Η κατοικία Μπούκουρα-Αλταμούρα στις Σπέτσες θεωρείται ως «στοιχειωμένο σπίτι» από τους ντόπιους, που ακόμη διηγούνται τους θρύλους γύρω από την πρώτη ένοικο της κατοικίας αυτής, τη ζωγράφο Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα και τη μοιραία ζωή της που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Ο πατέρας της, Ιωάννης Μπούκουρας, ήταν Σπετσιώτης έμπορος και καραβοκύρης και ανέγειρε το παραθαλάσσιο αυτό κτίριο στην Κουνουπίτσα ως αποθήκη.
Τα πλοία του φόρτωναν και ξεφόρτωναν εκεί εμπορεύματα έως ότου τα προσέφερε στον Αγώνα του '21, τον οποίο και υποστήριξε σθεναρά. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, εμβληματική φυσιογνωμία των Σπετσών, μεγαλώνει η κόρη του Ελένη Μπούκουρα, η οποία γεννήθηκε το 1821 και από νωρίς, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια στο Παρθεναγωγείο της κυρίας Χιλλ έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική. Στα 27 της φεύγει για την Ιταλία, προκειμένου να σπουδάσει Καλές Τέχνες, ντυμένη ανδρικά και με κοντά μαλλιά, αφού στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών τότε στην Ιταλία δεν φοιτούσαν γυναίκες. Εκεί η δουλειά της θα διακριθεί με την υπογραφή, «Χρυσίνης Μπούκουρας». Ο Ιταλός ζωγράφος Σαβέριο Αλταμούρα, απόγονος μεγάλης οικογένειας εικαστικών, ερωτεύεται τον νεαρό «Χρυσίνη» που δεν είναι άλλος από την Ελένη Μπούκουρα και θα αποκτήσουν μαζί τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της κόρης της, η Ελένη Αλταμούρα, καίει στην αυλή του σπιτιού όλα της τα έργα και τα διπλώματα, ως μία έκφραση απόγνωσης.