Δεν είχα κλείσει τα είκοσι, τον Μάιο του 1981, που έγινε η κυβερνητική αλλαγή στη Γαλλία. Με την νεανική ορμή, αλλά και με το κλίμα της περιόδου εκείνης, πανηγύρισα δεόντως, όπως, άλλωστε, και πολλοί άλλοι Έλληνες, την εκλογή του σοσιαλιστή –θρύλου, για μας τους νέους της εποχής- Φρανσουά Μιτεράν στη γαλλική προεδρία, την οποία –δικαίως- θεωρήσαμε ως προπομπό της επερχόμενης ιστορικής αλλαγής στη χώρα μας. Τριάντα ένα χρόνια μετά, χαίρομαι που ένας άλλος σοσιαλιστής, ο Φρανσουά -και αυτός- Ολάντ, πήρε προβάδισμα στον προχθεσινό πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών και είναι πολύ πιθανόν ότι θα καταφέρει να εκθρονίσει τον Νικολά Σαρκοζί από τα Ηλύσια Πεδία στον δεύτερο γύρο που θα γίνει στις 6 Μαΐου, την μέρα που και εμείς εδώ θα ψηφίζουμε για τη δική μας διακυβέρνηση.
Χωρίς διάθεση να υποτιμήσω την αυταπόδεικτη σημασία μιας ενδεχόμενης κυβερνητικής αλλαγής στην Γαλλία, που όλοι αναγνωρίζουν ότι μπορεί να επηρεάσει τους υφισταμένους συντηρητικούς συσχετισμούς που επικρατούν στην Ευρώπη, θέλω να εξομολογηθώ ότι δεν νιώθω να με διακατέχει ο ενθουσιασμός που με είχε συνεπάρει όταν εξελέγη ο Μιτεράν.
Δεν ξέρω αν είναι τα (δικά μου) χρόνια που πέρασαν ή η εποχή που διανύουμε, αλλά αισθάνομαι πολύ συγκρατημένος απέναντι στις προσδοκίες που μπορεί -δικαιολογημένα, ως έναν βαθμό- να προκαλεί, ακόμη και σε συντηρητικά στρώματα του εγχώριου πολιτικού δυναμικού, η πιθανολογούμενη μετατροπή του σημερινού ευρωπαϊκού διδύμου κορυφής από «Μερκοζί» σε «Μερκολάντ».
Είναι γνωστό ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος υποσχέθηκε προεκλογικά ότι θα θέσει βέτο στην επικύρωση του περίφημου συμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας, που καθιερώνει τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα», ο οποίος απαγορεύει το έλλειμμα στους εθνικούς προϋπολογισμούς, και με περισσή επιμονή επέβαλε σε όλη την Ευρώπη η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.
«Αν το Σύμφωνο δεν περιέχει μέτρα για την ανάπτυξη , δεν θα υποστηρίξω την επικύρωσή του από την Εθνοσυνέλευση. Αυτή την υπόσχεση έχω δώσει στους Γάλλους και θα την τηρήσω», δήλωσε ο κ. Ολάντ, ο οποίος πρόσθεσε ότι δεν αισθάνεται ότι θα βρεθεί «απομονωμένος στην Ευρώπη», στην οποία, ως γνωστόν, τον τόνο δίνει η κ. Μέρκελ και η πλειοψηφία των συντηρητικών κυβερνήσεων.
Υπό άλλες, βεβαίως, συνθήκες, ο Φρανσουά Μιτεράν πριν από τρεις δεκαετίες επεχείρησε στην αρχή της προεδρικής θητείας του να εφαρμόσει στη Γαλλία «κεϊνσιανές» πολιτικές. Γρήγορα, όμως, υποχρεώθηκε να τις εγκαταλείψει, καθώς οι αδυσώπητες –ακόμη και τότε που δεν υπήρχε το σημερινό επίπεδο παγκοσμιοποίησης- αγορές, αντέδρασαν με βίαιο τρόπο, προκαλώντας υποχώρηση του φράγκου, φυγή κεφαλαίων, επενδυτική άπνοια και εκτίναξη της ανεργίας.
Στον σημερινό, απείρως πιο πολύπλοκο, κόσμο, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα και τα περιθώρια για τον Φρανσουά Ολάντ πολύ πιο στενά. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, η κρίση δημοσίου χρέους που βαρύνει το σύνολο, σχεδόν, της Ευρώπης και το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, περιορίζουν τη μονομερή εφαρμογή μέτρων οικονομικής πολιτικής. Σε βαθμό τέτοιο που διακηρύξεις, όπως αυτές του πολιτικού του προπάτορα Φρανσουά Μιτεράν για «σοσιαλισμό σε μια χώρα», να μοιάζουν ως απόλυτη ουτοπία.
Επιπλέον, θέλω να υπενθυμίσω, για να μην τρέφουμε αυταπάτες, ότι ο γαλλογερμανικός άξονας βρίσκει δεκαετίες τώρα πεδίο συνεννόησης και συμβιβασμού, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής κατεύθυνσης που έχουν οι ένοικοι των Ηλυσίων Πεδίων και της καγκελαρίας. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω από κοντά, το 1995, μια από τις τελευταίες ομιλίες του Φρανσουά Μιτεράν, έμπλεη με τα ευρωπαϊκά του οράματα, αλλά εκείνο που κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια ήταν οι επιταγές του Μάαστριχτ που είχαν συνυπογράψει με τον Χέλμουτ Κολ.
Όπως, επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πολεμικά αεροσκάφη Μιράζ που παραγγείλαμε στη δεκαετία του ΄80, στη, σωστή, προσπάθεια που κατέβαλε η τότε ελληνική κυβέρνηση, να μην εξαρτώμεθα μόνον από τις ΗΠΑ στην προμήθεια αμυντικού υλικού, τα πληρώσαμε κανονικά και δεν μας έγινε καμία ειδική έκπτωση, επειδή οι κυβερνήσεις των δύο χωρών είχαν τους ίδιους θεωρητικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς.
Έτσι, σε κάθε περίπτωση, όπως η εκλογή του Φ. Μιτεράν ήταν, πρωτίστως, καλή –ή, ίσως κατ΄ άλλους, κακή- για την Γαλλία και, δευτερευόντως, για την υπόλοιπη Ευρώπη, το ίδιο, πιστεύω, ότι ισχύει και για το νέο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εφόσον θα είναι ο Φρανσουά Ολάντ, δημιουργούνται, αναμφισβήτητα, ελπίδες για ένα καλύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον απέναντι στη χώρα μας. Αλλά, όπως επανειλημμένα έχω επισημάνει από αυτή τη στήλη, τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας η εγχώρια πολιτική τάξη θα κληθεί να τα αντιμετωπίσει.