Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ο απόστολος των εθνών, γράφει την ποιμαντική του επιστολή στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο. Στον ποιμένα της Εφέσου. Μεταξύ των άλλων συμβουλών του, βλέπουμε στο Αποστολικό αυτό ανάγνωσμα, να γίνεται λόγος και να δίνονται οδηγίες για την προσευχή. Για το μεγάλο αυτό κεφάλαιο της Ορθοδόξου πνευματικής ζωής, χωρίς την οποία, είναι αδύνατον να επέλθει στον πιστό η πνευματική προκοπή. Βεβαίως, το κεφάλαιο περί προσευχής είναι τόσο μεγάλο και πολύπτυχο, ώστε περιλαμβάνει όχι απλώς γνώσεις από βιβλία, αλλά κυρίως υπαρξιακή συμμετοχή και βιώματα ολοκλήρου ζωής αυτού που ξεκινά ν΄ανέρχεται στην προσευχητική κλίμακα. Εκείνο πάντως που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, όχι μόνο για την εποχή που το γράφει ο Απ. Παύλος, αλλά για το διάστημα ολοκλήρου του βίου της ανθρωπότητας, είναι η οδηγία και εντολή υπέρ προσευχής όλου του κόσμου γενικώτερα αλλά και αυτών που βρίσκονται στην κορυφή της εξουσίας, ειδικώτερα. Αλλ' ας δούμε το ευαίσθητο αυτό θέμα περισσότερο αναλυτικά, και τούτο διότι τα Αποστολικά συμπεράσματα κάνουν τον πιστό να αισθάνεται ότι τον πλημμυρίζει το χρέος της αγάπης και η διάθεση της σωτηρίας για όλο τον κόσμο. Το να προσεύχεται κανείς, τόσο εντός του ενοριακού του ναού, όσο και σε μία ιερά μονή ή κάποιο προσκύνημα ή και σ' αυτήν την οικία του, και γενικώς «εν παντί τόπω της δεσποτείας» του Κυρίου, για τους ανθρώπους που αγαπά, αλλά και που εισπράττει την αγάπη τους, τούτο, όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά γίνεται και μια πολύ εύκολη υπόθεση σε τελευταία ανάλυση. Το να ψελλίζει ο πιστός δοξολογίες και ικεσίες και δεήσεις για τους ομόπιστους αδελφούς, αυτό είναι κάτι, επιβεβλημένο μεν, αλλά που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, αφού επιτέλους η ψυχολογική αυτή τακτική, παρατηρείται σε όλες τις ανθρώπινες θρησκείες και σε όλες τις ανθρώπινες φιλίες και συνεργασίες. Το να ξεκινήσει όμως ο πιστός να πραγματοποιεί αυτή την Αποστολική εντολή (που εξωτερικώς φαίνεται μεν απλή, στην πράξη όμως αποδεικνύεται πολύ δύσκολη), τούτο είναι δείγμα ότι ο Χριστιανός έχει ήδη αρχίσει να ωριμάζει και να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να δέχεται την προσέγγιση της χάριτος του Θεού, παρά μέσω του προσωπικού του, λευκού μαρτυρίου της συνειδήσεως. Και το τονίζουμε αυτό, διότι όσοι άγγιξαν τα κράσπεδα της προσευχής και μάλιστα αυτής των «εν υπεροχή όντων», βιώνουν με ό,τι αυτό συνεπάγεται την ταπείνωση και την αγάπη των αδελφών... (στο κεφάλαιο αυτό, εκτός των Αγίων μας, προσωπικότητες όπως ο Ντοστογιέφσκι, έχουν πολλά να μας διδάξουν...). Ο λόγος του Θεού, θεωρεί ως δεδομένη την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους. Και τούτο διότι Ιησούς Χριστός ήλθε να σώσει όλο το γένος των ανθρώπων. Δηλ. όλους εμάς τους αμαρτωλούς. Στη βάση λοιπόν αυτή θεμελιώνεται και η Αποστολική διδαχή γι' αυτό και ευθύς εξ' αρχής ο Απ. Παύλος προτρέπει τον μαθητή του αλλά και τους λοιπούς αδελφούς, πρώτα απ' όλα να γίνονται δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις και ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους. Όταν μάλιστα βλέπει κανείς την πολιτική εν γένει ατμόσφαιρα της εποχής κατά την οποία γραφόταν η προτροπή - εντολή του Παύλου, δηλ. τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, η οποία εξ' αρχής φάνηκε εχθρική προς το Ευαγγέλιο, με αποκορύφωμα τους σκληρότατους και ανομολόγητους εκείνους διωγμούς που ακολούθησαν, όταν μελετά κανείς τις κατάμαυρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, τότε δεν μπορεί παρά να τον κατακλύσει ιερά συγκίνηση και δέος μπροστά στην προσευχητική αυτή πράξη της Εκκλησίας. Να προσεύχονται δηλ. τα τέκνα της στρατευομένης Εκκλησίας υπέρ «των βασιλέων», «ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάσι ευσεβεία και σεμνότητι» (Α' Τιμ. β' 2). Και τονίζουμε αυτή την παράμετρο της επίσημης εκκλησιαστικής ευχής και προσευχής, διότι κατά την διάρκεια της ιστορίας και όσο οι αιώνες, ο ένας διαδεχόταν τον άλλο, το Σώμα του Χριστού, αισθανόταν για τα καλά τους ταλανισμούς και τους κραδασμούς, όταν η πολιτεία έβλεπε την Εκκλησία ως θεραπαινίδα των πολιτικών και πολιτειακών της σκοπιμοτήτων... Εννοείται δε, ότι αυτή η προτροπή η οποία εφαρμοζόταν από τον Αποστολικό χορό, συνεχίζει να εφαρμόζεται και σήμερα και φυσικά θα συνεχίζει για πάντα να την εφαρμόζει η Εκκλησία στις λειτουργικές της συνάξεις και γενικώτερα στις ιερές της ακολουθίες. Αυτό γίνεται και για το λόγο ότι η εξουσία, ανεξαρτήτως εάν εξασκείται σωστά ή λάθος από τους εκπροσώπους της, αποτελεί θεσμό. Και ως θεσμός υπάρχει, πρέπει να υπάρχει για την συνοχή και το καλό της κοινωνίας. Και πάλι ξεκάθαρος ο λόγος του Θεού και γι αυτή την αλήθεια. Στην προς Ρωμαίους επιστολή, γράφει ο Απόστολος επί του θέματος: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω, ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν» (Ρωμ. ΙΓ' 1). Επομένως, όταν οι πιστοί ακούουν να ψάλλονται ύμνοι και τροπάρια και ν' αναμέλπονται αιτήσεις που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο δεν θα πρέπει να σκανδαλίζονται και να θεωρούν ότι αυτό αποτελεί υποταγή της Εκκλησίας στον Καίσαρα, αλλά υπακούοντας στην εντολή του Αγίου Πνεύματος, να συμμετέχουν καρδιακώ τω τρόπω, ακριβώς διότι η κοινωνία σε κάθε εποχή το έχει απόλυτη ανάγκη. Και ας προστεθεί και τούτο. Εάν δεν προσευχηθούν οι πιστοί υπέρ του Έθνους και των εξουσιών, στην μορφή βεβαίως που είδαμε, τότε ποιοι θα προσευχηθούν και ποιοι θα πυρπολήσουν με δεήσεις και ικεσίες τον ουρανό για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου και κατ' επέκτασιν για την εσωτερική αλλά και εξωτερική ειρηνική εκκλησιαστική μας ζωή; Πόσο όμορφα και κατανυκτικά η Εκκλησία μας, διά των Αγίων Πατέρων έχει θέσει τις λειτουργικές αιτήσεις; Και πόσο συγκινούνται οι καρδιές όταν πράγματι θεωρούν την ελεύθερη πατρίδα και τη σωστή λειτουργία των θεσμών ως ευλογία ουράνια, για την ειρηνική συμπόρευση των προσώπων και των κοινωνιών! «Υπερ του ευσεβούς ημών Έθνους...», «Υπέρ του κατά ξηράν θάλασσαν και αέρα φιλοχρίστου ημών στρατού...»! Ας μην υφίσταται λοιπόν το σκάνδαλο, αλλά η ειρηνική συνείδηση και η συνειδητή προσευχή, διότι «οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών, θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; το αγαθόν ποίει και έξεις έπαινον εξ' αυτής» (Ρωμ. ΙΓ' 3). Οι άρχοντες δηλ. προκαλούν φόβο σ΄ όποιον κάνει το κακό. Θέλεις εσύ να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και η εξουσία θα σε επαινέσει. Βεβαίως, στη συνέχεια ο μεγάλος Απόστολος κάνει λόγο Χριστολογικό – Σωτηριολογικό, που τον συνδέει με τις προηγούμενες προτροπές. «Ο Θεός θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Όχι μόνο ενός Έθνους. Ένας είναι ο Θεός και ένας ο Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, που πρόσφερε τη ζωή του λύτρο για χάρη όλων των ανθρώπων. Έτσι στον προσδιορισμένο καιρό, έδωσε ο Θεός τη μαρτυρία του ότι θέλει να σώσει τον κόσμο. Αυτής της μαρτυρίας με έταξε ο Θεός κήρυκα και Απόστολο - την αλήθεια λέω ενώπιον Του Χριστού, δεν ψεύδομαι – για να διδάξω την πίστη και την αλήθεια στους εθνικούς» (Α΄Τιμ.2 στ. 5,6,7).Οπωσδήποτε αδελφοί μου, η σκέψη και η πραγματικότητα ότι οι θεοφόροι πατέρες και οι ιεροί υμνογράφοι (που με θεία έμπνευση συνθέτουν τα υπέροχα υμνολογικά μας κείμενα), αλλά και η ίδια η Εκκλησία μας που τα ενέταξε στην λειτουργική μας ζωή, πραγματώνουν την Αποστολική επιταγή για προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Και φυσικά, μακριά από υποκειμενικές ερμηνείες ή άλλες ξένες καταστάσεις, η λατρευτική κοινότητα, σε υψηλό πάντοτε λειτουργικό επίπεδο, συνεχίζει να βιώνει αυτή την αποστολική παράδοση η οποία, άνευ αντιρρήσεως, ευεργετεί τόσο τους εγγύς, όσο και τους μακράν. Η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου και συγκεκριμένα υπέρ των «εν υπεροχή όντων», αποτελεί τον μυστικό πνεύμονα, διά του οποίου, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες, η κοινωνία συνεχίζει ευεργετικά να αναπνέει. Όσοι βιώνουν την αποστολική εντολή, εννοούν αυτή την πραγματικότητα. Φυσικά η προσευχή υπέρ του κόσμου, στην οποία, όπως τονίζει ο Απόστολος, ευαρεστείται ο Θεός, είναι η πλέον δύσκολη και «αδιέξοδος», υπό την έννοια ότι το πνεύμα μας ουδέποτε επιτυγχάνει τελείως τον σκοπό του (τουλάχιστον στο ανθρώπινο και φαινομενικό επίπεδο). Εάν όμως απουσίαζαν αυτές ακριβώς οι προσευχές, εάν δηλ. καθ' υπόθεσιν έπαυε να τελείται η Θεία Λειτουργία με τις τόσες ιερές αιτήσεις, και αν σταματούσαν να προσεύχονται οι άγιοι και οι Ιεροί ησυχαστές που συνέχουν τον κόσμο, τότε, αλλοίμονο, η «εξουσία του σκότους» (Λουκ. ΚΒ' 53), θα εντεινόταν με μεγάλη δύναμη και θα κατέστρεφε τα πάντα. Όμως, αυτό ουδέποτε θα γίνει, ακριβώς γιατί ποτέ δεν θα παύσει η λειτουργική και η προσωπική προσευχή πάνω στη γη. Είθε να δώσει ο Θεός «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», ώστε να αυξάνει ολοένα και περισσότερο το στρατόπεδο των προσευχών στους ναούς και τις ενορίες μας και ταυτοχρόνως να ενισχύονται ποιοτικώς και ποσοτικώς τα «προκεχωρημένα φυλάκια» της ιεράς ησυχαστικής-καρδιακής προσευχής, από τις ψυχές αυτών «ων ουκ έστιν άξιος ο κόσμος».