Του Γρηγόρη Τζιοβάρα
Με όση καλή προαίρεση και αν αντιμετωπίσει κανείς ορισμένα από τα πολλά ευτράπελα του κυβερνητικού ανασχηματισμού, είναι δύσκολο να τα προσπεράσει για αρκετούς λόγους και κυρίως για τους εξής τρεις: Πρώτον, διότι η κυβέρνηση, που μόλις σχηματίστηκε έρχεται ως συνέχεια μιας σοβαρότατης κρίσης εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε να οδηγηθεί η χώρα σε
πρόωρες εκλογές και, εφόσον αυτό γινόταν στις συνθήκες της πολιτικής έντασης που είχαν δημιουργηθεί, ήταν πολύ πιθανό η ελληνική οικονομία να κατέληγε στην άβυσσο.
Δεύτερον, καθώς η γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο τόπος μας και πιο ειδικότερα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκδηλώνεται με την έντονη αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού, απαιτεί, περισσότερο παρά ποτέ, πολιτικές πρωτοβουλίες που να είναι προϊόν συνεκτικού σχεδίου τόσο για την αντιμετώπιση της σκληρής καθημερινής υφεσιακής πραγματικότητας όσο και για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς την πορεία εξόδου από το μνημόνιο.
Τρίτον, επειδή το νέο κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο «πείραμα», χωρίς προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, αφού για πρώτη φορά οι δύο παραδοσιακά κυβερνητικές παρατάξεις αποφάσισαν –κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία- να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκυβερνήσουν, σύμφωνα (υποτίθεται) με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η επισήμανση και μόνον της σπουδής να ανακοινωθούν –με τον τρόπο που ανακοινώθηκαν- ονόματα υπουργών και υφυπουργών, χωρίς να προηγηθεί η -περίφημη πλέον- επικαιροποιημένη προγραμματική σύμβαση, αρκεί, νομίζω, για να γίνει αντιληπτό ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ελήφθη υπόψη στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ούτε η πρόσφατη κρίση φαίνεται να έγινε μάθημα για να μην επαναληφθεί το πάθημα με το αυταρχικό λουκέτο της ΕΡΤ, ούτε, πολύ περισσότερο, διεφάνη από κάποια πλευρά διάθεση να γίνει μια πραγματικά νέα αρχή με την οποία θα εκπεμπόταν το μήνυμα ότι μπαίνουν στο περιθώριο οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που συνέβαλαν τα μάλα για να βρεθούμε εδώ που είμαστε, και εγκαινιάζεται, επιτέλους, μια καινούργια περίοδος.
Αντιθέτως, ακόμη και αν παραβλέψει κανένας το γεγονός ότι μπήκε το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή μοιράστηκαν οι θέσεις προτού να καθοριστούν τα καθήκοντα, ελπίζοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει και η νέα προγραμματική συμφωνία, οι επιλογές των προσώπων που –και όπως- έγιναν μαρτυρούν ότι επικράτησε απολύτως η πεπατημένη που χρόνια τώρα ακολουθείται στους εγχώριους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι «καραμπόλες» για να βρεθεί οπωσδήποτε θώκος για πρόσωπα που έπρεπε να μείνουν ή να μπουν στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν πληρούν τα ουσιαστικά προσόντα για το πόστο στο οποίο κατέληξαν ή αν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το άξιο λόγου στην προηγούμενη θητεία τους εντός ή εκτός κυβέρνησης.
Στο ίδιο μοτίβο, δεν περνούν εύκολα απαρατήρητες οι λογικές των εσωκομματικών και γεωγραφικών ισορροπιών ή, ακόμη χειρότερα, της «επετηρίδας» που επικράτησαν σε ορισμένες τοποθετήσεις που είναι φανερό ότι έγιναν για να «βολευτούν» κάποιοι «δικοί μας» που, αν έμεναν έξω, θα γκρίνιαζαν, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, ιδίως σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε.
Για να μην πούμε, τέλος, για τις εμφανείς καχυποψίες των «συγκατοίκων» που αποπνέει η διανομή των οφιτσίων, με την μια πλευρά να θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την μονοκρατορία στα «υπουργεία του κράτους», «θυσιάζοντας», κι αυτό εξ ανάγκης, μόνον το Εξωτερικών, και την άλλη να αρκείται στην αριθμητική (αν)ισορροπία.
Εν κατακλείδι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται, δυστυχώς, να κτίστηκε τα πλέον παλαιά υλικά που ήταν δυνατόν να βρεθούν, ενώ και οι μέθοδοι οικοδόμησης του που ακολουθήθηκαν δεν είχαν τίποτε το καινοτόμο και το εξωστρεφές, όπως απαιτούν οι καιροί.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν και από σήμερα να ξεκινάει μια νέα εποχή…
Δεύτερον, καθώς η γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο τόπος μας και πιο ειδικότερα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκδηλώνεται με την έντονη αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού, απαιτεί, περισσότερο παρά ποτέ, πολιτικές πρωτοβουλίες που να είναι προϊόν συνεκτικού σχεδίου τόσο για την αντιμετώπιση της σκληρής καθημερινής υφεσιακής πραγματικότητας όσο και για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς την πορεία εξόδου από το μνημόνιο.
Τρίτον, επειδή το νέο κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο «πείραμα», χωρίς προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, αφού για πρώτη φορά οι δύο παραδοσιακά κυβερνητικές παρατάξεις αποφάσισαν –κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία- να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκυβερνήσουν, σύμφωνα (υποτίθεται) με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η επισήμανση και μόνον της σπουδής να ανακοινωθούν –με τον τρόπο που ανακοινώθηκαν- ονόματα υπουργών και υφυπουργών, χωρίς να προηγηθεί η -περίφημη πλέον- επικαιροποιημένη προγραμματική σύμβαση, αρκεί, νομίζω, για να γίνει αντιληπτό ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ελήφθη υπόψη στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ούτε η πρόσφατη κρίση φαίνεται να έγινε μάθημα για να μην επαναληφθεί το πάθημα με το αυταρχικό λουκέτο της ΕΡΤ, ούτε, πολύ περισσότερο, διεφάνη από κάποια πλευρά διάθεση να γίνει μια πραγματικά νέα αρχή με την οποία θα εκπεμπόταν το μήνυμα ότι μπαίνουν στο περιθώριο οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που συνέβαλαν τα μάλα για να βρεθούμε εδώ που είμαστε, και εγκαινιάζεται, επιτέλους, μια καινούργια περίοδος.
Αντιθέτως, ακόμη και αν παραβλέψει κανένας το γεγονός ότι μπήκε το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή μοιράστηκαν οι θέσεις προτού να καθοριστούν τα καθήκοντα, ελπίζοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει και η νέα προγραμματική συμφωνία, οι επιλογές των προσώπων που –και όπως- έγιναν μαρτυρούν ότι επικράτησε απολύτως η πεπατημένη που χρόνια τώρα ακολουθείται στους εγχώριους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι «καραμπόλες» για να βρεθεί οπωσδήποτε θώκος για πρόσωπα που έπρεπε να μείνουν ή να μπουν στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν πληρούν τα ουσιαστικά προσόντα για το πόστο στο οποίο κατέληξαν ή αν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το άξιο λόγου στην προηγούμενη θητεία τους εντός ή εκτός κυβέρνησης.
Στο ίδιο μοτίβο, δεν περνούν εύκολα απαρατήρητες οι λογικές των εσωκομματικών και γεωγραφικών ισορροπιών ή, ακόμη χειρότερα, της «επετηρίδας» που επικράτησαν σε ορισμένες τοποθετήσεις που είναι φανερό ότι έγιναν για να «βολευτούν» κάποιοι «δικοί μας» που, αν έμεναν έξω, θα γκρίνιαζαν, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, ιδίως σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε.
Για να μην πούμε, τέλος, για τις εμφανείς καχυποψίες των «συγκατοίκων» που αποπνέει η διανομή των οφιτσίων, με την μια πλευρά να θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την μονοκρατορία στα «υπουργεία του κράτους», «θυσιάζοντας», κι αυτό εξ ανάγκης, μόνον το Εξωτερικών, και την άλλη να αρκείται στην αριθμητική (αν)ισορροπία.
Εν κατακλείδι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται, δυστυχώς, να κτίστηκε τα πλέον παλαιά υλικά που ήταν δυνατόν να βρεθούν, ενώ και οι μέθοδοι οικοδόμησης του που ακολουθήθηκαν δεν είχαν τίποτε το καινοτόμο και το εξωστρεφές, όπως απαιτούν οι καιροί.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν και από σήμερα να ξεκινάει μια νέα εποχή…