε πράγματι θα
τ' ανοίξει, εάν δεν τα «βγάλει», όμως θα έχει καταντήσει όχι μόνο να μη μπορεί
να διασταυρώσει το βλέμμα του με αυτόν τον Ιησού, αλλά θα έχει ξεπέσει στην
φρικτή εκείνη περίπτωση, για την οποία ο λόγος του Θεού αναφέρει: «εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμα σου σκοτεινόν
έσται, ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;»[6]
Εάν δηλ. ο οφθαλμός σου είναι άρρωστος και τυφλωμένος, όλο το σώμα σου θα είναι
σκοτεινό. Εάν δε το εσωτερικό σου φως (ο νους και η συνείδηση) είναι σκοτάδι,
το σκοτάδι πόσο θα είναι;
Ώστε λοιπόν, τα μικρά παιδάκια και όσοι θέλουν και
προσπαθούν να διατηρήσουν την παιδική αγνότητα, χαίρονται το φως και
αποστρέφονται το σκοτάδι. Αντιθέτως, όσοι «γνώρισαν» και «έβγαλαν τα μάτια
τους» και επιμένουν, τελικώς ο μόνος χώρος που τους απομένει για να ζουν και να
νιώθουν άνετα δεν είναι παρά ο ζόφος και το έρεβος. Όσο για το φως; μα αυτό
τους έχει γίνει τόσο ενοχλητικό...
Και τι παράδοξο! Τα μικρά παιδιά να φοβούνται το σκοτάδι,
αντιθέτως οι μεγάλοι, οι «ανοιχτομάτηδες», να φοβούνται το φως!...
Δε συμφωνείτε φίλοι μου;