Toυ Παναγιώτη Αποστόλου
Ήταν η τελευταία επικοινωνία του μακαριστού με το
ποίμνιό του και ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω, που βρήκε την δύναμη ψυχής για να
απευθύνει αυτά τα λόγια στον Ελληνικό λαό, όταν γνώριζε πως σε λίγες ημέρες θα
αποδημήσει εις Κύριο. Ίσως του έδινε δύναμη η μεγάλη του πίστη στον Θεό και η
μεγάλη του αγάπη προς τον λαό του. Αυτό το μήνυμα, θεωρώ πως είναι μία μεγάλη
παρακαταθήκη στις δύσκολες ημέρες που περνά ο τόπος μας και ο λαός μας. Είναι
ένα μήνυμα προφητικό και φαντάζει σαν να το είπε χθες.
Στις
28 Ιανουαρίου 2012 συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την αποδημία του Μεγάλου
Έλληνα Ιεράρχη, του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κυρού
Χριστοδούλου. Ο Μεγάλος αυτός αγωνιστής της Ορθοδοξίας και του
Ελληνισμού, είχε βρει ένα μαγικό τρόπο επικοινωνίας με τους συνέλληνες. Με τους τρυφερούς αλλά συνάμα πύρινους λόγους του,
κέρδιζε την εμπιστοσύνη και την αγάπη τους και τα μηνύματα του κηρύγματός του
φώλιαζαν βαθιά μέσα στην καρδιά τους. Χαρισματική
και μοναδική η επικοινωνία του με τους
νέους, που πίστευε πραγματικά πως είναι το αύριο της πατρίδος μας και πρέπει να
έχουν ιδανικά και πίστη στις ικανότητές τους. «Ελάτε στην εκκλησία όπως είστε, με το τζην, με το
σκουλαρίκι ».
Γνώριζε ο Μακαριστός Χριστόδουλος πως την νεολαία
πρώτα έπρεπε να την πλησιάσει με πιστικό τρόπο, να γίνει ένα με αυτούς, να
δείξει πως κατανοεί τους προβληματισμούς τους και ακολούθως ήταν σίγουρος πως
θα τον αποδέχονταν.
Έτσι, αργότερα όταν κατάλαβε πως γινόταν αποδεκτός από
τους νέους και αφού τον ενημέρωσαν πως παντού οι νέοι, εκφράζονταν με την ατάκα
«τον πάμε τον Χριστόδουλο» είπε την παροιμιώδη έκφραση για Ιεράρχη, «και εγώ
σας πάω».
Έντονες και σκληρές οι αντιδράσεις του για όλα τα
θέματα πολιτικής όταν ένιωθε πως ενοχλούσαν τον πατριωτισμό και την πίστη του
χριστεπώνυμου πληρώματος.
Αυτές οι παρεμβάσεις του, ενόχλησαν την πολιτεία και
ήταν μοιραία η σύγκρουση με τους κρατούντες.
Το 2000 ήταν έντονη η αντιπαράθεσή του με τον Υπουργό
Δικαιοσύνης, κ. Μιχάλη Σταθόπουλο για το ζήτημα της Αρχής προστασίας προσωπικών
δεδομένων.
Λίγους μήνες όμως μετά η σύγκρουση ήταν μετωπική και η
αντιπαράθεση κτύπησε κόκκινο.
Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, δηλώνει αντίθετος με
την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ( βουλή των Ελλήνων, 24 Μάιου
2000 ) ισχυριζόμενος ψευδώς πως την υπαγόρευσε η Ε.Ε.
Η αντίδραση της Ιεράς Συνόδου υπήρξε άμεση, με την
διοργάνωση δύο λαοσυνάξεων, στην Θεσσαλονίκη (14 Ιουνίου) και στην Αθήνα (21
Ιουνίου). Εκατομμύρια λαού, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Χριστόδουλου στις
δυο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος. Το επόμενο διάστημα όμως, το χάσμα μεταξύ
εκκλησίας και πολιτείας μεγάλωσε και έδειχνε αγεφύρωτο. Προ της
ανυποχωρητικότητας της πολιτείας, η εκκλησία αποφάσισε στις 14 Σεπτεμβρίου την
συλλογή υπογραφών και ζητούσε την ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος
περί διενέργειας δημοψηφίσματος ( ο πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με
διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα Εθνικά θέματα…….που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό
ζήτημα….). Η συλλογή διενεργήθηκε σε όλες τις εκκλησίες της Ελλάδος, διήρκησε
περίπου ένα χρόνο και η συμμετοχή των τριών εκ. πιστών που υπέγραψαν, υπήρξε
αβίαστη και εκούσια.
Στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, παρέδωσε
τις υπογραφές στον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο.
Το αίτημα της εκκλησίας της Ελλάδος δεν έγινε δεκτό και μέχρι σήμερα οι
κρατούντες απαγορεύουν την έστω προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις
ταυτότητες.
Γι΄ αυτό το ανοικτό μέχρι τις ημέρες μας τεράστιο
ζήτημα, εύλογα στον κάθε πολίτη γεννούνται τα παρακάτω ερωτήματα:
1. Γιατί ο κ. Στεφανόπουλος ως Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας, απέρριψε το δημοψήφισμα στην καταγεγραμμένη επιθυμία εκατομμυρίων
πολιτών για την αναγραφή του θρησκεύματός τους στις ταυτότητες. Ποιος τον ώθησε
ή τον ανάγκασε στην απόφαση παραβίασης του Συντάγματος της χώρας;
2. Γιατί ο κ.
Σημίτης ως Πρωθυπουργός, ισχυρίσθηκε ψευδώς πως την απαγόρευση της αναγραφής
του θρησκεύματος στις ταυτότητες, την υπαγόρευσε η κομισιόν, όταν η ίδια η Ε.Ε.
τον είχε διαψεύσει δια στόματος του επιτρόπου κ. Kovacs και του τότε Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.
Fratini, οι οποίοι είχαν δηλώσει πως ουδέποτε απέστειλαν
τέτοιο αίτημα στις Ελληνικές αρχές;
3. Γιατί ο κ. Καραμανλής ως αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, αφού πρώτα συνυπόγραψε μαζί με την σύζυγό του το έντυπο της
εκκλησίας μας για αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όταν αργότερα
έγινε Πρωθυπουργός, παρότι είχε δεσμευθεί για την επαναφορά, κώφευσε και
«έπνιξε» το ζήτημα;
Τον Ιούνιο του 2007 διαγνώσθηκε πως ο Αρχιεπίσκοπος
είχε χτυπηθεί από την επάρατο νόσο. Εγχειρίστηκε, έκανε θεραπεία, μετέβη για
μεταμόσχευση στις ΗΠΑ αλλά δυστυχώς επέστρεψε χωρίς να γίνει η μεταμόσχευση
επειδή η νόσος είχε κάνει πολλές μεταστάσεις και θα ήταν ανώφελη κάθε άλλη
ιατρική ενέργεια.
Παρά την βεβαρυμμένη υγεία, ποτέ δεν έχασε το σθένος
του, την πίστη του και την προσπάθεια να δίνει συμβουλές και κουράγιο στους
άλλους.
Στις 28 Δεκεμβρίου 2007 βρήκε την δύναμη και το
κουράγιο και ενόψει του νέου έτους, στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του προς τον
Ελληνικό λαό, είπε μεταξύ των άλλων:
«κάθε Πρωτοχρονιά είναι συμβατική αφετηρία μιας νέας
προσπάθειας. Κανείς ασφαλώς δεν θέλει να ζει σε ένα κόσμο παρακμής, αντιφάσεων,
αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, αδικίας και αμοραλισμού. Η κατάσταση δεν
αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται
να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί
στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι
αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των
Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών. Σταθείτε
όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μην ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια σας. Διδάξτε
στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός
μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατά επανάληψη
αποδείξει και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και ανάκαμψη. Για να
ξαναβρούμε ότι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ότι κινδυνεύει. Με πατρική
αγάπη και ευχές».
Έτσι στις 28 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή,
υποκύπτοντας στην επάρατο νόσο.
Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία έγιναν σε μία ημέρα
φτωχότεροι. Χάθηκε εκείνος που τους έδινε ελπίδα, που μιλούσε στις καρδιές τους
και στην συνείδησή τους, που τους ανύψωνε το ηθικό και το φρόνημα, χάθηκε η
ψυχή τους.
Ο
Χριστόδουλος δεν ήταν μόνο Μέγας Ιεράρχης, ήταν Εθνικό Σύμβολο.
Εξύψωσε την εκκλησία στα μάτια και τις ψυχές του λαού μας, αλλά ύψωσε και τα
Εθνικά λάβαρα και πρωτοστάτησε, όχι μόνο στην σωτηρία της Χριστιανικής ψυχής
μας, αλλά και στην σωτηρία της Εθνικής μας ψυχής.
Η απουσία του, κάθε μέρα γίνεται και πιο αισθητή, στις
ζοφερές και ταραχώδεις ημέρες που
περνάει η πατρίδα μας. Το κενό που άφησε είναι τεράστιο και δυστυχώς δεν
υπάρχει κανένας που θα μπορούσε στο ελάχιστο να το αναπληρώσει.
Δυστυχώς, η Ελλάδα μας σήμερα είναι ένα ακέφαλο πτώμα
που το κατασπαράσσουν τα όρνεα της νέας τάξεως πραγμάτων και της
παγκοσμιοποίησης. Χαμογελούν και χορεύουν όλοι οι πολιτικάντηδες που ξεπουλούν
την χώρα και πτωχεύουν τον λαό της . Όλοι εκείνοι οι διεθνιστές αριστερολάγνοι,
οι καλοβολεμένοι των ΜΜΕ, που τρέμουν να μιλήσουν για τα Εθνικά θέματα, μήπως
και τους μαλώσει «ο μεγάλος αδελφός».
Στις 28
Ιανουαρίου 2008, έφυγε ο Χριστόδουλος των Ελλήνων.
«Ο πρωτοπόρος, ο κοινωνικός εργάτης, ο άνθρωπος που
διήνυσε όλη του την ζωή, διακονώντας τον θείο λόγο με πολυμέρεια, οξυδέρκεια,
γλαφυρότητα, αγωνιστικότητα, ελευθερία, σεβασμό προς τον άνθρωπο, αφοσίωση στην
Ορθόδοξη πίστη, αγάπη προς την πατρίδα» (από τον επικήδειο του Μητροπολίτου
Σερρών, Θεολόγου για τον μακαριστό, στην Ιερά Μητρόπολη των Αθηνών).