Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ο Κύριος, βλέποντας ότι πλησιάζουν οι ημέρες του εκουσίου του Πάθους, του Σταυρού, της Ταφής και της ενδόξου Αναστάσεως, προετοιμάζει τους μαθητές του, ώστε να γνωρίζουν και να μη σκανδαλιστούν για τα όσα θα συμβούν σε Αυτόν. Όμως, οι μαθητές, έχοντας μέσα στη συνείδησή τους, διαφορετικές θεωρίες και αντιλήψεις περί του Σωτήρος και του Μεσσίου του Ισραήλ, παρεξηγούν τους λόγους, με αποτέλεσμα να ζητούν πράγματα εντελώς απαράδεκτα. Ο ίδιος ο Ιησούς τους ξεκαθαρίζει ότι «ουκ οίδατε τι αιτείσθε» δηλ. δεν γνωρίζετε
τι ζητάτε. Αλλά και πάλι, ο δυσκίνητος στα πνευματικά νους, των αφωτίστων ακόμα μαθητών, δεν κατορθώνει να συλλάβει το μέγεθος της θυσίας του Θεανθρώπου, γι αυτό και ο όμιλος των μαθητών, αγανακτεί με τους δύο αυταδέλφους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, φοβούμενοι ότι αυτοί οι δύο θα λάβουν υπεροχική θέση στην κοσμική βασιλεία που δήθεν ετοίμαζε ο Ιησούς.
Ο Κύριος, βλέποντας ότι πλησιάζουν οι ημέρες του εκουσίου του Πάθους, του Σταυρού, της Ταφής και της ενδόξου Αναστάσεως, προετοιμάζει τους μαθητές του, ώστε να γνωρίζουν και να μη σκανδαλιστούν για τα όσα θα συμβούν σε Αυτόν. Όμως, οι μαθητές, έχοντας μέσα στη συνείδησή τους, διαφορετικές θεωρίες και αντιλήψεις περί του Σωτήρος και του Μεσσίου του Ισραήλ, παρεξηγούν τους λόγους, με αποτέλεσμα να ζητούν πράγματα εντελώς απαράδεκτα. Ο ίδιος ο Ιησούς τους ξεκαθαρίζει ότι «ουκ οίδατε τι αιτείσθε» δηλ. δεν γνωρίζετε
τι ζητάτε. Αλλά και πάλι, ο δυσκίνητος στα πνευματικά νους, των αφωτίστων ακόμα μαθητών, δεν κατορθώνει να συλλάβει το μέγεθος της θυσίας του Θεανθρώπου, γι αυτό και ο όμιλος των μαθητών, αγανακτεί με τους δύο αυταδέλφους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, φοβούμενοι ότι αυτοί οι δύο θα λάβουν υπεροχική θέση στην κοσμική βασιλεία που δήθεν ετοίμαζε ο Ιησούς.
Αλλ’ ας σταθούμε για λίγο αδελφοί μου στο σημείο αυτό. Αλήθεια, πόσοι και πόσοι στο διάστημα των τόσων αιώνων που πέρασαν, έως την στιγμή αυτή, δεν έχουν υποπέσει στο ίδιο λάθος των μαθητών, παρεξηγώντας την καθαρή ευαγγελική διδασκαλία, με αποτέλεσμα να βλέπουν την Χριστιανική ζωή ως εφαλτήριο κοσμικής δόξας και τιμής;
Πόσοι και πόσοι, ακόμα και διάδοχοι των Αποστόλων δεν αστόχησαν περί την πίστην, φανταζόμενοι ότι ακολουθώντας τον πτωχόν Ιησούν, θα κατόρθωναν προσωπικές κατακτήσεις στο σώμα της Εκκλησίας, και γιατί όχι, ορισμένες φορές, όχι μόνο της Εκκλησίας αλλά και της Πολιτείας; Η ιστορία στο σημείο αυτό είναι γεμάτη από μελανές σελίδες, λες και η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, περνούσε και περνά απαρατήτητη απ’ όσους ίσως διαθέτουν και κάποια χαρίσματα, ή αν όχι χαρίσματα, αρκετή δόση κουφότητας.
Και μόνο η περίπτωση της παπικής αιρέσεως είναι πολύ χαρακτηριστική και αποδεικνύει το έως ποιό κατάντημα είναι δυνατόν να ξεπέσει ο άνθρωπος ή ολόκληρη τοπική εκκλησία, όταν με τον μανδύα του Ευαγγελίου προσπαθεί να καλύψει το χειρότερο πάθος που ονομάζεται εγωισμός και υπερηφάνεια. Καταντά δε κωμικοτραγικό, όταν βλέπει κανείς πως ο «αλάθητος» πάπας, πονηρά σκεπτόμενος, επιζητεί να «θεμελιώσει» την ανόητη θεωρία του πρωτείου του στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή. Τι ισχυρίζεται λοιπόν ο «αλάθητος»; Παίρνει τον λόγο του Κυρίου, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, που τονίζει ότι «ος εάν θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος». Λέει τώρα λοιπόν ο αρχηγός της pax vaticana: «Είμαι ο τελευταίος όλων σας. Αφού λοιπόν είμαι ο τελευταίος και σας διακονώ, άρα τώρα, θείω δικαίω, είμαι ο πρώτος. Λοιπόν, δεύτε προσπέσατε και προσκυνήσατε την εμβάδα ημών»! ( Όντως, και η περίπτωση αυτή του «διαδόχου του Πέτρου» είναι από τις περιπτώσεις που περνάμε από την κωμωδία στο δράμα).
Επειδή λοιπόν είναι πολύ λεπτό και κομβικό για την πνευματική ζωή το σημείο αυτό, δια τούτο ο Ιησούς: «προσκαλεσάμενος αυτούς, λέγει αυτοίς. Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών, κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ούχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν, έστε υμων διάκονος, και ος εάν θέλει υμών γενέσθαι πρώτος, έστε πάντων δούλος» (Μάρκου Ι΄ 42-44). Δηλ. Ο Ιησούς τους κάλεσε και τους λέγει: «Γνωρίζετε, ότι εκείνοι, που αρέσκονται να κυβερνούν τα έθνη, ασκούν απόλυτη κυριαρχία επάνω τους, και οι μεγάλοι αξιωματούχοι τους τα καταδυναστεύουν. Σε σας όμως, δεν πρέπει να συμβεί έτσι. Αλλ’ όποιος θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, πρέπει να είναι υπηρέτης σας. Και όποιος από σας θέλει να γίνει πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος όλων».
Άμεσος και αποκαλυπτικός, όπως πάντοτε βεβαίως, ο λόγος του Θεανθρώπου. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της Ορθοδόξου Χριστιανικής πνευματικότητας!
Ξεκάθαρα πράγματα λοιπόν. Οι φιλοδοξίες και μάλιστα αυτές που περιπλέκονται με τα καθ’ αυτό πνευματικά θέματα, αποτελούν εκτροχιασμό της Ευαγγελικής ζωής. Αντιθέτως η ταπείνωσις που εκφράζεται και με την διακονία των αδελφών, αποτελεί δείγμα γνησίας πνευματικότητας και Χριστιανικής ωριμάνσεως.
Αλλά, τι χρείαν έχομεν μαρτύρων, αδελφοί μου, όταν αυτό το αιώνιο πρότυπό μας, ο «Υιός του ανθρώπου», μας ομολογεί για τον εαυτόν του ότι «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών»; (Μαρκ. Ι΄ 45). Δηλ. Ο Υιός του ανθρώπου (δηλ. της Παναγίας), δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή του σαν λύτρο για πολλούς (για όλους δηλ. αρκεί να το θέλουν).
Αδελφοί μου, ας το ομολογήσουμε εν ταπεινώσει. Είναι τόσο απροσμέτρητα τα Θεϊκά αυτά λόγια, που όχι απλώς δεν μπορούμε να τα εξαντλήσουμε και να τα κατανοήσουμε στο όλο τους βάθος, αλλά κινδυνεύουμε, λόγω αδυναμίας εάν δεν προσέξουμε, αλλοίμονο, να τα παρεξηγήσουμε.
Είναι και πάλι το σημείο που η λογική μας σταυρώνεται διότι δεν μπορεί να εννοήσει την οδόν του Κυρίου.
Ομολογουμένως, η ανθρωπίνη, ξεπεσμένη λογική, συμφωνεί με το αίτημα των δύο υιών Ζεβεδαίου. Το αίτημά τους, το βρίσκει ως φυσιολογικό και απολύτως λογικό. Όμως, ο λόγος του Θεού, μας κάνει, όχι να σκεφθούμε το προσωπικό μας συμφέρον, αλλά να ταπεινωθούμε, να αναγνωρίσουμε τα πάθη και τις αδυναμίες μας, και να διακονήσουμε γνήσια τους αδελφούς μας, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας αλλά και της χάρης που έχει ο καθένας μας. Και όταν συμβαίνει αυτό, τότε πραγματικά ωφελούμαστε και όντως στο επίπεδο αυτό μπορεί να γίνεται λόγος περί ορθού και χριστιανικού συμφέροντος.
Αυτή είναι και η οδός των αγίων. Η ταπείνωσις! Αυτόν ακριβώς τον δρόμο καλούμαστε να βαδίσουμε όλοι βεβαίως οι πιστοί, ανεξαρτήτως του ποιά έκφραση ορθοδόξου ζωής, έχουμε επιλέξει για την σωτηρία μας. Και ο δρόμος αυτός έχει τόσα μυστικά, και αποκαλύπτει τέτοιες ουράνιες καταστάσεις, που μόνο όσοι γεύτηκαν την ταπείνωση-το δώρο αυτό του Θεού-μπορούν να αισθανθούν και να επιβεβαιώσουν του λόγου το ασφαλές.
Αγαπητοί μου. Το άστοχο αίτημα των δύο μαθητών, όχι μόνο δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει στο να επικοινωνούμε με τον Θεό, αλλ’ αντιθέτως, θα πρέπει να μας κάνει να τον δοξάζουμε, να του ζητούμε συγχώρεση για τα λάθη μας και τις αστοχίες μας. Τούτο δε ας γίνεται ακορέστως και διηνεκώς. Εκεί που χρειάζεται όμως προσοχή, είναι στο τι ακριβώς θα αιτούμεθα, «προσεγγίζοντας τω θρόνω της χάριτος»(Εβρ.Δ΄16).
Τα αιτήματά μας να διέπονται από την συναίσθηση των δυνάμεων αλλά και των αδυναμιών μας, και κυρίως να τα διαποτίζει η έννοια του σταυρού και της ταπεινώσεως, εάν θέλουμε πραγματικά να δοξαστούμε.
«Παρακάλεσα τον Θεό –έλεγε μια ευσεβής ψυχή- να μου δώσει δύναμη για να κατορθώσω μεγαλύτερα πράγματα στην ζωή μου. Εκείνος όμως με άφησε στην αδυναμία, για να πραγματοποιήσω καλύτερα πράγματα. Του ζήτησα πλούτη για να κατακτήσω την ζωή. Με άφησε όμως σε φτώχεια, για να φιλοσοφήσω επάνω στη ζωή. Του ζήτησα ισχύ για να είμαι ανεξάρτητος, αλλ’ Εκείνος με άφησε σε αδυναμία για να είμαι εξαρτημένος από Αυτόν»!
Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι!