Ιδού µια στιχοµυθία που θα µπορούσε να είναι αληθινή: «Τι; Είσαι συνταξιούχος; Φτου σου παλικάρι µου, ούτε 40 χρονώ δε µοιάζεις», «Μα δεν τα έχω κλείσει τα 40». Ο συνταξιούχος θα µπορούσε να είναι πιλότος ελικοπτέρων στον στρατό, αξιόµαχος, υγιής, µε σώας τας φρένας. Σε κάποιες ειδικότητες τα χρόνια µετρούσαν διπλά, προσέθεταν ως συντάξιµα τα χρόνια της εκπαίδευσης
και αποσύρονταν από την εργασία προτού εµφανιστεί η πρώτη ρυτίδα. ∆εν πήγαιναν όµως στον καφενέ αφού στον ιδιωτικό τοµέα ήταν περιζήτητοι. Ας µη µιλήσουµε για τις γυναίκες και τις ταπεινωτικές για το φύλο «πρόωρες συντάξεις». Επί µακρόν θεωρήθηκε λογικό να δουλεύουν επί 15 χρόνια και να παίρνουν σύνταξη επί 30 χρόνια, µε δικαιολογητικό το ανήλικο. Και εδώ υπήρχε το παράδοξο: η µάνα έφευγε από τη δουλειά όταν το παιδί αποκτούσε την ανεξαρτησία της προχωρη µένης εφηβείας. ∆ιακρίνεται εν τούτοις άλλη κατηγορία συνταξιούχων: οι ανύπανδρες κόρες δηµοσίων υπαλλήλων. Πριν από λίγα χρόνια είχε υπολογιστεί ότι περί τις 80.000 γυναίκες εισέπρατταν κρατικό βοήθηµα µε αυτή την ιδιότητα. Επαιρναν «σύνταξη άγαµης θυγατέρας» κυρίες µε εµπορικές επιχειρήσεις στο όνοµά τους, µε µόνιµη δουλειά ή µε υψηλά εισοδήµατα από ενοίκια. Αρκούν αυτές οι ιστορίες των νοµίµων λουφαδόρων για να κατευναστεί ο θυµός εκείνων που δούλεψαν σκληρά µια ζωή και τώρα βλέπουν τη σύνταξη να σµικρύνεται µήνα µε τον µήνα; Οχι, δεν αρκούν. Είναι πολύ βολικό να προβάλλονται όλες οι ακρότητες που θεσµοθετήθηκαν από τον άγουρο παπανδρεϊσµό των eighties και να αποσιωπούνται ιστορίες στον αντίποδα, ιστορίες ανθρώπων που δεν είχαν τον δικό τους βουλευτή για να διοριστούν, ιστορίες µε πρωταγωνιστές που πέτυχαν ξεκινώντας από το τίποτε, ιστορίες µε άτυχους που ήταν και παρέµειναν στο περιθώριο µιας κοινωνίας που όλο πλούτιζε, όλο κατανάλωνε. Ο πολιτισµός κρίνεται εν πολλοίς από τον τρόπο που συµπεριφερόµαστε στους αδυνάτους και οι πολίτες της τρίτης ηλικίας είναι σίγουρα τέτοιοι. ∆εν έγινε κάποια µελέτη για το κόψιµο των συντάξεων. ∆εν αποσαφηνίστηκε πόσο θα αποφέρει στον κρατικό κορβανά η αφαίρεση 100 ή 200 ευρώ από άτοµα που είναι άνω των 65 ετών, που εργάστηκαν επί 40 χρόνια χωρίς να σηκώσουν κεφάλι. Αραγε υπάρχει φορολογούµενος να εγκρίνει τέτοιες αποφάσεις που αφορούν τον γονιό του; Ας βρούµε όµως ένα δικαιολογητικό για τα µέτρα: εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις κρίνουν τα 100 ή 200 ευρώ µε τα δικά τους δεδοµένα, δηλαδή τα κρίνουν ως µια βραδιά σε εστιατόριο. Εν κατακλείδι: δεν έχουµε αντίρρηση µε την εκκαθάριση του µητρώου συνταξιούχων, έχουµε όµως πρόβληµα µε το τσουβάλιασµα των υπερηλίκων.