Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Να λοιπόν που δίχως να το καταλάβουμε, φθάσαμε στις πύλες του Τριωδίου. Της χρονικής αυτής περιόδου κατά την οποία, ακόμα περισσότερο καλούμαστε να δούμε αντικειμενικά την κατάστασή μας την πνευματική και στη συνέχεια ν' αγωνιστούμε. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν ετέθη
τυχαίως την Κυριακή αυτή το Ευαγγελικό
Ανάγνωσμα του “Τελώνου και του
Φαρισαίου”. Αλλά και μόνο στο άκουσμα της λέξεως «Φαρισαίος», αισθανόμαστε μια αντίδραση μέσα στην καρδιά μας. Και δικαίως, αφού εν αντιθέσει με τον Τελώνη, που δικαιώνεται από τον ίδιο τον Θεό, ο υπερήφανος “πιστός” Φαρισαίος, απορρίπτεται. Απορρίπτεται η παράλογη συμπεριφορά του και ταυτοχρόνως γίνεται άκρως αποκρουστικός απ' όλους τους ανθρώπους, είτε αυτοί πιστεύουν είτε βιώνουν άλλες αρνητικές καταστάσεις.
Φαρισαίου”. Αλλά και μόνο στο άκουσμα της λέξεως «Φαρισαίος», αισθανόμαστε μια αντίδραση μέσα στην καρδιά μας. Και δικαίως, αφού εν αντιθέσει με τον Τελώνη, που δικαιώνεται από τον ίδιο τον Θεό, ο υπερήφανος “πιστός” Φαρισαίος, απορρίπτεται. Απορρίπτεται η παράλογη συμπεριφορά του και ταυτοχρόνως γίνεται άκρως αποκρουστικός απ' όλους τους ανθρώπους, είτε αυτοί πιστεύουν είτε βιώνουν άλλες αρνητικές καταστάσεις.
Πράγματι, δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση
για τον άνθρωπο από αυτή της υπερηφάνειας
για τον ίδιο, και δεν υφίσταται πιο
ενοχλητική κατάσταση για το κοινωνικό
σύνολο, από την υπερήφανη συμπεριφορά.
Και τούτο, διότι ο παραλογισμός αυτός
έχει και άλλα συνεπακόλουθα που τελικώς
καταβαραθρώνουν τον υπερήφανο άνθρωπο.
Χρειάζονται αποδείξεις για του λόγου
το αληθές;
Πρώτη και χειρότερη, η αποξένωσις του
ανθρώπου από τον ίδιο τον Θεό.
Ο εγωιστής αποξενώνεται και τελικώς
αποκόπτει την ύπαρξη του από την χάρη
του Θεού, διότι θεωρεί ότι δεν έχει
ανάγκη τον Θεό, δεν χρειάζεται στη ζωή
του την προστασία της Θεοτόκου και δεν
επικαλείται την θαυμαστή βοήθεια των
Αγίων της Εκκλησίας μας. Ο εγωισμός του
φθάνει σε τέτοιο σημείο, που όχι μόνο
αρνείται, αλλά λοιδορεί την πίστη και
τα μυστήρια και μάλιστα καυχάται για
το ότι είναι άθεος. Καυχάται επί
παραδείγματι για το ότι αρνείται το
μυστήριο του Γάμου (υπογράφοντας σύμφωνο
συμβιώσεως ή τελώντας “πολιτικό γάμο”).
Διατυμπανίζει ότι δεν βαπτίζει τα τέκνα
του, αλλ' απλώς τους δίνει μόνος του ένα
όνομα (δίκην σκύλου και άλλων τετραπόδων)
και γενικώς καταφρονεί την ύπαρξη και
την δύναμη του Θεού.
Αλλά το να καυχάται κανείς για το ότι
έχασε την πίστη του, είναι ωσάν να
καυχάται κάποιος άρρωστος για το ότι
έχασε την υγεία του. Όπως λοιπόν είναι
παράλογο το να χαίρει ο ψωριασμένος για
την ψώρα του και ο λεπρός για την λέπρα
του, έτσι και πολύ περισσότερο καταντά
αφύσικο να προβάλει ο εγωιστής και
υπερήφανος την ταλαίπωρη αθεΐα του και
την ψυχική του διαστροφή.
Θα πρέπει δε να γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος
πως τίποτε άλλο δεν απεχθάνεται ο Θεός
τόσο, όσο τους “υψηλόφρονας λογισμούς”
και τον παγιωμένο εγωισμό, που αποξενώνουν
τον άνθρωπο από την αγάπη Του και τον
καταντούν κτήνος και υποκτήνος, δοθέντος
ότι μακράν της σωστικής χάριτος ο
άνθρωπος φθάνει να διαπράττει τέτοια
που και αυτή η φύσις των ζώων αποστρέφεται
Αν όμως η υπερηφάνεια της αθεΐα, οδηγεί
σ' αυτή την υποκτηνώδη κατάσταση, ο
εγωισμός που οικοδομείται επάνω σε ένα
υπόστρωμα κίβδηλης πίστεως και κορυφώνεται
με την υπερηφάνεια, έναντι των άλλων
ανθρώπων και μάλιστα των πιστών, οδηγεί
σε μια καθαρώς δαιμονική κατάσταση.
Ο “πιστός υψηλοκάρδιος”,
δεν είναι παρά ένας ακάθαρτος ενώπιον
του Θεού (Παροιμ. ΙΣΤ' 5). Γι' αυτόν
ακριβώς τον λόγο, ο ίδιος ο Κύριος μέσω
της παραβολής ξεσκεπάζει την αρρωστημένη
συμπεριφορά και τονίζει τον αποκρουστικό
του χαρακτήρα. Τον χαρακτήρα αυτού του
ανθρώπου που μέσα στην κοινωνία και
στην Εκκλησία παρουσιάζει τον φαρισαϊσμό,
ο οποίος παγιώνεται πλέον ως “όρος
τεχνικός”, για όλες τις εποχές, και
χαρακτηρίζει αυτόν ο οποίος το μόνο που
τον ενδιαφέρει είναι να αναδείξει μόνο
και μόνο τον ίδιο τον εαυτό του (τον
εγωισμό του), είτε πιστεύει είτε κινείται
στον παράλογο και νοσηρό χώρο της αθεΐας.
Αλλά η κλίμακα της υπερηφάνειας, που με
την θέλησή του κατέρχεται ο άνθρωπος,
δεν σταματά μόνο στην απόρριψη των
αδελφών. Δυστυχώς φθάνει σε έχθρα προς
τον ίδιο τον Θεό. Ο Απόστολος Πέτρος το
διακηρύσσει ξεκάθαρα : “Ο
Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται” (Α'
Πετρ. ε' 5). Όχι πλέον ο άνθρωπος,
αλλά ο ίδιος ο Θεός στέκεται σαν σε
πόλεμο αντιμέτωπος προς τον ίδιο τον
υπερήφανο. Βεβαίως, όπως όλοι κατανοούμε
η έκφραση είναι ανθρωπομορφική και
θέλει να δηλώσει με τούτο ότι η υπερηφάνεια
έρχεται σε άμεση κόντρα με την Τριαδική
Χάρη, και ότι ο άνθρωπος την δέχεται,
εξ' αιτίας του, με άκρως αρνητικά τα
αποτελέσματα.
Το δε κύριο χαρακτηριστικό των όσων
φέρουν τον εγωισμό και την υπερηφάνεια
με την μορφή της απιστίας και του
αθεϊσμού, είναι το να αποκόπτουν τον
εαυτό τους από την Εκκλησία και λυσσωδώς
να την κτυπούν από τα έξω. Παραλλήλως
δε το ιδιαίτερο γνώρισμα των όσων
καλύπτουν την ασθένεια της υπερηφάνειας
με ένα μανδύα “θρησκευτικότητας”,
είναι το να ταλαιπωρούν το Σώμα του
Χριστού εκ των ένδον.
Αλλά ο υπερήφανος, επόμενο είναι να
δέχεται και τον αντίκτυπο της πνευματικής
ανισορροπίας του, και μάλιστα με τον
πιο σκληρό τρόπο. Ενώ δηλ. παρουσιάζει
μια τέτοια συμπεριφορά, ώστε να τον
θαυμάζουν οι “κατώτεροι” συνάνθρωποί
του, τελικώς το “φυτόν
της πονηρίας” όπως ονομάζει τον εγωισμό
ο σοφός Σειράχ (Γ' 20), και που το
ποτίζει με το φαρμάκι της καρδιάς του,
αποπνέει τέτοια δυσοσμία, που κάνει το
περιβάλλον του να τον αποστρέφεται.
Έτσι λοιπόν, τώρα ο υπερήφανος λαμβάνει
ως πληρωμή της συμπεριφοράς του, την
απομόνωση από τους ανθρώπους.
Ώστε λοιπόν, κύριε, δεν είσαι ώσπερ οι
λοιποί των ανθρώπων. Είσαι κάτι το
διαφορετικό. Πολύ καλά λοιπόν, σου πρέπει
η μοναξιά και η απομόνωσις, διότι τα
πρόσωπα έχουν ανάγκη των προσώπων των
καταδεκτικών και των “ομοιοπαθών εν
ταις ασθενείαις”. Αφού εσύ με τα “καθαρά
σου χέρια” αγγίζεις και αυτά τα υψηλά
άστρα του ουρανού, σε αφήνουμε στην
“παγερή σου και απρόσωπη ησυχία” για
να μην σου ταράζουμε την υψηλόφρονα
ιδέα περί του εαυτού σου.
Ξεδίπλωσε το λοιπόν ακόμα περισσότερο
τον “μετεωρισμό” του ανερμάτιστου
νοός σου, κατρακύλησε έτι πλέον, αφού
αυτό επιλέγεις στην αηδία του αυτοερωτισμού,
χτίσε το είδωλο του εγωισμού σου και
άφησε εμάς τους ταλαίπωρους στην
συναίσθηση της αμαρτίας μας και της
αστοχίας μας.
Όχι, δεν μπορούμε να συνοικοδομήσουμε
τον “χάρτινο πύργο”, που στην πρώτη
πνοή της χάριτος και στην έκφανση της
δικαιοσύνης του Θεού, θα σωριαστεί.
Εμείς, έχουμε τώρα ανάγκη, μετά την
επίγνωση της καταστάσεώς μας, δηλ. μετά
την προσβολή που τολμήσαμε στην Θεϊκή
αγάπη του Ιησού, να εγκλείσουμε τον
«φιλομάκελλον κύνα, τον νου», μέσα στον
χώρο της καρδιάς και να παραμένει εκεί
με συντριβή. Να ησυχάζει στη νίψη και
στην προσευχή. Και τούτο, διότι έχει
άμεση ανάγκη να θεραπευθεί και να
εξισορροπήσει. Θλιβόμαστε βεβαίως γι΄
αυτό το κατάντημά σου και δεν σε
κατηγορούμε, διότι κι εμείς θλίψαμε την
χάρη. Είθε ο Θεός να σε ελεήσει, μάλλον
εμάς πρώτα να ελεήσει, κι εσύ ο ίδιος να
καλλιεργείς θετικά την ενέργεια του
νοός, διότι στο τέλος θα χάσεις και την
ολίγη λογική που σου έχει απομείνει.
Αλλά, έργο τώρα δικό μας είναι το “ο
Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ”.
Και αυτό φυσικά εντός του “Ναού”. Μέσα
δηλ. στον χώρο της “κιβωτού της Σωτηρίας”
όπου λειτουργεί η χάρις δια των Ιερών
Μυστηρίων, της προσευχής και του ιερού
όντως αγώνος της ψυχοσωματικής καθάρσεως
και του φωτισμού.
Πράγματι, φίλοι μου,
“μισητή έναντι ανθρώπων
υπερηφάνεια” (Σοφ. Σειραχ Ι' 7).
Κανένας δεν αγαπά τον υπερήφανο. Ουδείς
προστρέχει στην συντροφιά του. Η παρουσία
του, κουράζει, αποσυντονίζει, ταράσσει
και εκνευρίζει. Χρειάζεται ιδιαίτερη
προσοχή και ικανότητα αυτοκυριαρχίας
κατά τη συναναστροφή και περισσότερο
τη συνεργασία με έναν εγωιστή και
υπερήφανο άνθρωπο, αφού είναι σχεδόν
βέβαιο πως τις περισσότερες φορές, στο
τέλος μεγαλύτερη θα είναι η πνευματική
ζημιά και η ψυχική φθορά, παρά το
οποιοδήποτε όφελος.
Αλλά το χειρότερο που μπορεί να πάθει
ο άνθρωπος από την υπερηφάνεια είναι η
ανεπανόρθωτη ζημιά, ο απόλυτος σκοτισμός
του νοός ,που δεν, είναι παρά αυτός ο
παραλογισμός. Και άνευ αντιρρήσεως, η
αθεΐα αποδεικνύει παραλογισμό και
ασθένεια βαρύτατη έως και ανίατη. Η δε
υπερηφάνεια στον χώρο της πίστεως,
αποκαλύπτει καταστάσεις “ψυχασθένειας”
και δαιμονισμού.
Αδελφοί μου, δεν θέλει και
πολύ ο άνθρωπος για να ξεφύγει, στο να
γεύεται το “γλυκόπικρο ποτό του
«φαρισαϊσμού». Αντιθέτως η ισόβιος
τελωνική κατάστασις αποδεικνύει αρχή
θεραπείας. Αποκαλύπτει ισορροπημένες
κατά το μάλλον ή ήττον τις ψυχικές
δυνάμεις και “βίαν φύσεως διηνεκήν”
στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Με αυτές τις προϋποθέσεις
έρχεται και η δικαίωσις από τον ίδιο
τον Κύριο ο οποίος τονίζει ότι μετά την
αυτομεμψία του ο Τελώνης, “κατέβη
δεδικαιωμένος”.
Είθε να αξιωθούμε αυτών
των καταστάσεων της εκούσιας συντριβής,
της αγάπης και της συμπάθειας προς τους
αδελφούς και τέλος να βιώνουμε στο βάθος
της υπάρξεώς μας την τελωνική καρδιακή
προσευχή, «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω
αμαρτωλώ». Δηλ. «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με τον αμαρτωλόν».