Του Γρηγόρη Τζιοβάρα
Περιμένοντας στην ουρά της εφορίας κατακαλόκαιρο μου ήρθε στο νου η εποχή που οι φορολογικές δηλώσεις αποστέλλονταν στην αρχή του χρόνου και είχαν προεκτυπωμένη την καταληκτική ημερομηνία υποβολής τους που, συνήθως, ήταν η 25η Φεβρουαρίου. Τότε, προ τριακονταετίας, παρόλο δεν υπήρχαν ούτε ηλεκτρονικά συστήματα, ούτε κλειδάριθμοι και όλα γινόταν
χειρόγραφα, η ταλαιπωρία ήταν μάλλον μικρότερη από τη σημερινή, ενώ οι δηλώσεις υποβάλλονταν τις πιο πολλές φορές χωρίς παράταση (ιδίως όταν δεν ήταν προεκλογική χρονιά…) και οι χρεωστικοί φόροι πληρώνονταν με προγραμματισμένες δόσεις, στις οποίες ο φορολογούμενος είχε επαρκή χρόνο για να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του.
Το γιατί έπειτα από τόσα χρόνια και με τόσες τεχνολογικές προόδους που έχουν πλέον στη διάθεσή τους το κράτος, οι επιχειρήσεις αλλά και η πλειονότητα των μεμονωμένων φορολογουμένων, χρειάζεται να φθάσουμε στον Αύγουστο για να υποβληθούν οι δηλώσεις είναι μια από τις ελληνικές παραδοξότητες που νομίζω ότι απαιτείται να συνεργαστούν πολλοί ειδικοί από εντελώς διαφορετικά επιστημονικά πεδία για να βρεθεί, να βρεθεί, μια εξήγηση.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να εξιδανικεύσω το παρελθόν και λαμβάνω υπόψη μου τον αντίλογο για τον περιορισμένο αριθμό όσων υπέβαλαν δήλωση παλαιότερα, για την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου, όπως για την διευκόλυνση στη φοροδιαφυγή και στη φοροαποφυγή που επέτρεπαν τα συστήματα που τότε εφαρμόζονταν.
Ωστόσο, έπειτα από μια δεκαετία εφαρμογής του Taxisnet και της ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων, δεν μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα κανείς ότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στον περιορισμό της φοροδιαφυγής ή της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, αφού, όπως έδειξαν τα πρόσφατα στοιχεία οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι ήταν εκείνοι που έβαλαν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη τους για την αύξηση των εσόδων του κράτους από την άμεση φορολογία.
Η αδικία γίνεται ακόμη πιο ασυγχώρητη όταν συνοδεύεται από την περιττή και αδικαιολόγητη γραφειοκρατία που εξακολουθεί να επικρατεί και έχει ως αποτέλεσμα να σχηματίζονται ατελείωτες ουρές μέσα και έξω από τις εφορίες, όπως, επί παραδείγματι, αυτές που συναντά κανείς στην ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικών, στην οποία όποιος δεν πάει να στηθεί για να πάρει χαρτί προτεραιότητας πριν καν ανοίξει η εφορία δεν πρόκειται να εξυπηρετηθεί μέσα στην ίδια μέρα.
Η απώλεια μιας ολόκληρης εργάσιμης ημέρας για τη διεκπεραίωση μιας συναλλαγής που, αν δεν έχεις την ατυχία να φθάσεις στο γκισέ σε ώρα που έχει «έχει πέσει» το σύστημα, διαρκεί σχεδόν ένα λεπτό, όπως η παραλαβή του κλειδάριθμου, για τον οποίο έχεις ήδη υποβάλλει ηλεκτρονική αίτηση, είναι ένα εξωφρενικό κόστος που πληρώνουν οι πολίτες επειδή κανείς δεν φρόντισε τις μέρες αιχμής να αυξήσει τις θυρίδες εξυπηρέτησης ή, τέλος πάντως, να τις στελεχώσει με υπαλλήλους που έχουν στοιχειώδη γνώση του αντικειμένου που καλούνται να φέρουν εις πέρας.
Θα είχε, νομίζω, ενδιαφέρον εάν οι σχεδιαστές αυτών των συστημάτων και γενικά όλοι όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις υποχρεώνονταν να σταθούν μια μέρα σε μια τέτοια ατελείωτη ουρά και να υποστούν αυτή την αφάνταστη ταλαιπωρία. Μόνον, έτσι, θα μπορούσαν, ίσως, να αντιληφθούν τις συνέπειες των σχεδιασμών και των αποφάσεων τους.
Ιδιαιτέρως διδακτική, επίσης, θα ήταν μια τέτοια εμπειρία και για τους κυβερνώντες, οι οποίοι, αφουγκραζόμενοι τους ταλαιπωρημένους φορολογούμενους, που υπομένουν καταστάσεις για τις οποίες δεν φέρουν καμία ευθύνη, θα καταλάβαιναν γιατί όλο και περισσότεροι πολίτες χάνουν την ελπίδα τους για την ανάκαμψη της χώρας και στρέφονται προς τις λεγόμενες αντισυστημικές επιλογές.
Βλέπετε, το… «και κερατάς και δαρμένος», κατά πως λέει και το γνωστό ανέκδοτο, δεν είναι εύκολο να το ανέχεται κανείς…
«Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;
Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.
Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.
Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.
Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.
Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.
Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.