«Καμιά φορά λέω ν’ αλλάξω ουρανό μα δεν υπάρχουν δρόμοι», λέει το τραγούδι. Αντιθέτως, δρόμοι υπάρχουν πολλοί κι από ουρανό τίποτα. Διάβαζα τις προάλλες παραλήρημα επαγγελματία πολιτικού. Χιτλερικές απόψεις για τον Τύπο. Ωραίος τύπος. Μπήκα στο «αμαρτωλό» κατ’ αυτόν Διαδίκτυο να δω τι γράφει για το «προφίλ» του. Τρεις αράδες διάβασα και βγήκα έξω να πάρω αέρα. Πήρα τη βέσπα, κατεύθυνση θάλασσα. Ο καημένος. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει. Οι καημένοι, κανείς δεν μπορεί να το κάνει.
Με μια βέσπα στη θάλασσα. Εγώ τη ζωή μου τη βρέχω, δεν χρειάζεται να με φτύνουν για να νιώσω δροσιά. Εβγαλα τα παπούτσια, σήκωσα τα μπατζάκια κι έκανα 2 χιλιόμετρα ποδαρόδρομο γιαλό - γιαλό. Αδειασε το μυαλό μου. Ηρέμησα. Η θάλασσα είχε βγάλει θαλασσόξυλα. Σκαλισμένα από το αλάτι και τα βράχια, τριμμένα από τα κύματα, έργα τέχνης. Μάζεψα αρκετά για το σπίτι. Τα στολίζω με τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δένδρου και τα κάνω φωτιστικά. Το εκκλησάκι στα βράχια ανοιχτό. Μπήκα μέσα, δεν υπήρχε κερί για ν’ ανάψω, κάθισα στην εξώπορτα, ένα βήμα μέσα, ένα βήμα έξω. Ηρθε τρέχοντας ο παπάς. Κλείδωσε, με κοίταξε περίεργα, έψαχνε μάλλον να δει αν έκλεψα κάτι. Μεσίτης. Πήρα τα ξύλα μου, πήρα και το δρόμο της επιστροφής. Πολυτελείς, υπερπολυτελείς «Μερσεντές» μετέφεραν δεσποτάδες. Για τη «λαμπρότητα» των ημερών. Γύρισαν το κεφάλι τους αλλού όταν τους είπα «μέσ’ τη λιτότητα σας βρίσκω». Έχουμε αμοιβαία συμπάθεια! Τους την έδειξα στην περιφορά του Επιταφίου. Θεέ μου σχώρα με. Νομίζω είμαι εκτός θέματος. Για το υπερφίαλο των πολιτικών και τη ματαιοδοξία τους ήθελα να γράψω. Ασ’ το καλύτερα. Λερώνεται το χέρι μου. Πολλές φορές και όχι καμιά φορά τους λυπάμαι. Δεν τους νοιάζει, θα μου πείτε. Ομως, στο ηλιοβασίλεμα, όταν τρίβονται οι γάτες στα πόδια μου και τα γεράκια τρώνε από τα χέρια μου, τους στέλνω... ξέρετε πού...