Επτά εργαζόμενοι και συνταξιούχοι αναφέρουν ότι δύσκολα τα φέρνουν πέρα
Γ. Σφυράκης (26 ετών, συμβασιούχοσ στον ΟΑΕΕ): Δουλεύω για 700 ευρώ και χωρίς δικαιώματα.Καλύπτοντας κενές οργανικές θέσεις εργάστηκα όπως και το μόνιμο
προσωπικό. Για να βρεθώ χωρίς δουλειά από τον περασμένο Οκτώβριο. Από τότε ξεκίνησα με άλλους συμβασιούχους τη δικαστική
διαδικασία. Αρχικά, το δικαστήριο αναγνώρισε ότι καλύπτουμε πάγιες και
διαρκείς ανάγκες και επιστρέψαμε με προσωρινή διαταγή. Πρόσφατα, η
απόφαση του Αρείου Πάγου μας δίνει το δικαίωμα ν' αποδείξουμε ότι όντως
τις καλύπτουμε. Το Πάσχα μου πολύ δύσκολο και στερημένο".
Ντίνα Ροβηχάκη (42 ετών, απασχολήθηκε με STAGE): "Στερούμαι τα πάντα. Ούτε ρούχα, ούτε
παπούτσια. Ευτυχώς ζω στο σπίτι των γονιών. Κάτι βρέθηκε, μετά βίας,
για το πασχαλινό τραπέζι. Η ανασφάλεια με φέρνει στα όρια της
κατάθλιψης. Τα παιδιά καταλαβαίνουν. Λένε: η μαμά έχει νεύρα.
Ημουν 32 ετών
και δούλευα σερβιτόρα, σε μπαράκια, όπου έβγαζα χρήματα για να μην
επιβαρύνω τους γονείς. Είχα χωρίσει και μεγάλωνα ένα παιδί. Επειδή δεν έβρισκα δουλειά, πήρα μια επιδότηση από τον ΟΑΕΔ για
να φύγω από τη νύχτα. Είχα υποχρεώσεις και δεν ήμουν πλέον πιτσιρίκα. Άνοιξα ένα κατάστημα με χαρτικά, απορρυπαντικά: Και καταστράφηκα.
Χάνοντας τα χρήματα του πατέρα μου και την επιδότηση. Από τότε έψαχνα
για δουλειά, παίρνοντας παράλληλα πτυχία αγγλικών και ηλεκτρονικών
υπολογιστών. Για να καταλήξω στα STAGE. Εργάστηκα πέντε χρόνια
στον ΟΓΑ. Ανασφάλιστη. Με αμοιβή 23 ευρώ την ημέρα χωρίς δικαίωμα
άδειας. Κι όταν το 2010 τελείωσε το STAGE, αναζήτησα δουλειά ως
σερβιτόρα. Μαύρη εργασία. Με προσέλαβαν σ' ένα εστιατόριο για δεξιώσεις.
Ηρθε η κρίση, έκαναν περικοπές. Πάει κι αυτή η δουλειά, μου χρωστάνε
κιόλας. Από τότε ζητάω δουλειά, ακόμα και λαντζέρα. Ζητούν κοπέλες μέχρι
35 ετών".
Ελένη Καλαμπόκα (54ετών, εργάζεται με σύμβαση μίας μέρας την εβδομάδα στον Ιππόδρομο): "Το δώρο του Πάσχα
ήταν 50ευρώ. Δεν μπόρεσα να αγοράσω τίποτε. Την τελευταία χρονιά
υπήρξε ραγδαία επιδείνωση στην εργασία. Ζούμε ελπίζοντας ότι θα
τακτοποιηθούμε με δικαστικές αποφάσεις. Γιατί δεν μπορώ να αλλάξω
δουλειά σ' αυτήν την ηλικία. Παλεύουμε και ελπίζουμε μέσα σ' αυτή τη
μαυρίλα για κάτι καλύτερο. Δεν ονειρεύομαι τίποτα. Με συντηρεί ο γιος
μου. Σπούδασε χημικός μηχανικός, βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο. Το Πάσχα έμεινα στην Αθήνα. Γιατί όπου και να πήγαινα, έπρεπε να ξοδέψω. Ακόμα κι αν με φιλοξενούσαν. Πώς να πήγαινα στο νησί
μου, την Ικαρία, με 120 ευρώ για εισιτήρια; Κάνουμε υπομονή. Και στον
Ιππόδρομο παλεύουμε με την κατάθλιψη. Λόγω της εργασιακής ομηρίας τόσων
χρόνων, οι εργαζόμενοι πείστηκαν ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα.
Γιατί διανύουμε μια παρατεταμένη κρίση που επιδεινώθηκε".
Μάκης
Λυκόπουλος (μόνιμος εργαζόμενος δτον υπό κατάργηση Οργανισμό Σχολικών Βιβλίων): "Όταν ήμουν φοιτητής, ο μπαμπάς μου πήγε στον τότε υπ.
Παιδείας κ. Ταλιαδούρο και με έβαλαν στα φορτηγά να φορτώνω βιβλία. Το
'81 ήρθε το ΠΑΣΟΚ. Δεν μονιμοποιήθηκα με τους "εκτάκτους" επειδή ήμουν
φαντάρος. Κάποια στιγμή έγινε κι αυτό, αναγνώρισαν και τα πτυχία μου. Ο
Οργανισμός λειτουργεί ακόμα με θεσμικό πλαίσιο του Μεταξά (1937). Χωρίς
καμία έμμισθη επιτροπή. Γι' αυτό το σχολικό βιβλίο κοστίζει στον
φορολογούμενο 0,80 λεπτά. Τυπώνονται 45 εκατομμύρια αντίτυπα για να
ταξιδέψουν σ' όλο τον κόσμο, όπου υπάρχει σχολείο, ακόμα και με 10
παιδάκια. Στην υπηρεσία εργάζονται 49 μόνιμοι υπάλληλοι. Γιατί μας
κλείνουν; Είμαστε υπεράριθμοι; Είναι δημοσιονομικοί οι λόγοι; Οχι. Το
βιβλίο θα εξακολουθεί να διανέμεται δωρεάν. Η επίσημη απάντηση που
πήραμε είναι ότι δεν χωράμε στο νέο μοντέλο. Δηλαδή, δεν χωρέσαμε στη
νέα Ελλάδα που θέλουν να δείξουν στις δανειστικές κατοχικές δυνάμεις,
ελαχιστοποιώντας το Δημόσιο. Τι Πάσχα να έκανα; Μαύρο ήταν».
Νίκος Γουρλάς (55 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος): «Για ν'
ανταποκριθούμε στα έξοδα, πήγαμε στη γιαγιά μαζί με τ' αδέλφια, τα
ξαδέλφια, και έγινε ένα κοινό τσιμπούσι.
Αγόραζα δύο βιβλία το μήνα, δεν τα παίρνω πια. Αισθάνεσαι
ανασφάλεια. Αν η εταιρεία κλείσει, τι θα κάνω; Λες: τρία χρόνια μέχρι να
πάρω σύνταξη, πώς θα ζήσω; Αυτομαστιγώνεσαι».
Κώστας Νικολάου (συνταξιούχος του ΙΚΑ): "Ειδικά για τους συνταξιούχους, το Πάσχα ήταν δύσκολο.
Αυξήθηκαν οι τιμές όλων των προϊόντων από 15-30%. Βάλε τις αυξήσεις των
διοδίων και τον διπλασιασμό της τιμής της βενζίνης. Τα κόψαμε όλα για να
καταφέρουμε να πάμε στο χωριό. Μου έκοψαν δύο
συντάξεις, μειώθηκαν και κατά 120 ευρώ. Στη γυναίκα μου έκοψαν τα δώρα,
το επίδομα αδείας. Πληρώσαμε για τις συντάξεις. Είναι ανταποδοτικές, δεν
είναι πρόνοιας".
Γιάννης Αμανατίδης (δάσκαλος): "Το δώρο, 190 ευρώ, δεν επαρκεί ούτε για τη δόση του δανείου. Τα
δώρα των παιδιών κόπηκαν. Φέτος το Πάσχα παραμείναμε στο σπίτι. Τα
τραπέζια με φίλους περιορίστηκαν. Εχουν ανεβεί τα πάντα. Αν βγούμε μια
φορά στις 15 μέρες, να πάμε σε μια ταβέρνα... Με μολύβι και χαρτί στο
χέρι είμαστε».