Πριν λίγο καιρό, στο Γλυκύ, πέθανε ένα μικρό παιδί. Έφυγε από την αυλή του σπιτιού του, μεσ' απ' τα παιχνίδια του, ανάμεσα απ' τ' άλλα μικρά παιδιά, και πήγε σ' ένα μικρό σπιτάκι, κάτω απ' τη χλόη του νεκροταφείου. Τ' άλλα παιδιά συνέχισαν τα παιχνίδια τους, στις αυλές των σπιτιών. Μα μια μέρα, καθώς έπαιζαν, θυμήθηκαν το μικρό αγόρι, κι' αφίνοντας μισοτελειωμένο το παιχνίδι, πήγαν να βρουν τον μικρό τους φίλο. Στο μικρό μνήμα μετέφεραν το παιχνίδι τους. Και μ' αυτή την τρυφερή σοβαρότητα πώχουν τα παιδιά, φύτεψαν πάνω στο νωπό χώμα βιολέτες και τριανταφυλλιές.Μέσα σε μια τόσο οικεία με τον θάνατο ατμόσφαιρα, το Ψυχοσάββατο-και σ' αυτήν ακόμη την καρδιά της Αποκριάς- δεν μας ξενίζει.
Μας έρχεται σαν θλιμμένος τόνος βιολιού, που εισάγεται απαλά, ανάμεσα στις φανταχτερές αποκριάτικες νότες, σα στοιχείο συνθετικό. Θαρρείς και το αποζητά, σαν οργανικό της μέρος η συμφωνική ορχήστρα του Τριωδίου. Εκεί που πάγει να ξεφύγει απ' τα μέτρα της η διονυσιακή διάθεσις του θυμικού, να γίνει φρενίτις, να ξεπεράσει την πραγματικότητα, παρεμβαίνει με συγκεραστική γλυκύτητα ο θλιμμένος τόνος του Ψυχοσαββάτου. Προλαμβάνει το χάος. Το κάνει ρυθμό. Έρχεται κι απλώνεται σα σκιά που μερώνει τ' όργιο του φωτός και το κάνει φως. Πόσο βαθειά νοιώθει αυτή τη σύνθεση και πόσο σοφά κι' αριστουργηματικά την τεχνουργεί η απλή γυναίκα του λαού, η μάνα μας! Εκεί κάτω στο χαμώγι του σπιτιού, πλάι στο τζάκι, η Ιμβριώτισσα γυναίκα θ' απλώσει, πάνω στο ίδιο τραπέζι, τα μεγάλα θέματα της ζωής και το θανάτου. Απ' το ίδιο σιτάρι, που τόσπειρε ο άντρας της στην πατρική της γη και το θέρισε αυτή με τα δικά της χέρια, θ' αναστήσει τις χαρές των ζωντανών και των νεκρών: Θ' ανοίξει το φύλλο για την αποκρηάτικη πήττα-ευφρόσυνη του σπιτιού, και θα κάνει το κόλλυβο-γλυκασμό των ψυχών. Σκυμμένη κει, μ' ανασηκωμένη την μαύρη μαντίλλα της, θα κινήσει τα δουλεμένα χέρια της, στοργικά, ανάμεσα στις δύο περιοχές της ζωής και του θανάτου. Θα σμίξει τις λύπες και τις χαρές. Θα κάνει έτσι, όπως έμαθε από τη μάνα της, κι αυτή απ' τη δική της μάνα. Τα χέρια της μιλούν τη σοφία και την τέχνη μακρινών γενεών. Κι' αν όλοι ξεχάσουν, αυτή θα θυμηθείι. Η μνήμη της θα προχωρήσει βαθειά στην ιστορία της γεννιάς της, έως εκεί που αντέχει. Αυτούς που έφυγαν για το ταξίδι τ' ουρανού, με τ' όνομά τους τον καθένα, θα τους καλέσει πίσω στη ζεστασιά του σπιτιού. Κι' ενώ θα κορυφώνεται το τραγούδι της ζωής, η καμπάνα του χωριού θα σημάνει Ψυχοσάββατο. Από κάθε σπίτι, από κάθε γωνιά του σπιτιού, θα ξεκινήσουν μαυροντημένες γυναίκες με τα κόλλυβα στα χέρια, και ταπεινές, σιωπηλές, η μια κατόπι στην άλλα, σα λιτανεία, θάρθουν στην Εκκλησιά. Εκεί θα κατεβούν αμίλητες κι' οι ψυχές. Και, μέσα στο ημίφως του εσπερινού, νεκροί και ζωντανοί θ' ανταμώσουν. Δεν θάναι ούτε στη χαρά της ζωής ούτε στη χώρα του θανάτου. Θα σταθούν για μια στιγμή μαζί, αυτοί που έζησαν κι' αυτοί που ζουν, κάπου πέρα απ' τον θάνατο και τη ζωή, στη γη της αβασίλευτης ημέρας.