«Περιορισμένη χρεοκοπία»; Ο χαρακτηρισμός δεν αφορά μόνο την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, αλλά και την ικανότητα των Ελλήνων να πραγματεύονται του λοιπού το κοινωνικό συμβόλαιο, χωρίς να φαγωθούν μεταξύ τους... Η Ελλάδα στούκαρε στο βουνό του χρέους. Τώρα οι Ελληνες θα φάνε τους άλλους μισούς, νεκρούς. Και αύριο ζωτικά όργανα προς πώλησιν, μαζί με τα παλιοσίδερα από τους σκουπιδοτενεκέδες. Ομόλογα επίσης, σκουπίδια του 22%. Τη βίαιη απαξίωση όμως δεν την υφίσταται μόνο η οικονομία αλλά και το φρόνημα. Αρχίζει από το γιαούρτωμα.
Να μην καταλήξει στο έγκλημα. Οι πολιτικοί φυσικά δεν πρόκειται να τα πουν όλα, όσο οι νεοεμφανιζόμενες αλυσίδες καθαριστηρίων ρίχνουν τις τιμές. Και καλά θα κάνουν να μην τα πουν όλα, διότι όποιος μαθαίνει υπερβολικά πολλά κινδυνεύει από το χειρότερο: την ιδεολογική αυταπάτη ότι τα ξέρει όλα. Διαβάζοντας τις καθημερινές ανακοινώσεις για τους πλεονάζοντες τυφλούς, φοβούμαι πως η Ελλάδα γίνεται Μαχαγκόνι, όπου η κυνική διαπίστωση του Μπρεχτ («Η ληστεία μιας τράπεζας δεν είναι τίποτα μπρος στην ίδρυσή της») συναγωνίζεται τις προειδοποιήσεις του Προβόπουλου, ο οποίος χτύπησε τις προάλλες το «τρίτο κουδούνι»: μισθοί από του χρόνου στο επίπεδο του 2001. Να λοιπόν που η χώρα μου θυμίζει εκείνον τον φουκαρά του Σιοράν. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάθε πρωί απευθυνόταν στον εαυτό του λέγοντας αυταρχικά: «Θέλε! Θέλε!». Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει αν έπαιζε τραγωδία ή κωμωδία; Δεν το νομίζω. Το μόνο βέβαιο είναι πως ενεργώντας εναντίον του εαυτού του «περιφρονούσε τις απολαύσεις του λήθαργού του», όπως άλλωστε τις περιφρονούμε κι εμείς, διαβάζοντας τους ονειροκρίτες. Το φροϋδικό μέλλον μιας αυταπάτης εγκαταστάθηκε πάνω από την Ελλάδα σαν χαμηλό βαρομετρικό. Πώς λοιπόν να μοιραστώ τη χαρά του Βαγγέλη Βενιζέλου κατά την τελετή παράδοσης τη Δευτέρα στην Ιπποκράτους; Ο Ζίζεκ θα την ονόμαζε «mise en scène» της φαντασίωσης που ενεργεί στο κέντρο της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας.Εγώ, ανθιστάμενος στον ισχυρισμό ότι η φαντασίωση καταλήγει στο να δομεί την πραγματικότητα - διότι βρίσκεται από την πλευρά της -, θα προσυπέγραφα τον διάλογο του ιερέα με τον Κ. στη «Δίκη» του Κάφκα.
Να μην καταλήξει στο έγκλημα. Οι πολιτικοί φυσικά δεν πρόκειται να τα πουν όλα, όσο οι νεοεμφανιζόμενες αλυσίδες καθαριστηρίων ρίχνουν τις τιμές. Και καλά θα κάνουν να μην τα πουν όλα, διότι όποιος μαθαίνει υπερβολικά πολλά κινδυνεύει από το χειρότερο: την ιδεολογική αυταπάτη ότι τα ξέρει όλα. Διαβάζοντας τις καθημερινές ανακοινώσεις για τους πλεονάζοντες τυφλούς, φοβούμαι πως η Ελλάδα γίνεται Μαχαγκόνι, όπου η κυνική διαπίστωση του Μπρεχτ («Η ληστεία μιας τράπεζας δεν είναι τίποτα μπρος στην ίδρυσή της») συναγωνίζεται τις προειδοποιήσεις του Προβόπουλου, ο οποίος χτύπησε τις προάλλες το «τρίτο κουδούνι»: μισθοί από του χρόνου στο επίπεδο του 2001. Να λοιπόν που η χώρα μου θυμίζει εκείνον τον φουκαρά του Σιοράν. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάθε πρωί απευθυνόταν στον εαυτό του λέγοντας αυταρχικά: «Θέλε! Θέλε!». Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει αν έπαιζε τραγωδία ή κωμωδία; Δεν το νομίζω. Το μόνο βέβαιο είναι πως ενεργώντας εναντίον του εαυτού του «περιφρονούσε τις απολαύσεις του λήθαργού του», όπως άλλωστε τις περιφρονούμε κι εμείς, διαβάζοντας τους ονειροκρίτες. Το φροϋδικό μέλλον μιας αυταπάτης εγκαταστάθηκε πάνω από την Ελλάδα σαν χαμηλό βαρομετρικό. Πώς λοιπόν να μοιραστώ τη χαρά του Βαγγέλη Βενιζέλου κατά την τελετή παράδοσης τη Δευτέρα στην Ιπποκράτους; Ο Ζίζεκ θα την ονόμαζε «mise en scène» της φαντασίωσης που ενεργεί στο κέντρο της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας.Εγώ, ανθιστάμενος στον ισχυρισμό ότι η φαντασίωση καταλήγει στο να δομεί την πραγματικότητα - διότι βρίσκεται από την πλευρά της -, θα προσυπέγραφα τον διάλογο του ιερέα με τον Κ. στη «Δίκη» του Κάφκα.
Λέει ο ιερέας: «Δεν είμαστε αναγκασμένοι να τα θεωρήσουμε σαν αληθινά αλλά σαν αναγκαία».Και ο Κ. απαντά: «Τότε το ψέμα γίνεται παγκόσμιος νόμος».