Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Η
Ιστορία προσμονούσε επί αιώνες. Και τώρα, βλέπει από ψηλά τον ελευθερωτή
ελληνικό στρατό. Ακούει τους νικητήριους παιάνες αναμεμειγμένους με τις
κωδωνοκρουσίες του Αγίου Νικολάου, των Αγίων Αποστόλων και των άλλων
θυσιαστηρίων της περιοχής, και με κομμένη την ανάσα, σκύβει. Πιάνει την πένα,
και αφού την βουτά στο αίμα και στο δάκρυ των τόσων
αιώνων, χαράσσει στις
χρυσές της σελίδες τα εξής: «Τη 24η του μηνός Φεβρουαρίου, του σωτηρίου
έτους χιλιοστού εννιακοσιοστού δεκάτου και τρίτου, η απελευθέρωσις της
μαρτυρικής Κονίτσης, εκ του οθωμανικού ζυγού»!
Σεβαστοί πατέρες, άρχοντες του τόπου,
γενναίοι αξιωματικοί και οπλίτες, ευλογημένε του Κυρίου λαέ.
Αξιωνόμαστε να εορτάσουμε πανηγυρικώς
με Θεία Λειτουργία και ιερά δοξολογία την απελευθέρωση της γραφικής και
ιστορικής Κονίτσης, και συνάμα τα νικητήρια του ενδόξου ελευθερωτού ελληνικού
μας στρατού.
Ώστε, πέρασε ένας αιώνας και εις
ενιαυτός από την ιστορική εκείνη ημέρα!
Μάλιστα. Και έτσι μας δίνεται η
δυνατότητα, πλην των άλλων, να μνησθούμε. Να μνησθούμε ημερών αρχαίων και
δεδοξασμένων. Να συγκρίνουμε, να
προσμετρήσουμε, αλλά και να λάβουμε γενναίες
αποφάσεις ως προς το παρόν και ως προς το μέλλον που ανοίγεται εμπρός
μας.
Βεβαίως, για τα καθαρώς ιστορικά
στοιχεία, τα απολύτως αναγκαία για την γνώση την αντικειμενική και ιδίως για
τις αποδείξεις της αδιασπάστου Ιστορικής μας συνέχειας, και μάλιστα για το πότε
ακριβώς η πόλις μας και μαζί της η ευρυτέρα περιοχή, έπεσε στα βάρβαρα χέρια
των Αγαρινών, αυτά τα διδασκόμαστε στο διδακτήριο και στο σπουδαστήριο, μα
κυρίως θα τα μελετήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος μέσα από τις πηγές που έχει
καταγράψει η ιστορία στην βίβλο της, ανεξίτηλα και δια παντός. Και πρέπει να τα
μελετήσουμε, αγαπητοί, επιβάλλεται να γίνουν κτήμα μας τα γεγονότα αυτά, αφού,
κατά τον Ευριπίδη : «Όλβιος εστίν όστις ιστορίας έσχε μάθησιν»!
Όπωσδήποτε θα διδαχθούμε. Θα
διδαχθούμε όχι μόνο από τις χρυσές και φωτεινές σελίδες της εθνικής μας
ιστορίας, αλλά και από αυτές τις μελανές και τις άγαν μελαγχολικές...
Αλλά, είπαμε: εμείς σήμερα θα
αφουγκραστούμε τα βαθύτερα, τα υπαρξιακά μηνύματα που δροσίζουν την ψυχή,
ενσταλάζουν χυμούς ζωής, και προσφέρουν νέα πνοή για ένα καλύτερο αύριο.
Και ευθύς αμέσως, προβάλλει εμπρός μας
το μεγάλο ερώτημα: «ήταν άραγε εύκολη υπόθεση να παραμένουν οι πρόγονοί μας, ών
τα ονόματα εν βίβλω ζωής, επί πέντε αιώνες σκλαβωμένοι»; Είναι εύκολο να
παραμένει ένας υπερήφανος, γενναίος και αρχαίος λαός ως ο ελληνικός,
σκλαβωμένος, κάτω από το πέλμα βαρβάρου κατακτητού; Και πώς είναι δυνατόν υπό
τοιαύτας συνθήκας, να συνεχίζει άνευ διακοπής, να κρατά την ορθόδοξον
χριστιανική του πίστη, την ελληνική του γλώσσα, την αυτοσυνειδησία του, την
ταυτότητά του, και με καμάρι, αυτή την ένδοξη ιστορία του; Πώς είναι κατορθωτό
να αγωνίζονται οι αγράμματοι ραγιάδες για τα υψηλά τους ιδανικά, και μάλιστα
γι΄αυτό το ιδανικό της εθνικής τους ανεξαρτησίας;
Αλήθεια, πόσα μαρτύρια και πόσα δεινά
δεν υπέφερε και δεν υπέμεινε κατά την μακροχρόνια εκείνη εποχή της δουλείας η
μαρτυρική ενιαία Ήπειρος και συγκεκριμένα ο τόπος μας; Αρπαγές, λεηλασίες,
σφαγές, διώξεις, ατιμώσεις, ανδραποδισμοί, κεφαλικός φόρος, και το χειρότερο
όλων, το φρικτό ακόμα και εις την ακοή των Ρωμιών, παιδομάζωμα;
Πώς λοιπόν άντεξαν οι πατέρες μας και
ποιο ήταν εκείνο το ιδιαίτερο στοιχείο που οικοδομούσε την καρτερία και
υποδαύλιζε την βεβαία ελπίδα προς λυτρωμόν;
Σε δύο λέξεις φίλοι μου, εμπεριέχεται
η απάντησις. Και οι λέξεις αυτές που περιλαμβάνουν τόνους πνευματικής
ενεργείας, είναι οι λέξεις: «Ρίζες της Φυλής»!
Ναι, οι ρίζες της ελληνικής μας φυλής!
Άλλοι λαοί μπορούν να καυχώνται για
άλλα πράγματα. Και φυσικά «το καλό και το ωραίο», όπως λέγει και ο ποιητής, το
παραδεχόμαστε και το εγκρίνουμε απ' οπουδήποτε κι αν προέρχεται, και μακριά από
εμάς κάθε μορφή αντιχριστιανικού και ανθελληνικού ρατσισμού.
Όμως, οι δικές μας οι ρίζες, αυτές οι
ρίζες της πονεμένης, αλλ' ουδέποτε αφανιζομένης Ρωμιοσύνης, έχουν κάτι τι το
ιδιαίτερο. Έχουν μια δική τους χάρη και έναν ιδιαίτερο πνευματικό γλυκασμό. Τα
ακρόριζα, αλλ' ας μην ψάξουμε να τα βρούμε τα ακρόριζα, αγαπητοί, διότι
χάνονται στα βάθη των αιώνων. Αντλούν δε την ικμάδα τους από τις μαρτυρικές
καρδιές των ηρώων και από τις φωτεινές ψυχές των αγίων.
Από τον Κέκροπα και την Άγραυλο, έως
τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο και τους ηρωϊκούς μαχητές του Μπιζανίου. Από τον
Σωκράτη που λαμβάνει το κώνειον από τους ίδιους τους συμπατριώτες του «ένεκεν
μοναδικού και αληθινού Θεού», έως και του ιδικού μας, του Νεομάρτυρος αγίου
Ιωάννου του εκ Κονίτσης, που εγκεντρίζεται σε ρίζα ευλαβείας, και προσφέρει τη νεανική
του ζωή, θυσιαζόμενος τώρα και αυτός από τους δικούς του συγγενείς, για την
αγάπη και την δόξα του Χριστού!
Ναι, οι δικές μας ρίζες που
συγκράτησαν και δόξασαν τους προπάτορές μας, ανθούν ως ρόδον το αμάραντον, την
πίστη και την ευλάβεια προς τον Θεό, όπως ακριβώς αυτή διασφαλίζεται και
αυθεντικώς κηρύσσεται υπό της αγίας μας Ορθοδοξίας. Ξεκινώντας από τον Απόστολο
των εθνών, τον Παύλο, ο οποίος εκήρυξε τον Χριστό στους «δεισιδαιμονεστέρους»,
τουτέστιν ευσεβεστάτους προγόνους μας, με όλη την χορεία των αγίων, έως και τον
ιδικόν μας και πάλι σύγχρονο όσιο Γέροντα, Παϊσιον τον Αγιορείτην.
Οι δικές μας ρίζες, προσφέρουν τον
καρπόν της φιλοπατρίας που φτάνει μέχρι και αυτή την θυσία του πιστού
πατριώτου. Ξεκινώντας από τον Κόδρο έως και τους τελευταίους μαχητάς που θα
κληθούν να προσφέρουν την ζωήν τους επί των πεδίων των μαχών, υπέρ της
προασπίσεως και απελευθερώσεως του πατρίου εδάφους.
Οι δικές μας ρίζες, είναι η τέχνη του
«μέτρου του αρίστου», που ανεβάζει και ανάγει τον ανθρώπινο νου, έως τα κράσπεδα
της θεότητος, και επίσης είναι η ποίησις που αναδεικνύει το πνεύμα και
σφυρηλατεί τα υψηλά ιδανικά. Αρχίζοντας από την περίφημη ασπίδα του Αχιλλέως,
περνώντας στον μοναδικό Παρθενώνα και δίνοντας την σκυτάλη στον Ναό της Αγια
Σοφιάς και κατόπιν στην αποκαλυπτική τέχνη της βυζαντινής τεχνοτροπίας μέσω του
Πανσέληνου, του Θεοφάνους του Κρητός, έως και αυτού του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου
μα,και του αδάμαντος της Ανατολής του μακαριστού Φώτη Κόντογλου.
Ξεκινούν δε την αριστουργηματική
ποίηση και τον λυρισμό οι ρίζες αυτές, από τις ραψωδίες του Ομήρου, διαπερνούν
στους Αγίους Ιωάννη τον Δαμασκηνό και Ρωμανό τον Μελωδό και φθάνουν έως τον
Βορειοηπειρώτη Γέροντα Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη, τον υμνογράφο της Μεγάλης
του Χριστού Εκκλησίας, και βεβαίως στους συγχρόνους εθνικούς ποιητές,
στιχουργούς και συνθέτες μουσουργούς.
Οι δικές μας ρίζες, εκτρέφουν την αγνή
ύπαρξη και την άσπιλη προσωπικότητα. Εμπνέοντας τον Ιππόλυτο στο να προσφέρει
τα άνθη της «αιδούς», για την ψυχοσωματική του αγνότητα, μέσα στα στα αιωνόβια
δάση και στα χλοερά λιβάδια της Τροιζήνας, έως και τις γενναίες Ηπειρώτισσες
Σουλιωτοπούλες, που πέφτουν στα μαύρα βάραθρα και γκρεμίζονται στους φοβερούς
και κάθετους κρημνούς, τραγουδώντας το ιδανικό της Ελευθερίας και ιδίως της
τιμιότητος, αρνούμενες εξ ολοκλήρου την ατίμωση και την κτηνώδη ζωή. Μια πράξη
τω όντι ηρωική και κίνηση αυτοθυσίας, που την τρέμει και αυτός ο θάνατος. Η δε
Ιστορία, αντικρίζει τις υπάρξεις αυτές εν σιωπή δέους και εν στάση προσοχής,
μυστηριακής ατμοσφαίρας...
Οι δικές μας ρίζες είναι ο σεβασμός
προς τις αιώνιες αξίες. Είναι το εθνικό φιλότιμο. Είναι η καλωσύνη, αλλά και η
τιμή προς εκείνους που ελευκάνθησαν στον στίβο της ζωής και σ΄εκείνους που
κύρτωσαν το εξαγνισμένο τους κορμί στην
σπορά του λόγου του Θεού και στην καλλιέργεια των υψηλών Ιδεωδών!
Οι δικές μας ρίζες, αντλούν χυμούς από
μια ιστορία 4.000 και πλέον ετών... και καθοδηγούσαν τους γονείς μας και τους
προγόνους μας. Καθοδηγούν τώρα και εμάς, αλλά και όσους θέλουν και επιζητούν να
είναι πραγματικά άνθρωποι ευγενείς και ν' ανήκουν στους πολιτισμένους λαούς.
Αναμφιβόλως, οι ρίζες του Εθνικού και
Εκκλησιαστικού μας κορμού, δεν έχουν αξία διότι φθάνουν μόνο στα βάθη των
αιώνων. Η αξία τους δηλ. δεν είναι μουσειακή. Αλλά έγκειται στο ότι
ακαταπαύστως παράγουν πλουσίους καρπούς, γλυκείς και χυμώδεις. Αυτές οι ρίζες
εξέθρεψαν τόσα αναστήματα και τέτοιες μορφές, σε όλα τα επίπεδα. Και αυτές οι
ρίζες, δεν δημιούργησαν απλώς πολιτισμό, αλλά εδημιούργησαν τον πολιτισμό, και
παρέχουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να φθάσει μέσω της Ορθοδοξίας, έως τον
φωτισμό και την θέωση. Να γίνει δηλ. όντως άγιος, αφού, επιτέλους, αυτός είναι και ο σκοπός του
ανθρώπου.
Τι κι αν κάποιες φορές, φάνηκε ότι από
δικά μας λάθη λυγίσαμε, για λίγο ή πολύ, μπροστά στους απλούς βάρβαρους ή στους
«πολιτισμένους βάρβαρους» εχθρούς μας; Τι κι αν φάνηκε ότι αγγίξαμε τις πύλες
του Άδου; Μα και σ' αυτές ακόμα τις
περιπτώσεις που οι ενάντιοι, χαιρέκακα εκραύγαζαν, «ισχύσαμεν προς αυτούς»,
εμείς μέσα από τους ατρήτους πόνους και ποικίλους κόπους, και πάντοτε με την
γλυκειά ελπίδα εις τον Θεό, που ορίζει τις τύχες των λαών, δωρικώ τω τρόπω,και
ασκητική τη χροιά, απαντούσαμε: «δεν χάνομαι στα τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω»! Και πράγματι, ως φοίνιξ, η
πατρίδα μας, εκ της τέφρας της ανεγεννάτο.
Αλλά και πάλιν, σήμερα, ακούγονται οι
Κασσάνδρες της Ευρώπης. Και πάλιν οι ακριτικές μας περιοχές, ως η Κόνιτσα
αφήνονται στην μοίρα τους, με ένα κατά το μάλλον ή ήττον προκεχωρημένης ηλικίας
πληθυσμόν. Και πάλιν σχέδια επι σχεδίων...
Αδελφοί μου, Δεν έχουμε να
φοβηθούμε τίποτε, κανένα και ποτέ.
Χρόνια και χρόνια, κάθε σταλαματιά απ'
το δηλητήριο που προσπαθούν να μεταγγίζουν στις φλέβες μας, απομονώνεται, και
επί της ουσίας αφήνει ανέγγιχτα τα ήθη μας και το ίδιο το είναι μας.
Κάθε τσεκουριά στον κορμό μας, κάνει
το έθνος να τραντάζεται και ν' αφυπνίζεται. Και τότε βλέπουμε πως ο κορμός, σε
κάθε τσεκουριά, πετάει νέα βλαστάρια...
Ας είμαστε και ας είναι βέβαιοι τόσο
οι έξωθεν μισέλληνες, όσο και οι ταλαίπωροι πεμπτοφαλαγγίτες, πως το ίδιο θα
συμβεί και τώρα. Το ίδιο θα επαναληφθεί και με την γραφική μας και πεντάμορφη
Κόνιτσα. Την πόλη των αγίων και των ηρώων, η οποία έχει τόσα ακόμα να προσφέρει
μέσα από τις δικές της ρίζες, το θεσπέσιο περιβάλλον, και τα υψηλά μας ιδανικά.
Αγαπητοί μου.
Πέρασαν 101 έτη από την ημέρα κατά την
οποία έπνευσεν η «δρόσος αερμών» της ελευθερίας στην πόλη μας.
Τα γεγονότα εκείνα, έκαναν τον λαό,
τότε, άρχοντας και αρχομένους να βρίσκονται άγρυπνοι και ενωμένοι. Όλοι μαζί,
μια γροθιά, ένας λαός και μια ψυχή, με την εθναρχούσα τότε Εκκλησία,
αντιμετώπισαν σοφά μα και δυναμικά τα τεκταινόμενα, επάνω στην εθνική βάση και
μέσα στο πλαίσιο των αθανάτων Ελληνοχριστιανικών μας ιδανικών.
Χρειάζεται άραγε να τονίσουμε πως, εάν
θέλουμε, και φυσικά θέλουμε, η πτωχή μας τώρα περιοχή, ποικιλοτρόπως να
ευημερήσει, χρειάζεται λέγω να τονίσουμε ότι επιβάλλεται και πάλι ενωμένοι και
μονοιασμένοι, παρά τις τυχόν διαφοροποιήσεις, που φυσικό είναι να υπάρχουν στα
δευτερεύοντα, ότι πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα;
Τον όμορφο αγώνα για την συγκράτηση
στην περιοχή μας των ολίγων δυστυχώς νέων που έχουν απομείνει. Τον αγώνα που
ταυτίζεται με την εν γένει ανάπτυξη της ευρυτέρας περιοχής, και ιδίως τον
αγώνα, οι άνθρωποι,ιδίως οι νέοι, να μη λησμονήσουν ποτέ, ότι παραμένουν άνθρωποι
μόνο κοντά στον Θεό. Φυσικά, όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν όταν
συνειδητοποιήσουμε τις ρίζες μας και αντλήσουμε τους χυμούς της ζωής από αυτές.
Τούτο είναι το μόνο βέβαιο.
Αδελφοί μου, εάν πάρουμε μια χούφτα
από το λιγοστό χώμα που απέμεινε στων βράχων τις σχισμές, και το αναλύσουμε στο
μυστικό εργαστήριο της ελληνικής μας καρδιάς, ας είμαστε βέβαιοι ότι θα βρούμε
περισσότερο αίμα και δάκρυα από τον αγώνα της φυλής για Ελευθερία, για
Ορθοδοξία και για Οικογένεια, παρά νερό από την βροχή και τα χιόνια.
Και χάριτι Θεού, αφού βεβαίως τον
ευχαριστούμε διηνεκώς για το δώρο αυτό της εθνικής ελευθερίας, σ' όσους είναι
έτοιμοι να απλώσουν βέβηλο χέρι για να χτυπήσουν τις ρίζες μας, φωνάζουμε
στεντορεία τη φωνή: κάτω τα χέρια. Κάτω τα χέρια από την πατρίδα μας. Κάτω
τα χέρια από τις ρίζες μας. Κι αν επιμένουν να μας ενοχλούν, ε, δεν θα
διστάσουμε. Θα καταλάβουν, θα τους δώσουμε να καταλάβουν, ότι πρέπει να
σταματήσουν, υποχρεωτικά.
Το λοιπόν αδελφοί, πίστη Ορθόδοξη,
ελπίδα Ελληνική, θάρρος Εθνικό και αισιοδοξία. Αισιοδοξία ότι μετά βεβαιότητος,
θα έρθουν και οι καλύτερες ημέρες που όλοι μας προσδοκούμε για την ευλογημένη
μας Κόνιτσα.