Ο πιο κρίσιμος τομέας
στη λειτουργία του κράτους, είναι η είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Γι’ αυτόν
ακριβώς το λόγο η
φορολογική πολιτική και η εφαρμογή της, επηρεάζουν καθοριστικά
την πορεία μιας οικονομίας. Πολλές οικονομίες στον κόσμο προχωρούν σε
φορολογικές μεταρρυθμίσεις,
ώστε ανταποκριθούν στις σύγχρονες προκλήσεις και να γίνουν
πιο ανταγωνιστικές. Πολλές φορολογικές αρχές προχωρούν σε αναθεώρηση και
εκσυγχρονισμό των συστημάτων πληρωμής και είσπραξης, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν τα δημοσιονομικά προβλήματα. Η
ανάγκη αυτή
υπάρχει περισσότερο από ποτέ σήμερα στη χώρα μας. Παρά τις προσπάθειες που
έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν, στον τομέα της φορολογίας έχουμε ακόμη δρόμο
μπροστά μας. Η κρίση έχει αναδείξει σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στο παρελθόν,
τις στρεβλώσεις και τα τρωτά του φορολογικού συστήματος. Οι όποιες αλλαγές, θα
πρέπει όμως να είναι αποτελεσματικές και να ικανοποιούν βασικές αρχές, που
έχουν διεθνώς γίνει αποδεκτές στην πράξη, στην πραγματική δηλαδή οικονομία.
Η φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να οδηγεί στη
δημιουργία ενός απλού, αντικειμενικού και δίκαιου στην κατανομή των φορολογικών
βαρών συστήματος, που θα μειώνει τη φορολογία για τους πολίτες και τις
επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας το δημόσιο συμφέρον και περιορίζοντας τα φαινόμενα
της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου. Καθώς το σύστημα γίνεται απλούστερο και
οι τεχνολογικές δυνατότητες των αρμόδιων υπηρεσιών αναβαθμίζονται, η δυνατότητα
φοροδιαφυγής περιορίζεται σημαντικά και ταυτόχρονα μειώνεται η γραφειοκρατία
και απελευθερώνεται το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Το ερώτημα που τίθεται επομένως, είναι, αν οι
εξαγγελίες και οι αποφάσεις που
υλοποιούνται τα τελευταία δύο χρόνια, κινούνται προς τις βασικές κατευθύνσεις
που ανέφερα προηγουμένως. Η απάντηση είναι ότι, παρά τα επιμέρους θετικά
βήματα, οι βασικές επιλογές
της κυβέρνησης στον τομέα της φορολογίας έχουν προκαλέσει απορρύθμιση στη
λειτουργία του φορολογικού μηχανισμού και έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση που
επιεικώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παράλογη.
Το σύστημα αντί να απλοποιηθεί γίνεται
ακόμη πιο περίπλοκο. Η προσέλκυση επενδύσεων δεν είναι δυνατή σε ένα ασταθές
και αβέβαιο φορολογικό περιβάλλον που μεταβάλλεται σχεδόν κάθε μήνα καθώς οι
στόχοι δεν επιτυγχάνονται και νέα μέτρα αποφασίζονται συνεχώς. Η φοροδιαφυγή
διογκώνεται με την πολυνομία και τις πολυάριθμες ερμηνευτικές εγκυκλίους τις
οποίες οι υπηρεσίες αδυνατούν να κατανοήσουν. Τα σημαντικότερα φορολογικά
προβλήματα –πέραν της αυξημένης φορολογίας- που πλήττουν την οικονομική
δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά τα τελευταία χρόνια, είναι σύμφωνα με την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το
υψηλό κόστος συμμόρφωσης των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων και η
ενδεχόμενη διπλή φορολογία. Τόσο το «νέο» Εθνικό Φορολογικό Σύστημα του κ.
Βενιζέλου όσο και το «παλαιό» του κ. Παπακωνσταντίνου, αυξάνουν αντί να
μειώνουν αυτά τα προβλήματα.
Το σύστημα αντί να μειώνει τη φορολογία
για όλους οδηγώντας σε περισσότερα φορολογικά έσοδα, λειτουργεί πλέον με
εντελώς αντίθετο τρόπο. Οι συνεχείς
αυξήσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία των φυσικών και νομικών προσώπων, οι έκτακτες
εισφορές που έχουν γίνει μόνιμες και η χωρίς λογική υπερφορολόγηση της ακίνητης
περιουσίας, έχουν γονατίσει επιχειρήσεις
και νοικοκυριά, βυθίζοντας τα δημόσια έσοδα σε πρωτόγνωρα
χαμηλά επίπεδα. Ειδικά στη φορολογία των επιχειρήσεων, η πολιτική που
ακολουθείται είναι όχι μόνο παράλογη αλλά και καταστροφική.
Η αύξηση των συντελεστών, σε μια εποχή
έντονου φορολογικού ανταγωνισμού, μηδένισε
σχεδόν τις επενδύσεις, και το κυριότερο, έδιωξε εκτός Ελλάδος ή οδήγησε σε
κλείσιμο ημεδαπές και αλλοδαπές επιχειρήσεις στερώντας χιλιάδες πολύτιμες θέσεις εργασίας. Οι
βασικές επιλογές της
κυβέρνησης στον τομέα της φορολογίας έχουν προκαλέσει απορρύθμιση στη
λειτουργία του φορολογικού μηχανισμού και έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση που
επιεικώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παράλογη. Το σύστημα έτσι όπως «μεταρρυθμίζεται» δεν περιορίζει τη
φοροδιαφυγή και την παραοικονομία. Οι παλινωδίες και οι συνεχείς δηλώσεις
για αναμόρφωση των υπηρεσιών, έχουν αποσυντονίσει πλήρως τον
φορολογικό μηχανισμό, που προσπαθεί «να τα βγάλει πέρα» με
τεράστιες ελλείψεις σε υπαλληλικό δυναμικό. Τα περιβόητα βεβαιωμένα και
ανείσπρακτα δισεκατομμύρια που θα έσωζαν τη χώρα, όχι μόνο δεν έχουν μειωθεί
αλλά η ύφεση και η αδυναμία πληρωμής δημιουργούν μια «νέα γενιά» χρεών προς το
δημόσιο που δεν μπορούν να εισπραχθούν.
Παρά την προεργασία που είχε γίνει στο
παρελθόν, καμιά ουσιαστική αλλαγή, εκτός από
νομοθετικές παρεμβάσεις, δεν έχει υπάρξει στον όντως προβληματικό μηχανισμό
είσπραξης. Ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων της ΓΓΠΣ και η παροχή νέων
υπηρεσιών, («ηλεκτρονική Εφορία, «Τελωνείο χωρίς χαρτιά»), προχωρούν μέσα από
τις ατελείωτες συσκέψεις με υποτονικούς ρυθμούς.
Τέλος, η άσκηση φορολογικής πολιτικής
μέσω της στοχοποίησης και της διαπόμπευσης συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων,
μπορεί να φέρνει πρόσκαιρη επικοινωνιακή ανακούφιση στο Υπουργείο Οικονομικών,
δεν ανταποκρίνεται όμως σε πραγματική βελτίωση στη λειτουργία των ελεγκτικών
υπηρεσιών.