Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Μικρή σε έκταση, αλλά τεράστια σε αξία και πνευματικό
περιεχόμενο η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Μέσα
σε λίγους στίχους ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μας δίνει το στίγμα της
αυθεντικής πνευματικής ζωής, που δεν είναι άλλο από την υψοποιό ταπείνωση. Δυστυχώς
ο άνθρωπος ρέπει προς το κακό «εκ
νεότητος αυτού». Εάν τώρα θελήσουμε να δώσουμε με μια λέξη την ουσία του όλου κακού, δεν θα
πέφταμε έξω, εάν
λέγαμε ότι το όλον κακό, με τις αρνητικές του εκφάνσεις,
συνοψίζεται στην λέξη υπερηφάνεια. Στην φοβερή υπερηφάνεια που εκτρέφει τον
καταραμένο εγωισμό. Και γίνεται ακόμα χειρότερη η κατάσταση όταν αυτός ο
πειρασμός της υπερηφάνειας, που διαποτίζει ολόκληρο το ψυχοσωματικό είναι του
ανθρώπου, τελικώς περνά και θρονιάζεται ακόμα και μέσα στον ιερότερο χώρο της
καρδιάς. Στον χώρο της επικοινωνίας με τον Θεό, δηλ. στην λατρεία και στην
προσευχή.
Εάν εμβαθύνουμε, έστω και για λίγο
στους στίχους της περικοπής, οπωσδήποτε θα εκπλαγούμε και θα συγκλονιστούμε.
Και τούτο διότι ο Φαρισαίος, αυτά για τα οποία εκαυχάτο, δεν ήταν φανταστικά.
Ήταν πραγματικά όλα αυτά τα έργα που «φαρισαϊκώ
τω τρόπω» απαριθμούσε.
Άνευ αμφιβολίας, ήταν ο άνθρωπος που
εφάρμοζε εξωτερικά τις εντολές, με όλες τους τις λεπτομέρειες. Ήταν ο τύπος που
στην αρχή αγχωνόταν και έκανε το περιβάλλον του να ασφυκτιά, μήπως και του
ξεφύγει ο «αποδεκατισμός» ακόμα και του «ηδύοσμου,
του άνηθου και του κύμινου» (Ματθ. κγ’ 23). Ήταν αυτός που τελικώς
κατόρθωσε να ξεπεράσει και αυτόν τον αρρωστημένο πανικό της μικρολεπτομέρειας
του καθημερινού βίου, και τώρα βυθιζόταν σε ό,τι χειρότερο, δηλ. στην
αναισθησία της δήθεν τελειότητας...
Βεβαίως, στην φρικτή αυτή κατάσταση,
οδηγήθηκε ο ίδιος, όχι από την δήθεν πιστή εφαρμογή του Μωσαϊκού νόμου, αλλά
από την αρρωστημένη του υπερηφάνεια, και φυσικά από την εγκατάλειψη της αγάπης
από την οποία «όλος ο νόμος και οι
προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ’ 40).
Ο πραγματικά, ψυχικά άρρωστος,
Φαρισαίος, διέθετε το σώμα, τον σκελετό, τα σπλάχνα και τα νεύρα. Του έλειπε
όμως το ένα. Το μοναδικό. Του έλειπε η ταπείνωση που είναι η ψυχή. Η ψυχή της
πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό, παρά τα εξωτερικά έργα, είχε καταρρεύσει και
αποτελούσε πλεόν για τον πνευματικό κόσμο, ένα πτώμα. Ένα πτώμα, που προϊόντος
του χρόνου, γινόταν σκωληκόβρωτο από ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να υπάρξει. Από
τα σκουλήκια του εγωισμού, της υπερηφάνειας και του αυτοθαυμασμού.
Πόσα, αλήθεια, δεν έχει να μας
επισημάνει ο Φαρισαίος αυτός με την παραφροσύνη του και την πνευματική του
τρέλα, όταν μάλιστα προστεθεί και η αγανάκτηση που προξενεί στην κοινωνία μας η
συμπεριφορά του;
Όντως, φίλοι μου, δεν υπάρχει
περισσότερο αποκρουστικός τύπος από τον αλαζόνα και υπερήφανο άνθρωπο. Όταν
μάλιστα συνειδητοποιήσουμε ότι ο τύπος του Φαρισαίου, το δηλητηριώδες αυτό
αγκάθι, μπορεί να φυτρώσει σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, ακόμα και στον
ιερότερο, τότε δεν έχουμε παρά να παρακαλέσουμε τον Θεό να μας φυλάει από
τέτοιες συμπεριφορές. Όμως,
καιρός να στρέψουμε τώρα τους οφθαλμούς στο ταπεινό και εύοσμο άνθος του
αδελφού μας του Τελώνου!
Μπροστά μας λοιπόν προβάλλει τώρα ο
ταλαίπωρος Τελώνης. Ο άνθρωπος δηλαδή που όχι έργα αγαθά δεν είχε να επιδείξει,
αλλά και που λόγω του επαγγέλματός του, σίγουρα θα είχε γίνει μισητός από τους
ανθρώπους. Και το γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος. Γνωρίζει όσο δεν φανταζόμαστε την
κατάστασή του, αλλά ταυτοχρόνως γνωρίζει και το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό και το
ίδιο το Ιερό Ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει την ευλογημένη οδό της σωτηρίας του.
Έργο του, για να κατακτήσει την σωτηρία του, είχε κάνει την ταπείνωση!
Μέσω της συντριβής και της καρδιακής
προσευχής, κρατά το νου του στον Άδη. «Ουδέ
τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν
επάραι» τολμούσε (Ματθ. ΙΗ’ 13). Και
παρ’ όλα αυτά δεν χάνει την ελπίδα του στο έλεος και στην αγάπη του Θεού. Οπωσδήποτε
είναι αμαρτωλός, και μεγάλος μάλιστα, όμως η γνήσια μετάνοια, είναι δυνατότερη
από οποιαδήποτε αμαρτία.
Αντί λοιπόν της υπερήφανης και
αηδιαστικής «ευχαριστίας» του «καλού Φαρισαίου», ο τελωνικός νους μέσα στην
καρδιά (δηλ. ο όλος άνθρωπος), δια της αποκαλυπτικής και θεραπευτικής
ταπεινώσεως, ήδη έχει ξεκινήσει την οδό της σωτηρίας.
Μέσα στην ευλογημένη ατμόσφαιρα της
προσωπικής του συντριβής, ο Τελώνης βιώνει την αυθεντική πνευματικότητα. Την
κατάσταση δηλαδή που εκφράζεται ως ολοκληρωτική απογοήτευση από τον ίδιο τον
εαυτό του, αλλά ταυτοχρόνως και ως ολοκληρωτικό δώσιμο, προς θεραπεία και
αποκατάσταση από τον ίδιο τον Θεό. Οπωσδήποτε,
χρειάζεται εργασία ετών και συνειδητή ψυχοσωματική άσκηση. Χρειάζεται
καθοδήγηση από έμπειρο πνευματικό πατέρα και ομολογουμένως, συνειδητή
μυστηριακή ζωή ώστε να φθάσει ο πιστός άνθρωπος στο επίπεδο του Τελώνου. Όσο κι
αν φαίνεται μπροστά μας ότι είναι ένας κακόμοιρος και ταλαίπωρος, μέσα από το
πρίσμα της ευαγγελικής οδού -της ορθοδόξου ησυχαστικής παραδόσεως, που είναι
και η αυθεντική ευαγγελική ερμηνεία- ο Τελώνης, λαμβάνει καταπληκτικές
διαστάσεις αγιότητας (= αγωνιστικότητας), αφού τελικώς, ο ίδιος ο Κριτής,
Κύριος Ιησούς Χριστός, μας τονίζει ότι αυτός που «έτυπτεν εις το στήθος αυτού», «κατέβη δεδικαιωμένος».
Και ενώ η καρδιά μας
χαίρει και σκιρτά για την δικαίωση του τελώνου, εξ’ αντιθέτου, όσο ερευνούμε τη
συμπεριφορά του Φαρισαίου, τόσο και περισσότερο η καρδιά μας παγώνει και
συρικνώνεται μπροστά στην δαιμονική του σκότωση, αλλά και στο αλλοπρόσαλλο που
οδηγεί στον αδελφικό αποκλεισμό αλλά και στην κοινωνική απομόνωση. Καταστάσεις
δηλ. που αποδεικνύουν καθαρή ψυχασθένεια, της πλέον σοβαρής μορφής.
Ας μη βάζουμε τη στενή
λογική μας να ερμηνεύσει τις καταστάσεις αυτές των πνευματικών νόμων, αγαπητοί
μου. Ας προσέξουμε διότι υφίσταται κίνδυνος, μέσω της στενής λογικής μας, να
μπερδευτούμε ακόμα περισσότερο. Γι’ αυτό καλόν θα είναι και στο σημείο αυτό του
πνευματικού αγώνα, να μένουμε και κυρίως να βιώνουμε τον Θεόπνευστο λόγο του
προφητάνακτος Δαυίδ, τον οποίον έκανε υπαρξιακό του βίωμα ο Τελώνης «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο
Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. Ν’).
Δυστυχώς, με τη λογική
μας και τη δικαίωσή μας, που δεν έχουν ακόμα συνθλιβεί, όπως του Τελώνου,
ακολουθούμε μάλλον την πλατιά λεωφόρο του Φαρισαίου, δίχως να το κατανοούμε. Τα
δε αποτελέσματα; Τραγικά και κάποιες φορές, αλλοίμονο, ανεπανόρθωτα.
Αντί να αισθανόμαστε
και να πολεμούμε την καταραμένη υπερηφάνεια που σκοτίζει το νου, που ψυχραίνει
την καρδιά και που εξασθενεί την θέληση για την ευλογημένη μετάνοια, εμείς
απαριθμούμε «εις εαυτούς και αλλήλους»
τα δήθεν καλά μας έργα.
Έργα τα οποία επί της
ουσίας, εάν όχι όλες τις φορές, πάρα πολλές πάντως, είναι πανομοιότυπα με τα
έργα του Επισκόπου Λαοδικείας. Έργα για τα οποία «ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η
αρχή της κτίσεως του Θεού» (Αποκάλ. Γ’ 14), δηλ. ο Κύριός μας Ιησούς
Χριστός του ετόνισε ότι «μέλλω σε εμέσαι
εκ του στόματός μου» (Αποκ. Γ’ 16). Εάν
ρίξουμε μια σύντομη ματιά στη Εκκλησιαστική μας Ιστορία και ιδίως στα Ιερά Συναξάρια,
θα διαπιστώσουμε ότι όσο περισσότερο ανέρχονται στις βαθμίδες της αγιότητας οι
φίλοι του Θεού, τόσο και περισσότερο βιώνουν την καρδιακή προσευχή του Τελώνου.
Όσο περισσότερο αισθάνονται την πραγματικότητα της πτώσεως και τον ρεαλισμό της
ανθρωπίνης αδυναμίας, τόσο και περισσότερο αγωνίζονται να αποκλείσουν και την
παραμικρότερη σκέψη, που υποβάλλει ο εχθρός, ότι έφθασαν δήθεν σε κάποιο
επίπεδο πνευματικότητας.
Αλλά για να μη γίνει καμιά
παρεξήγηση, αδελφοί μου, θα πρέπει και πάλι να διευκρινίσουμε, ότι για το
κατάντημα του Φαρισαίου, δεν έφταιγαν αυτά καθ’ εαυτά τα έργα, αλλά ο ίδιος του
ο εγωισμός. Ο εγωισμός και η υπερηφάνεια που καλύπτονταν μάλιστα και με
θρησκευτικό μανδύα.
Ο πιστός όμως και συνειδητός
Χριστιανός, οφείλει πάντοτε να δείχνει την αγάπη του προς τον Θεό και την
ολοκληρωτική του μετάνοια, και με έργα αγάπης προς τους αδελφούς του, κατά το
μέτρο βεβαίως του δυνατού.
Είναι εντελώς ανεπίτρεπτο ένας
άνθρωπος να έχει δήθεν έργα αγάπης και ταυτοχρόνως να τρέφει και την
υπερηφάνεια, και από την άλλη είναι όντως φοβερό, ένας να νομίζει ότι έχει
ταπείνωση και συντριβή, αλλά να αφήνει τους αδελφούς του στον πόνο τους και στη
δυστυχία τους.
Επομένως, δεν μένει αδελφοί μου,
παρά να συνειδητοποιήσουμε την κληρονομική αλλά και επίκτητη πνευματική μας
ασθένεια που ονομάζεται υπερηφάνεια και που δρα σε συνδυασμό με την αναλγησία
και την αναισθησία στον πόνο του αδελφού.
Αφού δε γίνει αυτό, στην συνέχεια,
να ζητήσουμε το έλεος του Θεού, το οποίο είθε να μας καταδιώκει, να μας
προφθάνει και να μας κυκλώνει, όχι μόνο την περίοδο του Τριωδίου, αλλά «πάσας τας ημέρας της ζωής ημών».
Και προσοχή, ας μη λησμονούμε ποτέ ότι, δεν φαίνεται κανείς
ποτέ του τόσο γελοίος από τα ελαττώματα που έχει, όσο από τα προτερήματα που
προσποιείται ότι δήθεν έχει. Ευλογημένο Τριώδιο, καλή μετάνοια.