Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Εάν
ποθούμε να βλέπουμε το φως για να χαιρόμαστε και όχι να κρύβουμε το πρόσωπο, ας
ακούσουμε το «...Φύλαξον εμάς εντολάς, και βιώσεις,
τους δε εμούς λόγους ώσπερ κόρας ομμάτων..»[1].
Κοίταξε να τηρείς τις εντολές μου και θα ζήσεις. Τη διδαχή μου να φυλάς καθώς
την κόρη των ματιών σου. Κάποτε,
μια φλογερή καρδιά που είχε αγαπηθεί και
αγαπήσει το Θεό όσο ελάχιστοι, που
είχε καταδιώξει και υποτάξει τόσους και τόσους εχθρούς του λαού του, δεν
πρόσεξε. Δεν πρόσεξε κάτι το ελάχιστο, ένα απλό του βλέμμα... Τι πιο ασήμαντο
από αυτό. Και το αποτέλεσμα; «Ανέβη θάνατος διά των
θυρίδων»[2].
Ο ένδοξος λοιπόν εκείνος Προφητάναξ (τον οποίον θα τον συναντήσουμε κι άλλες φορές
στην πορεία μας προς το «βλέμμα του Θεού»), έπεσε στο διπλό αμάρτημα του φόνου
και της μοιχείας.
Μετά
το πάθημά του αυτό, και λουσμένος στις πηγές των δακρύων του, (αφού άφησε για
το πάθημά του αλλά και τη βαθιά του μετάνοια, μνημείο αθάνατο τον Ν΄ ψαλμό),
έγραφε μεταξύ των άλλων: «Απόστρεψον τους οφθαλμούς
μου του μη ιδείν ματαιότητα...»[3]
.
Αλλά
χρειάζεται κανείς πρώτα να πάθει για να μάθει; Δεν αρκεί η πείρα και τα δάκρυα
τόσων και τόσων που έπεσαν στο λάθος και που γεύθηκαν τον πικρό χυμό της «αψινθιάς»[4],
και πικράθηκαν;
Να
περάσουμε τώρα και στο χώρο της συγγραφής; Και να ρίξουμε μια σύντομη ματιά
στην «πάλη των λέξεων» που ονομάζεται ποίηση; Ίσως εκεί, πολύ περισσότερο από
οπουδήποτε αλλού, βλέπουμε καθαρά τον μεγάλο πόνο που κρύβεται στα μάτια των
«πεζών» ανθρώπων. Και αυτό, διότι όσοι διαθέτουν το χάρισμα να αποτυπώνουν με
έμμετρο λόγο τους στοχασμούς που φέρουν στο νου οι νυγμοί της καρδιάς, βλέπουν πολύ πιο καθαρά αυτό που οι άλλοι δεν
μπορούν ν' ανακαλύψουν.
Φυσικά,
ο κάθε λαός ταξιδεύει στον χώρο και στο χρόνο, με τις ιδιαιτερότητές του και
τις δικές του ιερές παραδόσεις. Όμως, παρ' όλα αυτά, διατηρείται ένα κοινό νήμα
που συνδέει αδιάσπαστα όλους τους λαούς της γης. Μια βαθιά νοσταλγία και μια
χρυσή ελπίδα...
Εάν
πάρει κανείς το κόσκινο στα χέρια, θα διαπιστώσει με μεγάλη του έκπληξη, ότι τα
ψήγματα του χρυσού που θα μείνουν στο τέλος, συναρμολογούν ένα αμφίπλευρο
ψηφιδωτό. Την τραγική πρώτα όψη, διότι στα αμέτρητα βάθη των αιώνων, ο άνθρωπος
έχασε αυτό που του έδινε νόημα στη ζωή, αλλά και την όψη της γλυκιάς και
βεβαίας ελπίδας, ότι όχι μόνο θα ξαναβρεθεί η χαρά, αλλά αυτό που θα ατενίζουν
τα μάτια και κυρίως θα χαίρονται οι οφθαλμοί της καρδιάς, θα είναι κάτι ανώτερο
από αυτό που χάθηκε και τόσο μας πόνεσε!
Χρειάζεται
να τονίσουμε ότι οι Έλληνες στον τομέα αυτό έδειχναν μια ιδιαιτερότητα και ότι
οι αιώνες μας αποθησαύρισαν πλούτο ανεκτίμητο; Και δικαίως, αφού οι πρόγονοί
μας υπήρξαν «δεισιδαιμονέστεροι» (ευσεβέστεροι) όλων
των άλλων, όπως χαρακτηριστικά τους αποκάλεσε ο Απόστολος Παύλος[5],
ο άνθρωπος αυτός που θρήνησε όσο ελάχιστοι τη χαμένη ευτυχία. Και θα
βρισκόμαστε εκτός πραγματικότητας, εάν δεν επισημαίναμε ότι και αυτή η κτίσις
«ένιωσε» την ανθρώπινη αστοχία και αγρίεψε από την αποστασία του βασιλέα της,
γι' αυτό και «συστενάζει και συνοδίνει άχρι του
νυν»[6].
Θεόπνευστη
η Αποστολική γραφίδα, ως νυστέρι αποκαλύπτει τον πανανθρώπινο πόνο και συνάμα
φανερώνει την γλυκιά ελπίδα και την πανανθρώπινη προσμονή
Αλλά
και ο Αισχύλος; Τι πλούτο λυτρωμού από τα βάθη των αιώνων ανασύρει και τι πνοή
λαμβάνει από Αυτόν που δεν άφησε τον Εαυτό του «αμάρτυρον»
εις πάντα τα Έθνη[7]!
Τραγικοί
Προμηθείς, δεμένοι στον Καύκασο των παθών τους οι άνθρωποι, παρά τις όποιες
διαφορές τους, καρτερούσαν από κοινού τον Υιό της Παρθένου, Λυτρωτή και
ελευθερωτή.
Σε
«προφητική» διάσταση, και με δραματικές εκφράσεις, λες και στις χούφτες του
κρατάει «τη σμίλη και το σφυρί» του
λόγου, χαράσσει τους ρωμαλέους του στίχους: «Τοιούδε
μόχθου τέρμα μη τι προσδόκα, πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανή
θελήση τ' εις αναύγητον μολείν. Αίδην κνεφαία τ' αμφί Ταρτάρου βάθη»[8].
Τέλος,
δηλ. στους μόχθους σου μη καρτερείς, πριν κάποιος Θεός φανεί, να διαδεχθεί τους
πόνους σου και να θελήσει (για σένα) να κατεβεί στον μαύρο Άδη και στα ζοφερά
του Τάρταρου τα βάθη!
Αλλ'
εάν θελήσουμε να δούμε από μια άλλη οπτική γωνία το δράμα του Προμηθέα και το
φωτίσουμε μέσα από το δικό μας «φως το αληθινόν», θα διαπιστώσουμε ότι η όλη
κατάσταση είναι παραπάνω από τραγική. Ο
«Προμηθέας» (άνθρωπος), αισθάνεται ότι πρέπει να κλέψει, διότι δεν γνώριζε ότι
η φωτιά ήταν δική του. Ότι ο Θεός την είχε γι΄ αυτόν. Εάν όμως τη ζητούσε,
και συνάμα έδειχνε υπομονή και
καρτερούσε, τελικώς ο Θεός θα του την έδινε, διότι ήταν κάτι που ο «ανενδεής
Θεός» δεν είχε ανάγκη, και διότι επιτέλους, για τον ταλαίπωρο «Προμηθέα» και
αυτή η φωτιά είχε δημιουργηθεί.
Και
γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Επειδή ο άνθρωπος δεν γνώριζε κανέναν «θεό» που να
ήταν φίλος γνήσιος και πραγματικός. Όλοι οι «θεοί» που γνώριζε ήταν εχθροί, και
τελικώς ήταν ελάχιστα πιο δυνατοί από αυτόν. Πολύ αργότερα θα ακουστεί στα
αυτιά των ανθρώπων, η συγκλονιστική φράση «υμείς
φίλοι μου εστέ»[9].
Έπρεπε
λοιπόν να κλέψει την φωτιά από τους ανίσχυρους θεούς, που δεν μπορούσαν να
αγαπήσουν το πρόσωπο του Προμηθέα και να του γαληνεύουν τη ματιά.
Εάν
όμως ο Προμηθέας είχε γνωρίσει τον
ισχυρό Θεό της Αγάπης, εάν επικοινωνούσε με τον Υιόν Του, τότε όλα θα είχαν
συμβεί διαφορετικά.
Θα
συνεχίσει κατόπιν ο «ανδρών δ' απάντων σοφότατος», ο Σωκράτης, προς τους
μελαγχολικούς νοσταλγούς, ότι «καθεύδοντες
διατελοίτε αν, ει μη τινά άλλον υμίν ο Θεός επιπέμψειε κηδόμενος υμών»[10]
, ώστε να «διδάξει ημάς ως δει προς θεούς και προς ανθρώπους διακείσθαι»[11].
«Θα
κοιμάστε, δηλ., εκτός αν κάποιον άλλον ο Θεός σας στείλει από ευσπλαχνία», «για
να μας διδάξει πώς πρέπει να φερόμεθα προς τους Θεούς και τους ανθρώπους»!
Και
το μαγκάνι της Ιστορίας γύριζε... και η νοσταλγία ολοένα και φούντωνε
βασανιστικά στις καρδιές. Αυτό όμως είχε και το καλό του. Να κάνει δηλ. τους
ανθρώπους να βρίσκονται συνεχώς σε αναζήτηση. Να μην το βάζουν κάτω. Και οι
γενναίοι στο τομέα αυτόν δεν το έβαζαν ποτέ κάτω. Όσο δε για τους δειλούς και
τους συμβιβασμένους; Αυτοί, σε κάθε εποχή αποτελούν τα μηδενικά. «Αγαθοί γαρ τολμώσι τους πόνους, δειλοί δ' εισίν ουδέν
ουδαμού»[12].
Τώρα
πια οι βωμοί, διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Διψούσε ο άνθρωπος, όσο ο,τιδήποτε
άλλο, ν' ατενίσει στα μάτια το Δημιουργό του και να ξαναμιλήσει μαζί του όπως
εκείνα τα «δειλινά εν τω παραδείσω». Οι ικεσίες – θυσίες και οι σπαραγμοί είχαν
φθάσει στο απροχώρητο, έως και αυτή την απόγνωση. Γι' αυτό και δεν έμενε τώρα
παρά η κραυγή προς το «άγνωστο».
Και
να, στο πολιτισμικό κέντρο του κόσμου, «εν μέσαις Αθήναις», δεν έμενε παρά να
στηθεί βωμός «τω αγνώστω Θεώ»[13].
Διηγείται
ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς, χαράσσοντας στο θεόπνευστο κείμενό του: «εν ταις Αθήναις παρωξύνετο το πνεύμα του Παύλου εν αυτώ
θεωρούντι κατείδωλον ούσαν την πόλιν»[14]
.
Είχαν
κατακτήσει πράγματι τις απάτητες κορυφές την ανθρώπινης σοφίας οι πρόγονοί μας,
και είχαν φθάσει στο απροχώρητο της σοβαρής και ευγενικής τέχνης που εξύψωνε
τον άνθρωπο. Όμως, «ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν»[15].
Μάλιστα.
Δεν μπορεί ποτέ ο ανθρώπινος νους, όσο ισχυρός και αν είναι, να ανεβεί σε
τέτοια ύψη, ώστε να ανακαλύψει από μόνος του τον άπειρο Θεό. Υπάρχει μεν
πάντοτε ο πόθος και η δίψα για να δει τον Δημιουργό του, λαχταρά, ίσως και
δίχως να το γνωρίζει σε κάποιες των περιπτώσεων, τη διασταύρωση των βλεμμάτων,
πλην όμως, «ου του θέλοντος, ουδέ του τρέχοντος,
αλλά του ελεούντος Θεού»[16].
Έτσι
λοιπόν δεν έμενε παρά η «αίγλη της σιωπής...». Και το μυστήριο με την αγωνία
του άγνωστου, που έφθανε στα κράσπεδα της Θεότητας.
Πόσο
επιδερμικά, αλήθεια, ψαύουν την Ιστορία και το δράμα του ανθρώπου, ορισμένοι,
όταν ισχυρίζονται πως δεν έχει ανάγκη η ανθρώπινη καρδιά τον Θεό; Και πώς
λοιπόν εξηγούνται οι τόσοι και τόσοι βωμοί, σε όλους τους λαούς, για να
τιμώνται, εκτός των «γνωστών» και αυτοί οι «άγνωστοι» ή αβέβαιοι ή και ανώνυμοι
θεοί, όπως χαρακτηριστικά τους ονόμαζαν;
Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος, κάνει λόγο για το δημιουργό θεό,
σα να πρόκειται για «άγνωστο». Και τα ίδια συναισθήματα σε σκέψεις γι' αυτόν
τον «άγνωστο θεό», καταγράφει και ο Οράτιος. Το δε συγκλονιστικό είναι ότι
κάποιος βασιλεύς της ένδοξης Βαβυλώνας, ο οποίος έζησε επτά αιώνες π.Χ., σ' ένα
ποίημά του, που μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως «ψαλμό μετανοίας», γράφει
τούτα τα λόγια που συγκλονίζουν: «Έναντι θεού γνωστού ή αγνώστου, έχω διαπράξει
σφάλματα. Έχω κάνει πολλές ανταρσίες. Φοβάμαι το βλέμμα της θεότητάς σου»!
Πράγματι, η ψυχή αυτή εκφράζει το φόβο του ξεπεσμένου
ανθρώπου της χάριτος. Φοβάται να ατενίσει τα μάτια του Δημιουργού του. Και όπως
καταλαβαίνει κανείς, σε μια τέτοια σχέση που ανάμεσα στο δημιούργημα και στο
δημιουργό, παρεμβάλλεται ο φόβος, είναι αδύνατον ν' ανοίξει διάλογος
εμπιστευτικός. Πνοή στοργής και εμπειρία αγάπης.
Αρκετά αργότερα, ο «μαθητής ον εφίλει ο Ιησούς»[17],
και που είχε γνωρίσει όσο κανένας άλλος τα μυστικά της Θεϊκής αυτής αγάπης, θα
μας αποκαλύψει πως, «ο φόβος κόλασιν έχει»[18].
Και μέσα στην ουράνια ατμόσφαιρα του Σώματος του Χριστού,
θα εννοήσει ο άνθρωπος, ότι ο Θεός που «εκένωσεν εαυτόν»[19]
για να μπορέσει επιτέλους ο άνθρωπος να δει το Πρόσωπό Του, δεν αποκαλύπτεται,
παρά μονάχα σ' εκείνους που η συμπεριφορά τους συνίσταται σε μια εσωτερική
εγκατάλειψη στα τρυπημένα του χέρια. Σε μια στροφή και αυτοεγκατάλειψη απόλυτη,
γεμάτη όμως οικειότητα, τρυφερότητα και αγάπη.
Για να φθάσει όμως η ανθρωπότητα στο σημείο αυτό, θα
χρειαστούν «καιροί και ενιαυτοί». Και για να βιώσει η ταλαίπωρη ανθρώπινη
ύπαρξη την απέραντη αγάπη του Θεανθρώπου, χρειάζεται να «λαξευθεί». Είναι
ανάγκη ν΄ αφήσει ελεύθερη τη «σμίλη του Σταυρού», ώστε να απαλείφει τα
εξογκώματα των παθών και η Χάρις να θεραπεύει τα βαθουλώματα των αδυναμιών στον
χώρο της καρδιάς.
(Συνεχίζεται).
Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Email: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα.
[1] Παροιμ. Ζ' 2
[2] Ιερεμ.Θ΄21
[3] Ψαλμ. ΡΙΗ' 37
[4] Αποκάλ. Η΄11
[5] Πράξ. Αποστ ΙΖ΄22
[6] Ρωμ. Η΄22
[7] Πράξ. Απ. ΙΔ΄17.
[8] Αισχύλ. Προμ. Δεσμώτης 1026-1029
[9] Ιωάννου ΙΕ΄ 14
[10] Πλατ. Απολ. Σωκρ. 18
[11] Πλατ. Αλκιβ. Β' 13
[12] Ιφιγένεια εν Ταύροις, ΣΤ' 114
[13] Πράξ. Απ. ΙΖ΄23
[14] Πραξ. Απ. ΙΖ' 16
[15] Α΄Κορ. 1. 21
[16] Ρωμ. Θ΄16
[17] Ιωάν. Κ' 2
[18] Α΄Ιωάν. 4. 18