Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει εποχή, κατά την οποία θα παύσει να υφίσταται η επικαιρότητα του Ιερού Ευαγγελίου. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην Ευαγγελική περικοπή της Δ΄Κυριακής του Ματθαίου. Ο Ρωμαίος Εκατόνταρχος, δεν ήλθε να παρακαλέσει ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τη σύζυγό του ή τα παιδιά του, αλλά για τον δούλο του. Δηλ. για μια ύπαρξη η οποία κατά την εποχή εκείνη, δεν εθεωρείτω καν
άνθρωπος. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στην ιστορία εκείνης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και αμέσως θα διαπιστώσει την αξία του ανθρώπου. Περισσότερη αξία έδιναν οι πλούσιοι στα ζώα τους παρά στους ταλαίπωρους δούλους τους.
Ο εκατόνταρχος όμως, ξεκινά με κίνητρο την αγάπη. Την ανιδιοτελή αγάπη. (Και να σημειωθεί ότι δεν ανήκει στον «εκλεκτό λαό» του Ισραήλ).
Ας τον ακούσουμε: «Κύριε, είπε προς τον Χριστό, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι μου, παράλυτος και βασανίζεται από τρομερούς πόνους». Στη συνέχεια,καθώς ξεδιπλώνει το μεγαλείο της καρδιάς του, δείχνοντας μαζί με την αγάπη, ταπείνωση και κυρίως πίστη στο πρόσωπο του Ιησού, έλαβε αυτό που ποθούσε. Δηλ. τη θεραπεία του δούλου του. «Και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω, ύπαγε και ως επίστευσας γενηθήτω σοι, και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη» (Ματθ. Η΄ 13). Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: Πήγαινε στο σπίτι σου και όπως επίστευσες, ότι δηλ. με μόνο τον λόγο και από μακρυά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου, έτσι ας γίνει σε σένα. Πράγματι δε, κατά την στιγμή εκείνη εθεραπεύθει ο δούλος του.
Σε πολλά σημεία θα μπορούσαμε να σταθούμε. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά, που το λιγότερο θα μας προβληματίσει, στή στοργή που έδειξε ο εκατόνταρχος για τον δούλο του, σε σχέση με την σημερινή πραγματικότητα.
Ήδη είπαμε ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι εθεωρούντο όχι άνθρωποι αλλά πράγματα. Και θαυμάζουμε σε μεγάλο βαθμό την ευαισθησία του ειδωλολάτρη εκατόνταρχου!
Όμως, για μια στιγμή φίλοι μου. Μήπως ξεφεύγει από τον φακό της συνειδήσεώς μας η σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας; Μήπως δηλ. τα πράγματα σήμερα, μετά τόσους αιώνες, κοντεύουν να φθάσουν, εάν ήδη δεν έχουν καταντήσει σε ζοφερότερη κατάσταση; Ούτε υπερβολικός είναι ο λόγος μας, ούτε φυσικά ζούμε εκτός πραγματικότητας. Αρκεί κανείς να δει την κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων σήμερα και μάλιστα αυτών που κατά το κοινώς λεγόμενον «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». Αλήθεια, πώς μπορούν να βολεύουν τη ζωή τους μερικοί συνάνθρωποί μας, με τα τόσα και τόσα προβλήματα που βιώνουν καθημερινώς; Πώς είναι δυνατόν να ανθίζει στα πικραμένα τους χείλη λίγο χαμόγελο και στην καρδιά τους να ανατέλλει η ελπίδα;
Και πώς θα μπορέσει να συνεχίσει, αλλά και να βελτιωθεί μια κοινωνία, όταν ως λύση των ποικίλων προβλημάτων που τη στραγγαλίζουν, η ίδια εμφανίζει την απογοήτευση με πράξεις αυτοκαταστροφής;
Βεβαίως, θα απαντήσουν ορισμένοι, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ότι τελικώς θα θριαμβεύσει η αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων. Ναι. Δεν θα διαφωνήσουμε. Έτσι είναι. Όταν όμως ο άλλος δεν βρίσκεται σ΄αυτά τα πνευματικά επίπεδα αλλά πνίγεται στα προβλήματα της καθημερινότητας, όταν του στερούν την εργασία, κι όταν, αλλοίμονο, ψάχνει να βρει «τον άρτον τον επιούσιον» στον κάδο των απορριμμάτων, εκεί τότε τί γίνεται; Ποιος «εκατόνταρχος» θα βρεθεί για να παρακαλέσει γι΄αυτόν;
Τουλάχιστον εμείς που γνωρίζουμε, που λέμε ότι γνωρίζουμε, μιμούμαστε τον Ρωμαία εκατόνταρχο; (Που παρά τα όσα ισχυρίζονται περί των στρατιωτικών και μάλιστα του ρωμαϊκού στρατού, αυτός τελικά ήταν μια ευαίσθητη και τρυφερή ψυχή;).
Ξεκινούμε εμείς να παρακαλέσουμε τον Ιησού, όχι για τον υπηρέτη μας, αλλά για τον συνάνθρωπο και άρα σύνδουλό μας; Ή τον αφήνουμε στα βάσανά του, και αν μπορέσει, και όταν μπορέσει και μάθει κάτι περί του Ιησού, ας σηκωθεί, ώστε να τον βρει ο ίδιος, δίχως να κουραστούμε εμείς;
Το θαυμαστό στον εκατόνταρχο, πλην των άλλων, είναι ότι όχι απλώς βλέπει το πρόβλημα του δούλου, αλλά το κάνει δικό του, προσωπικό του πρόβλημα!
Ζει τον πόνο του «παιδός του» ίσως περισσότερο και από τον ίδιο τον δούλο, αφού όσο περισσότερη είναι η γνήσια αγάπη, τόσο βαθύτερος ο πόνος…
Να τολμήσουμε τώρα να κάνουμε συγκρίσεις των σημερινών Χριστιανών (;) με τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας στο θέμα της αγάπης και της προσφοράς στον άνθρωπο; Ούτε για αστείο ας μην το αναφέρουμε. Εδώ αγαπητοί μου δεν τολμούμε να συγκριθούμε με τον ειδωλολάτρη εκατόνταρχο στην έκφραση της ταπεινώσεως, της αγάπης, και της πίστης του στον Ιησού, να σκεφθούμε την σύγκριση με τη χριστιανική αγιότητα;
Για να μην αγγίξουμε και το άλλο κεφάλαιο που ονομάζεται χριστιανική κοινωνική δικαιοσύνη. Αλήθεια, πού και πότε; Σε ποιό μήκος και πλάτος της υφηλίου κατορθώθηκε να εφαρμοστεί αυθεντική Ευαγγελική δικαιοσύνη; Παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες στiς εκκλησιαστικές αρχές, ευρίσκονταν, χωρίς οι ίδιοι να το έχουν επιδιώξει, ηγετικές μορφές, που μαζί με την γνήσια δογματική Πίστη, αγωνίζονταν να εφαρμόσουν και αυτή την Ευαγγελική ζωή στη σκληρή καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι ανυπέρβλητες σε δόξα σελίδες της Ιστορίας στο κεφάλαιο αυτό, συγκλονίζουν κάθε καλοδιάθετη ψυχή, όταν βλέπει ότι οι Άγιοι αυτοί ποιμένες, αρκετές φορές, μετέτρεπαν την γλυκυτάτη τους γλώσσα σε τρίπλοκο φραγγέλιο! Και για να μην επέλθει κάποια παρεξήγηση, διευκρινίζουμε, ότι η πρακτική Ευαγγελική δικαιοσύνη, στις μάζες των Χριστιανικών λαών, δεν εφαρμόστηκε και δεν εφαρμόζεται, όχι φυσικά διότι αντικειμενικά είναι αδύνατον να εφαρμοστεί. Όχι τέτοιο πράγμα, αλλά διότι τόσο οι ταγοί ολοκλήρου του πολιτειακού και πολιτικού φάσματος δεν θέλουν για ποικίλους λόγους να την εφαρμόσουν, όσο και διότι, δυστυχώς, οι πνευματικοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες, στην σκέψη και μόνο ότι θα κονταροχτυπηθούν με τη σκληρή και εν πολλοίς αισχρή εξουσία, προτιμούν την «σιωπήν των αμνών», με αποτέλεσμα να κατορθώνεται να παρουσιάζεται η δειλία με ένα όμως διάτρητο μανδύα συνέσεως…
Το δε κατάντημα και ο συμβιβασμός του Χριστιανικού κόσμου (που τελικώς δεν είναι καθόλου Χριστιανικός), με το άθλιο κοινωνικό κατεστημένο της αδικίας, κάποιες φορές φθάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε άθεοι και αντίχριστοι να φέρουν τη συνθηματολογία της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να μπλέκει ο απλός κοσμάκης σε δήθεν κοινωνικούς αγώνες. Αποτέλεσμα όλων αυτών; Να αλυσοδένονται πολύ χειρότερα οι προδομένοι λαοί και να χάνουν εντελώς και αυτή τη ζωή τους, αφού πρώτα έχει εξαφανιστεί αυτή η κοινωνική ισότητα και η έρημη δικαιοσύνη… (Η πρόσφατη ιστορία των λαών, έχει να παρουσιάσει πολλές τέτοιες μαύρες σελίδες).
Το να θεολογεί κανείς, είναι εύκολη υπόθεση. Άλλωστε και ο ίδιος ο διάβολος γνωρίζει τέλεια σε θεωρητικό επίπεδο την πίστη. Το να δείχνει όμως κανείς έμπρακτα την πίστη του και να κάνει τον πόνο του άλλου πόνο δικό του, εκεί είναι η ουσία της υποθέσεως, στο παράδειγμα του εκατόνταρχου. Και ας μη φέρει τώρα κανείς αντίρρηση ότι εμείς οι Χριστιανοί καθοδηγούμαστε από τους επίσημους Αγίους της Εκκλησίας μας, και όχι από ειδωλολάτρες, διότι στην πράξη μόνο αυτό δεν συμβαίνει (Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν των κανόνα). Ούτε βεβαίως θα πρέπει να περιορίσουμε την αγάπη και στοργή της Εκκλησίας στην προσφορά φαγητού και όχι μόνο. Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά οπωσδήποτε είναι προτιμότερο να προλαμβάνουμε παρά να θεραπεύουμε, αφού άλλωστε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου μας «τους πτωχούς πάντοτε θα τους έχουμε».
Φυσικά για την όλη κατάσταση, το μόνο που δεν ευθύνεται είναι το Ευαγγέλιο. Σε τί μπορεί να φταίει, επί παραδείγματι, ο λόγος του Θεού, για την εκμετάλλευση που υφίστανται οι λαοί της Αφρικής από τους «πολιτισμένους και μη ειδωλολάτρες λευκούς»; (Αναμφιβόλως, δεν υφίστανται δράκουλες και ζόμπι, υπάρχουν όμως οι πολιτισμένοι εκμεταλλευτές που ροφούν το αίμα των ανθρώπων «με το καλαμάκι»).
Και σε τί μπορεί να κατηγορήσει κανείς αυτή καθαυτή την Ορθοδοξία, για το κατάντημα της πατρίδας μας σήμερα; Όχι αδελφοί μου. Τα λάθη πρωτίστως των Χριστιανών που ανέχονται την ποικίλη αδικία, ας μην τα φορτώνουμε στο Σώμα του Χριστού.
Τουλάχιστον ας είμαστε ειλικρινείς. Ας παραδεχθούμε ότι ούτε πίστη ζωντανή στον Χριστό διαθέτουμε, εφ΄όσον αφήνουμε ανεκμετάλλευτη και έχουμε θέσει σε αχρηστία την Ευαγγελική δικαιοσύνη. Ας ομολογήσουμε ότι «δι ημών βλασφημείται το όνομα του Θεού εν τοις έθνεσι». Ας σταθούμε, εάν τολμούμε, απέναντι στον εκατόνταρχο. Ας συγκρίνουμε «εαυτούς και αλλήλους» με την ταπείνωση, την δικαιοσύνη, την αγάπη και την πίστη του Ρωμαίου αξιωματικού.
Επιτέλους, ας γίνουμε περισσότερο ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τότε θα ανθίσει η ελπίδα. Η ελπίδα αλλά και η βεβαιότητα ότι ήδη βρισκόμαστε εις οδόν θεραπείας…
Και ας μη λησμονούμε ποτέ ότι: «Κανείς δεν μπορεί να απολαύσει την δικαιοσύνη και την δόξα του Θεού, εάν πρώτα δεν αγωνιστεί για την δικαιοσύνη και την ευτυχία των ταπεινών και ανήμπορων συνανθρώπων του».