Στην εφορία της περιοχής μου με κάλεσαν πρόσφατα, για έναν τυπικό έλεγχο της φορολογικής μου δήλωσης, την οποία εδώ και χρόνια, από το 2003 που, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δόθηκε η σχετική δυνατότητα, υποβάλω ηλεκτρονικά. Πηγαίνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος όταν η εντεταλμένη υπάλληλος μού ζήτησε αντίγραφο της δήλωσης, καθώς η ίδια, ελέγκτρια κατά τα άλλα,
δεν είχε πρόσβαση στη σχετική λειτουργία του Taxis. Η έκπληξή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν μου εξήγησε ότι ολόκληρη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να μου παράσχει τη δυνατότητα να συνδεθώ στο διαδίκτυο για να εκτυπώσω επιτόπου τη δήλωση, όπως μπορώ να κάνω από το σπίτι μου, το γραφείο μου ή ένα Internet café, οπουδήποτε στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Έτσι, χρειάστηκε να επανέλθω την επομένη για να ολοκληρωθεί ο έλεγχος, χάνοντας κι εγώ, όπως, φαντάζομαι, χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μας, αλλά και εκατοντάδες υπάλληλοι, αρκετό από τον εργάσιμο χρόνο μας για κάτι τόσο αυτονόητο που κανείς δεν σκέφθηκε ν΄ αλλάξει. Με αυτή και πολλές άλλες αφορμές, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι, πλειοψηφικά, έχουμε μεταβληθεί σε ένα λαό που δεν αρέσκεται στις αλλαγές ή, τέλος πάντων, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, δεν δείχνει διάθεση να αλλάξει νοοτροπίες και συνήθειες. Δείτε, για παράδειγμα, τις κομματικές και συνδικαλιστικές αντιδράσεις στις προσφάτως εξαγγελθείσες αλλαγές στην κρατικά μέσα ενημέρωσης. Δεν πίστευα στα αυτιά μου και δεν εμπιστευόμουνα τα μάτια μου ακούγοντας και διαβάζοντας τις διαπρύσιες αντιρρήσεις ορισμένων για το «λουκέτο» στο «ιστορικό» (!) περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» που αν δεν υπήρχε ο καταιγισμός της διαφήμισής του από τα κανάλια της ΕΡΤ τις τελευταίες ημέρες θα πίστευα ότι είχε από χρόνια σταματήσει να κυκλοφορεί. Δεν ξέρω πόσοι το αγόραζαν το εν λόγω περιοδικό, το οποίο, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό Επικρατείας Ηλία Μόσιαλο, επιβάρυνε το συνολικό προϋπολογισμό της ΕΡΤ με τρία εκατομ. ετησίως, Αναρωτιέμαι, όμως, ποια, αλήθεια,… ιστορικότητα αναδύεται από ένα έντυπο που, αν δεν κάνω λάθος, ο ρόλος του είναι να δημοσιεύει το πρόγραμμα των τηλεοπτικών σταθμών, όπως κάνουν δεκάδες άλλα –ειδικά και μη- έντυπα σε αυτή τη χώρα; Μεγάλη απορία μού δημιουργήθηκε και από τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν για την διακοπή της λειτουργίας της ΕΤ 1, αλλά και το γενικότερο συμμάζεμα που επιχειρείται στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς –τρεις διαφορετικοί ραδιοσταθμοί λειτουργούν μόνον στη Θεσσαλονίκη. Και απόρησα γιατί μέχρι πρότινος το συμμάζεμα εμφανιζόταν να είναι λαϊκή απαίτηση, καθώς κοινή πεποίθηση ήταν ότι η κατάσταση είχε «ξεχειλώσει» τα τελευταία χρόνια και η συνεχιζόμενη σπατάλη χρημάτων του Έλληνα φορολογούμενου ήταν προκλητική. Αλλά και σε πιο σοβαρά θέματα, η νοοτροπία της άρνησης των αλλαγών, φαίνεται να εκδηλώνεται με τρόπο που πραγματικά είναι να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε γίνει ένας βαθιά συντηρητικός λαός ή ότι έτσι θέλουν να μας παρουσιάσουν οι ταγοί της κάθε είδους εξουσίας –πολιτικής, συνδικαλιστικής, αλλά κυρίως όσοι ελέγχουν την ενημέρωση και βαυκαλίζονται πως (δήθεν) εκφράζουν τη λεγόμενη «κοινή γνώμη». Αναφέρομαι στην αρνητική χροιά που δόθηκε εξ αρχής από τα μέσα ενημέρωσης στην πληροφορία ότι η κυβέρνηση προσανατολιζόταν να περιορίσει το τελετουργικό πρόγραμμα της πρωθυπουργικής παρουσίας στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο. Χρόνια τώρα, αλλά κυρίως κατά την τελευταία τριετία που η οικονομική κρίση εγκαταστάθηκε για τα καλά στα μέρη μας, λογής δημοσιολογούτες ασκούσαν κριτική στην… κυβερνητική «ΔΕΘ-τουρ», όπως επικριτικά –και σωστά- σχολίαζαν στη μαζική –δημοσία δαπάνη- μετάβαση στη Θεσσαλονίκη πολυπληθών αντιπροσωπειών από υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες και ΔΕΚΟ, αλλά και υπουργών και κρατικών αξιωματούχων, με μόνο λόγο της εκεί παρουσίας τους να ακούσουν τον πρωθυπουργό και κατόπιν να «ξεχυθούν» στα κάθε είδους ξενυχτάδικα της περιοχής. Μόλις, όμως, έγινε γνωστή η πρόθεση να περικοπεί –για συμβολικούς, αλλά ουσιαστικούς λόγους- το καθιερωμένο πρόγραμμα της πρωθυπουργικής παρουσίας, ώστε να εκπεμφθεί το μήνυμα της περιστολής των δαπανών, οι αντιδράσεις εκφράστηκαν ακαριαία. «Φοβούνται τους διαδηλωτές», έσπευσαν να πουν ορισμένοι. Λες και αν ο πρωθυπουργός δεν έκανε το καθιερωμένο δείπνο με τους λεγόμενους παραγωγικούς φορείς και τους τοπικούς παράγοντες –τον μητροπολίτη Άνθιμο, τον περιφερειάρχη Δ. Ψωμιάδη (που αντικαθιστά τον εκπεσόντα αδελφό του Πανίκα)-, οι συνήθως ειρηνικοί διαδηλωτές του ΠΑΜΕ ή οι πιο πολεμοχαρείς «μπαχλάκηδες», θα πτοούνταν και δεν θα προχωρούσαν στις δικές τους εκδηλώσεις που επίσης έχουν, πλέον, χαρακτήρα παράδοσης, αφού είναι ετησίως επαναλαμβανόμενες. Με αυτά και με εκείνα, λοιπόν, από την εφορία που κανείς δεν σκέφθηκε να τη συνδέσει στο διαδίκτυο, ως την… ιστορική «Ραδιοτηλεόραση» και την τελετουργία της ΔΕΘ, νομίζω ότι εκείνο που ταιριάζει γάντι στην περίσταση είναι ο επιγραμματικός στίχος του τραγουδοποιού Νίκου Παπάζογλου, σύμφωνα με τον οποίο «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν…».