Τρεις μήνες χωρίς τον διανοούμενο της Βορείου Ηπείρου Γρηγόρη Κατσαλίδα...
Τρεις και πλέον μήνες πέρασαν από την κοίμηση του διανοούμενου της Βορείου Ηπείρου Γρηγόρη Κατσαλίδα. Κοντά στα 90 έφυγε από τη ζωή, αλλά ήταν σε πνευματική ακμή. Αποκαλυπτικά είναι αποσπάσματα από κείμενο Βορειοηπειρώτη, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της ΣΦΕΒΑ. "Βγήκε
δάσκαλος ο Γρηγόρης για να ταξιδέψει –κι αυτός σαν μετανάστης - από
χωριό σε χωριό κι από σχολείο
σε σχολείο, για να διδάξει την όμορφη μητρική του γλώσσα, την ελληνική, στα Βορειοηπειρωτόπουλα. Τον γνώρισαν οι κάτοικοι και οι δεκάδες μαθητές στην Άνω και Κάτω Λεσινίτσα, στην Γλύνα, στου Κρα, στο Δέλβινο, στη Λιβαδειά, στο Μαρκάτι, στην Τσερκοβίτσα, στη Λύβενα, στη Δίβρη και στους Αγ. Σαράντα. Με το σπαρτίκοβο σακούλι στον ώμο, γεμάτο ψωμοτύρι και γραφόμενες φυλλάδες. Φυλλάδες που αργότερα θα ήταν οι λίθοι των πολυσέλιδων, ποιοτικών και αξιόλογων βιβλίων του: «Το Συντακτικό της Ελληνικής γλώσσας», «Παροιμίες και λαϊκές εκφράσεις», «Η περιοχή Θεολόγου των Αγίων Σαράντα», «Δημοτικά τραγούδια της Βορείου Ηπείρου», «Το γενεαλογικό δέντρο της Λεσινίτσας», «Η εθνική μας ταυτότητα» και «Μικρά ενθυμήματα»... Στις 18 Απριλίου του 1946 χρειάστηκε και ο Γρηγόρης Κατσαλίδας να γευτεί τα σίδερα. Τα κρύα σίδερα. Την απομόνωση. Την φυλάκιση. Τον ξακουστό καλιά του Αργυροκάστρου. Εκεί, αναφέρει στο τελευταίο ανέκδοτο βιβλίο του, έβλεπα καθημερινά στη βρύση που πλένονταν τους βαρυποινίτες: Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη, οδοντίατρο από τη Δούβιανη Αργυροκάστρου, τον επιστήθιο φίλο και συμμαθητή μου Σωτήρη Σκεύη από τα Καλύβια, ως και το συγχωριανό μου Βασίλη Παρτάλη και άλλους… Τιμητικοί τίτλοι, που το απονεμήθηκαν: Το «Τιμητικό Φύλλο», από τη γενική γραμματεία λαϊκής επιμόρφωσης. Η «Τιμητική Διάκριση» από την αδελφότητα των Λεσιτσιωτών. Το «Ειδικό Τιμητικό Βραβείο» από την ελληνική Εταιρεία Εκκλησιαστικών Γραμμάτων. Η διάκριση «Επίτιμος Δημότης» από την επαρχία Δίβρης. Λες και προαισθάνονταν την ώρα του μεγάλου ταξιδιού γράφει στο τελευταίο του βιβλίο:
σε σχολείο, για να διδάξει την όμορφη μητρική του γλώσσα, την ελληνική, στα Βορειοηπειρωτόπουλα. Τον γνώρισαν οι κάτοικοι και οι δεκάδες μαθητές στην Άνω και Κάτω Λεσινίτσα, στην Γλύνα, στου Κρα, στο Δέλβινο, στη Λιβαδειά, στο Μαρκάτι, στην Τσερκοβίτσα, στη Λύβενα, στη Δίβρη και στους Αγ. Σαράντα. Με το σπαρτίκοβο σακούλι στον ώμο, γεμάτο ψωμοτύρι και γραφόμενες φυλλάδες. Φυλλάδες που αργότερα θα ήταν οι λίθοι των πολυσέλιδων, ποιοτικών και αξιόλογων βιβλίων του: «Το Συντακτικό της Ελληνικής γλώσσας», «Παροιμίες και λαϊκές εκφράσεις», «Η περιοχή Θεολόγου των Αγίων Σαράντα», «Δημοτικά τραγούδια της Βορείου Ηπείρου», «Το γενεαλογικό δέντρο της Λεσινίτσας», «Η εθνική μας ταυτότητα» και «Μικρά ενθυμήματα»... Στις 18 Απριλίου του 1946 χρειάστηκε και ο Γρηγόρης Κατσαλίδας να γευτεί τα σίδερα. Τα κρύα σίδερα. Την απομόνωση. Την φυλάκιση. Τον ξακουστό καλιά του Αργυροκάστρου. Εκεί, αναφέρει στο τελευταίο ανέκδοτο βιβλίο του, έβλεπα καθημερινά στη βρύση που πλένονταν τους βαρυποινίτες: Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη, οδοντίατρο από τη Δούβιανη Αργυροκάστρου, τον επιστήθιο φίλο και συμμαθητή μου Σωτήρη Σκεύη από τα Καλύβια, ως και το συγχωριανό μου Βασίλη Παρτάλη και άλλους… Τιμητικοί τίτλοι, που το απονεμήθηκαν: Το «Τιμητικό Φύλλο», από τη γενική γραμματεία λαϊκής επιμόρφωσης. Η «Τιμητική Διάκριση» από την αδελφότητα των Λεσιτσιωτών. Το «Ειδικό Τιμητικό Βραβείο» από την ελληνική Εταιρεία Εκκλησιαστικών Γραμμάτων. Η διάκριση «Επίτιμος Δημότης» από την επαρχία Δίβρης. Λες και προαισθάνονταν την ώρα του μεγάλου ταξιδιού γράφει στο τελευταίο του βιβλίο:
«Και
μετρώντας τα στερνά της ζωής μου, θλίβομαι κι αναστενάζω που κάποια
άγνωστη στιγμή θ’ αφήσω τον όμορφο κόσμο, όπως τον άφησαν και οι άλλοι,
τ’ αγαπημένα μου οικογενειακά, συγγενικά και φιλικά πρόσωπα κι όλους
τους συγχωριανούς μου. Ψυχοπονώ, όμως, και θ’ αποχωριστώ μ’ έναν
καημό κρυφό, που δεν είδα τη Βόρεια Ήπειρο, την πατρίδα μου, ελεύθερη
κι απαλλαγμένη από τα δεσμά του ξενικού ζυγού.
Είθε, έστω και αργά - «κάλλιο αργά πάρα ποτέ», λέει η παροιμία - στις επερχόμενες γενιές να πραγματοποιηθεί το «ποθούμενο» του Πάτρο Κοσμά. Κι εγώ μια και ξόδεψα της ζωής μου το μερίδιο σας αποχαιρετώ. Γεια σας! Σας αποχαιρετώ και να με θυμάστε"!