Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ο Ιερός
Ευαγγελιστής Ματθαίος, καταγράφει με απλότητα αλλά και ρεαλιστικά την
εικόνα της εσχάτης κρίσεως και η Αγία μας Εκκλησία, λαμβάνει την
θεόπνευστη αυτή παρουσίαση και την τοποθετεί την συγκεκριμένη Κυριακή
των Απόκρεω, για να συνειδητοποιήσουμε
αλήθειες μεγάλες που αναπόδραστα
θα αντιμετωπίσει ο κάθε άνθρωπος.
Και το μεν γεγονός της Εσχάτης Κρίσεως,
είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί παρά να αγγίζει και να συγκινεί
τον κάθε άνθρωπο “έχοντα νουν”. Όμως, ας εμβαθύνουμε έστω και ελάχιστα
στον ωκεανό των θείων λόγων, ώστε να δρομολογήσουμε τελικώς την ζωή μας
στην οδό της χάριτος και της τελικής ευτυχίας.
Να βρεθούμε δηλ. με την μερίδα των σωζέμενων, οι οποίοι και θα ακούσουν το
“δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλεία από καταβολής κόσμου” (Ματθ. ΚΕ΄ 34).
Επιβάλλεται λοιπόν να σταθούμε στο γεγονός αυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο, στο πού τελικώς θα βρεθούμε, δηλ. στα
“πρόβατα εξ δεξιών αυτού” ή στα “ερίφια εξ' ευωνύμων”,
και το οποίο εξαρτάται άμεσα από τη δική μας συμπεριφορά στον
“άνθρωπο”. Και τούτο, όχι μόνο διότι ο άνθρωπος αποτελεί την κορωνίδα
της όλης δημιουργίας. Όχι μόνο διότι είναι το θεότεϋκτον μεθόριον
δημιούργημα μεταξύ του υλικού και του πνευματικού κόσμου, αλλ' ιδίως και
κυρίως διότι ο άνθρωπος τιμήθηκε τόσο ανυπέρβλητα με αυτή την θεία
ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού!
Να, λοιπόν, που ο Ευαγγελικός λόγος μας
τοποθετεί στο κέντρο του θέματος. Ο άνθρωπος, «αυτό το άγνωστον», αλλά
και το τόσο εξαγιασμένο δημιούργημα, που θα σταθεί μπροστά του τόσο ο
πιστός, όσο και ο αρνητής και άπιστος.
Ο πιστός, ατενίζει και αντιμετωπίζει τον
άνθρωπο, διότι γνωρίζει ότι ο δρόμος που οδηγεί προς το λατρευτό Πρόσωπο
του Κυρίου Ιησού, δεν περνά μέσα από την θάλασσα των συλλογισμών ή από
την ριψοκίνδυνη σκαλωσιά του στοχασμού και τις ποικίλες μετρήσεις, ούτε
βεβαίως από κάποια ιδιόμορφη και ανεξιχνίαστη “μυστικιστική
πνευματικότητα”, αλλά ανοίγεται μέσα από την προσωπικότητα του αδελφού.
Του ανθρώπου που βλέπουμε, που καλημερίζουμε και συνεργαζόμαστε την κάθε
μας ημέρα.
Ο αρνητής πάλι του Θεού και της
αποκαλυπτικής του αγάπης, θα σταθεί και αυτός μπροστά στον άνθρωπο. Θα
σταθεί, όχι βεβαίως για να δει την ύπαρξη που φιλοξενεί την αθάνατη
ψυχή, ούτε για να εμβαθύνει στο πνεύμα του και να του προσφέρει λύσεις
στις υπέρ την ύλην αναζητήσεις του, αλλά για να δει πώς μπορεί να τον
οργανώσει, ώστε να επέλθει μια “ήσυχη” και “δημιουργική” κοινωνική
συμβίωση. Έτσι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο ταλαίπωρος άνθρωπος,
καταντά μια καλοκουρδισμένη και καλολιπαρισμένη μηχανή, που θα εργάζεται
για κάποιο γενικό και αόριστο “κοινωνικό καλό” και μια “πανανθρώπινη
ευημερία”, κάτω βεβαίως από μία «παγκόσμια αρχή»....
Ο πιστός, όχι ο γενικά πιστός (αυτό δεν
λέει τίποτε στον «τελικό απολογισμό»), αλλ' ο άνθρωπος της Εκκλησίας,
ανέρχεται μέρα με την ημέρα το δύσκολο αλλ' όμορφο μονοπάτι με την
επίγνωση του ότι,
«ταύτην την εντολήν έχομεν απ΄αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού». (Α' Ιωαν. 4.20).
Επομένως,
ως αδιάσειστο θεμέλιο της “ενεργουμένης αγάπης”, υφίσταται και
φανερώνεται η πίστις στον Θεό, όπως αυτή βεβαίως εκφράζεται δια των
Αγίων του Θεού, και όχι η κάποια “αγαθοεργία” που αναπτύσσεται βάσει
κάποιου «ανθρωπισμού», άγευστου και άοσμου που ουδεμία ουσιαστική σχέση
μπορεί να έχει με την ζωντανή πίστη της Εκκλησίας μας.
Υπάρχει όμως και μια άλλη περίπτωσις, που
δείχνει ότι κάποια λυχνία καλών έργων, μισοφέγγει μέσα από ειλικρινή
καρδιακή διάθεση, χωρίς τη συνειδητή πνευματικότητα. Αυτά, δεν είναι
παρά τα σπέρματα της αγάπης που έχει εμφυτεύσει η πρόνοια του Θεού δια
του «κατ΄εικόνα», μέσα στην κάθε ψυχή.
Είναι αυτό που έλεγε κάποιος Άγιος, ότι,
υπάρχουν καταπράσινες πεδιάδες που δεν βλέπεις να τις διασχίζουν
ποτάμια, και όμως, στο υπέδαφός τους υπάρχει και κυλάει ήσυχα το ύδωρ
που ζωογονεί τα δένδρα και αποδιώκει της ξηρασίας την καταστροφή.
Συμβαίνει λοιπόν και αυτό, με όσους
δείχνουν διάθεση όντως ευεργετική για τους συνανθρώπους, δεν έχουν όμως
ακόμα γνωρίσει το προσώπου του Θεού. Δεν υπάρχει όμως καμμία αμφιβολία
πως, η χάρις του Θεού θα φέρει τις περιστάσεις έτσι, ώστε οι
καλοπροαίρετες αυτές ψυχές, να συναντήσουν τον Ιησού στον δρόμο τους
“προς την Δαμασκό”, και να μεταβληθούν σε συνειδητούς πιστούς και μέλη
της Εκκλησίας. Έτσι, η διάθεση για προσφορά και η παροχή αγάπης προς τον
αδελφούς
“υπέρ ου Χριστός απέθανεν” (Ρωμ. ΙΔ' 15), τοποθετείται στα σωστά πλαίσια και εδράζεται στην βάση της πίστεως και της αγάπης του ενανθρωπήσαντος Θεού.
Κατανοούμε λοιπόν ότι η σημερινή Ευαγγελική
περικοπή της Κρίσεως, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως
“συγχωροχάρτι” από όσους απλώς ενεργούν κάπου και πού αγαθοεργίες ή έστω
εργάζονται αυτή την αγαθοεργία συστηματικά, αλλά απουσίάζει από τη ζωή
τους η προσωπική επικοινωνία με τον Ιησού. Άνευ αυτής της μυστηριακής
επικοινωνίας με τον Θεό, του οργανικού δηλ. συνδέσμου με την Εκκλησία,
δεν μπορεί να υπάρχει η αυθεντική αγάπη προς τους ανθρώπους. Όπως πάλι,
όσοι ισχυρίζονται ότι τρέφουν στην καρδιά τους την πίστη του Ιησού,
αρνούνται όμως την πρακτική συμπεριφορά της αγάπης προς τον συνάνθρωπο,
το μόνο που αποδεικνύουν με την “ανέξοδη πίστη” τους, είναι, ότι
ουσιαστικά δεν έχουν γνωρίσει τον Κύριο, και η πίστη τους, παρά τα
εξωτερικά σχήματα ή έστω τη “μυστηριακή συμμετοχή”, είναι απλά μια
“ιδεολογία” ή ένας απλός συναισθηματισμός, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
της χάριτος.
Αλλά είναι και τούτο ακόμα. Μόνο μέσα από
την Ορθόδοξη πραγματικότητα και στο ανέκφραστο μυστήριο του Σταυρού,
όταν αντικρίζουμε τον ανήμπορο άνθρωπο – αδελφό μας, μπορούμε να
αναχθούμε στο ουράνιο επίπεδο της αγάπης Θεού. Στη σάρκωση και στη
μεγάλη Θυσία. Και μόνο μέσα από αυτό το πλαίσιο και με αυτές τις
προϋποθέσεις αναμένουμε να ακούσουμε τον Παντοκρατορικό λόγο
“δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου” (Ματθ. ΚΕ' 34).
Αδελφοί
μου. Για εμάς τους πιστούς που παρά τις αδυναμίες μας αποδεχόμαστε το
Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μας, η αγάπη προς τους αδελφούς μας και η
προσφορά προς τους οποιουσδήποτε πάσχοντες, είναι κάτι το δεδομένο και
εκ των ων ουκ άνευ.
Και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ποτέ, ότι ο Κύριος
“διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου” (Πραξ. Ι΄ 38).
Σκόρπισε παντού την ευεργεσία Του και θεράπευσε όλους που τους
δυνάστευε ο διάβολος με τις βασανιστικές ασθένειες και τις αφύσικες
επιρροές του.
Σε
κάθε εποχή οι άνθρωποι γενικώς και οι πιστοί ειδικώς, επιβάλλεται να
αντλούν από τα αποθέματα της προς τους αδελφούς αγάπης. Άνευ αντιρρήσεων
η σύγχρονη εποχή και η ταλαιπωρημένη μας κοινωνία, αποτελεί “μοναδική
ευκαιρία” για ν´ αποδείξουμε στον ίδιο τον εαυτό μας ότι μπορούμε να
προσφέρουμε την έκφραση της πίστεως – αγάπης, προς τους αδελφούς του
Χριστού. Και αυτό, ξεκινά από ένα ζεστό βλέμμα που συμπεριλαμβάνει όλα
αυτά που αναφέρει ο ίδιος ο Κύριος στην Ευαγγελική περικοπή, και φθάνει
έως και αυτή την κορυφή της αγάπης που ονομάζεται αυτοθυσία. Αυτοθυσία
για τον αδελφό, και που οδηγεί τον άνθρωπο κατευθείαν στην Βασιλεία του
Θεού δηλ. στο πρόσωπο του Κυρίου και Θεού.
Τελικώς, όλοι το βλέπουμε και όλοι μας
συμφωνούμε ότι στο χέρι μας είναι ν' ακούσουμε την ευλογημένη Του φωνή:
“Αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοί εποιήσατε” (Ματθ. ΚΕ' 40).
Οπωσδήποτε, η αγάπη είναι ανεξάντλητη.
Και σίγουρα, ομοιάζει με την σελήνη. Όταν δεν μεγαλώνει, αρχίζει να ελαττώνεται.
Δεν έχουμε λοιπόν παρά να κλείσουμε με τον Ιερό Αυγουστίνο που έλεγε: “Ας ξαναγαπήσουμε την... ΑΓΑΠΗ”!