Του Αντώνη Μπέζα (πρώην υφυπουργού Οικονομικών)
Η δημοσιονομική προσαρμογή και η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελούν στόχους με
τους οποίους κανείς δεν μπορεί να διαφωνεί. Κοινά αποδεκτά είναι και τα
εργαλεία για την επίτευξη αυτών των στόχων: αποκρατικοποιήσεις,
αξιοποίηση
δημόσιας περιουσίας, διαρθρωτικές αλλαγές και δραστική περικοπή της κρατικής
σπατάλης. Το πρόβλημα είναι ότι η
κυβέρνηση, είτε δεν ξέρει να τα χρησιμοποιεί,
είτε δεν θέλει, είτε δεν την αφήνουν οι πανίσχυρες συντεχνίες που εξέθρεψε. Έτσι,
όχι μόνο δεν επιτυγχάνονται οι συγκεκριμένοι στόχοι, αλλά η οικονομία βυθίζεται σε μεγαλύτερη και παρατεταμένη
ύφεση, τα λουκέτα πολλαπλασιάζονται, η
ανεργία αυξάνεται, το «εσωτερικό χρέος» δημιουργεί
ασφυξία, η φτώχεια διευρύνεται και, παρά τις πρωτόγνωρες θυσίες
των πολιτών, η χώρα βρίσκεται σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Μια συγκεκριμένη πολιτική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί, αντί των
συνεχών αυξήσεων της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, αφορά τα καταπατημένα από ιδιώτες ακίνητα του
Δημοσίου.
Από συστάσεως του ελληνικού κράτους, η ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου,
αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών, αποτέλεσε αντικείμενο αυθαίρετων
καταπατήσεων. Τα περισσότερα από τα δημόσια κτήματα είναι καταπατημένα, τα μεν
αγροτικά από αντίστοιχες εκμεταλλεύσεις
με ή χωρίς κατοικίες, στα δε αστικά έχουν ανεγερθεί κατοικίες ή κτίρια
για επαγγελματική χρήση, που ιδιοχρησιμοποιούνται ή εκμισθώνονται σε τρίτους. Λόγω αυτής της κατάστασης, έχουν ψηφισθεί
κατά καιρούς νόμοι για την εκποίηση των
κατεχομένων ακινήτων προς τους νομείς και κατόχους τους, εξαιτίας όμως των αυστηρών
γραφειοκρατικών προϋποθέσεων και κυρίως του πλήθους των κριτηρίων που ετίθεντο για
την εξαγορά, το πρόβλημα των καταπατημένων ακινήτων του Δημοσίου δε λύθηκε και
ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν επιτεύχθηκε.
Η με νέους όρους τακτοποίηση των κατεχόμενων δημόσιων κτημάτων, μέσω
της εξαγοράς τους και της χορήγησης τίτλων στους αυθαίρετους κατόχους τους,
αποτελεί πρόσθετη πρόταση διαχείρισης- αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας με
πολλαπλή στόχευση.
α) Την απεμπλοκή της Πολιτείας από
τα καταπατημένα ακίνητα που δεν είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση των
κρατικών αναγκών και δε βρίσκονται σε προστατευόμενες και αρχαιολογικές περιοχές.
β) Την απελευθέρωση των αρμόδιων
υπηρεσιών και των Δικαστηρίων από σημαντικό αριθμό δικών, εξόδων και
γραφειοκρατικών διαδικασιών.
γ) Την επίλυση προβλημάτων που έχουν
ανακύψει από τις μακροχρόνιες καταπατήσεις και τις καλόπιστες στη συνέχεια
μεταβιβάσεις αλλά και την εξάλειψη κοινωνικών συγκρούσεων που εκδηλώνονται κάθε
φορά που η Πολιτεία σπεύδει να προστατέψει με συγκεκριμένα μέτρα, αλλά με
τεράστια χρονική καθυστέρηση, την περιουσία της.
δ) Την εισροή σημαντικών εσόδων στον
προϋπολογισμό, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την αποτελεσματική
προστασία της κοινόχρηστης περιουσίας και της δημόσιας περιουσίας που θα προκύψει
από την υλοποίηση του Κτηματολογίου. Τα έσοδα που θα προκύψουν από μια τέτοια
διαδικασία έχει εκτιμηθεί, με βάση καταγραφή καταπατημένων ακινήτων που έγινε
το 2004, ότι θα ξεπεράσουν τα 6 δις ευρώ.
Η εξαγορά των κατεχόμενων δημόσιων κτημάτων
θα πρέπει να είναι άμεση, ορθολογική και
με προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος
αλλά και την αποφυγή νέων καταπατήσεων με προοπτική τη νομιμοποίησή τους. Το
αναγκαίο νομοθετικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη και την εμπειρία από προηγούμενα
νομοθετήματα, θα πρέπει επίσης να
υπηρετεί τις αρχές της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα, για να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, η εξαγορά θα είναι δυνητική
για το Δημόσιο και θα συμπορεύεται με την ισχύουσα περιβαλλοντική και
πολεοδομική νομοθεσία.
Κάτω από τέτοιες δικλείδες
ασφαλείας, το εγχείρημα αυτό δε συνιστά
εκποίηση δημόσιας περιουσίας σε επιχειρηματικά συμφέροντα και καταπατητές. Εντελώς
αντίθετα, με δεδομένο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, η μη νόμιμη κατοχή
δημοσίων κτημάτων οφείλεται όχι σε αυθαίρετη καταπάτηση αλλά σε έλλειψη
επαρκούς και έγκαιρης αντιμετώπισης κοινωνικών προβλημάτων από την ίδια την
Πολιτεία, η εξαγορά αυτή θα αποτελέσει μέτρο εκσυγχρονισμού και κοινωνικής
δικαιοσύνης, απαραίτητο στη σημερινή δύσκολη συγκυρία.