Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι βουλευτές –και δη οι κυβερνητικοί- περνούν πολύ δύσκολα το τελευταίο διάστημα, όπως, άλλωστε, το ίδιο συνέβαινε και με όσους κάθισαν στα αντίστοιχα έδρανα κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο της μνημονιακής επέλασης. «Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους», δεν θα θέλαμε να είμαστε πολλοί εξ ημών που σχολιάζουμε τη στάση τους. Αναμφισβήτητα δεν είναι καθόλου εύκολο να καλούνται, κάθε τρεις και λίγο και υπό ασφυκτικές –χρονικές και όχι μόνον- συνθήκες, να ψηφίσουν αντιδημοφιλείς νομοθετικές ρυθμίσεις που τους φέρνουν αντιμέτωπους με ισχυρά «λόμπι», τα οποία, άλλοτε δικαιολογημένα και άλλοτε αδικαιολόγητα, αντιδρούν στις προωθούμενες αλλαγές που συχνά είναι επώδυνες για την ελληνική κοινωνία. Ο εύκολος αντίλογος, που λέει «όσοι διαφωνούν, ας παραιτηθούν», δεν νομίζω ότι συνιστά αποτελεσματική λύση στο δράμα ούτε των ίδιων των βουλευτών, που –μην ξεχνάμε- ψηφίστηκαν από εμάς τους πολίτες μόλις πριν από λίγους μήνες, ούτε, πολύ περισσότερο, της χώρας και της κοινωνίας που βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου. Χωρίς, λοιπόν, να είμαι από εκείνους που ρίχνουν τον εύκολο «λίθο του αναθέματος» στη Βουλή και στους βουλευτές, θεωρώ ότι στην περίπτωση της τροπολογίας για τις αποκρατικοποιήσεις, το δίκιο δεν είναι με το μέρος όσων απειλούν να καταψηφίσουν την επίμαχη ρύθμιση, επιμένοντας σε μεγαλύτερη εμπλοκή των βουλευτών στο κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Όσο και αν δεν ήταν πολιτικά «κομψή» η πρωτοβουλία του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα να καλέσει τους βουλευτές στο γραφείο του, όπως και η δημόσια δήλωσή του ότι «δεν δέχεται η τρόικα να γίνεται κύρωση των ιδιωτικοποιήσεων από τη Βουλή», το επιχείρημά του ότι, υπό αυτή την προϋπόθεση «πολύ δύσκολα ένας ξένος επενδυτής θα ερχόταν στην Ελλάδα», θεωρώ ότι είναι βάσιμο.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις που είχαν καταγραφεί κατά το παρελθόν για υποθέσεις αυτού του είδους, όπως η εξαγορά της τουρκικής τράπεζας Finansbank από την Εθνική Τράπεζα ή η σύμβαση της κινεζικής Cosco για την μακροχρόνια μίσθωση του λιμανιού του Πειραιά, δεν… δικαιώθηκαν από τις (οικονομικές) εξελίξεις.
Όποιος, εξάλλου, έχει στοιχειώδη εμπειρία για τον τρόπο με τον οποίο, δυστυχώς, γίνονται οι ακροάσεις στις διάφορες επιτροπές της Βουλής, δεν μπορεί να φανταστεί σοβαρό ιδιώτη επενδυτή που να δεχθεί να βάλει τα χρήματά του και να υποχρεωθεί, κατόπιν, να περάσει από τις πολιτικές «συμπληγάδες» της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δέχθηκε την πρόταση στελεχών των συγκυβερνώντων κομμάτων και περιλήφθηκε στην επίμαχη νομοθετική ρύθμιση πρόβλεψη ότι θα γίνεται παρουσίαση των όρων της προκήρυξης στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, ώστε, δι΄ αυτού του τρόπου, να ενημερώνονται οι βουλευτές για κάθε αποκρατικοποίηση που αποφασίζεται από το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).
Από το Σύνταγμα, αλλά και από τη διεθνή κοινοβουλευτική εμπειρία, ο ρόλος της Βουλής και των βουλευτών είναι καθαρά πολιτικός και όχι τεχνοκρατικός. Δεν έχουν, δηλαδή, το ρόλο, αλλά, αν θέλετε, ούτε και τις γνώσεις για να εξετάζουν μια προς μια τις αποκρατικοποιήσεις και να αποφαίνεται σε ποιον θα δοθεί μια ΔΕΚΟ ή ένα ακίνητο του δημοσίου.
Η απαίτηση, για παράδειγμα, να ενημερωθεί η Βουλή για τους όρους μιας επικείμενης προκήρυξης για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και, ενδεχομένως, για το τίμημα που προσδοκάται να εισπραχθεί από το δημόσιο, είναι εύλογη και σίγουρα υπηρετεί την απαιτούμενη διαφάνεια που θα πρέπει να έχει το συνολικό σχέδιο των αποκρατικοποιήσεων.
Από εκεί και πέρα, κάθε βουλευτής έχει απεριόριστο δικαίωμα, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, να διατυπώσει την πολιτική (αντί-)θεση του και –γιατί όχι;- εφόσον διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία να καταγγείλει τυχόν σκανδαλώδεις διαστάσεις που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να διαπιστωθούν.