Του Άγγελου Πυριόχου
Ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη: «Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών. Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα. Για τα παιδιά μας που πουλάν’ τσιγάρα στους διαβάτες. Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή. Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα, σαν κρανία ξεδοντιασμένα. Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους. Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται
στα χαλάσματα. Για τις φλεγόμενες πόλεις, τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους. Τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια. Μιλώ για τις ατελείωτες νύχτες, όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα. Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες. Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
στα χαλάσματα. Για τις φλεγόμενες πόλεις, τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους. Τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια. Μιλώ για τις ατελείωτες νύχτες, όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα. Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες. Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες, π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του. Κι όταν Αυτός κουράστηκε, αυτοί δεν ξαπόστασαν. Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε, αυτοί δεν αρνήθηκαν. Κι όταν Αυτός δοξάστηκε, αυτοί στρέψαν’ τα μάτια. Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν’. Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει. Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει. Ορθιοι και μόνοι μέσ’ στη φοβερή ερημία του πλήθους»…
Ασυναίσθητα άρχισα να απαγγέλλω από μέσα μου, όταν είδα τρεις σειρές ταξί να περιμένουν, σαν προσυγκέντρωση διαμαρτυρίας. Απλώς… δεν υπάρχουν πελάτες. Κατεβασμένα τα ρολά στα μαγαζιά. Απέναντι δύο πρεζόνια ενοχλούν μια γριά. Να φάνε θέλουν. Ο ένας τη σπρώχνει. Τα όργανα παρακολουθούν. Οχι, η γριά δεν είναι πολιτικό προστατευόμενο πρόσωπο. Στην «ερημία του πλήθους».