Του π. Ιωήλ
Ας περάσουμε πολύ διακριτικά στις μεγάλες αίθουσες του Κρεμλίνου, για να παρακολουθήσουμε την επίσημη δεξίωση που παρατίθεται προς τιμή του Γιούρι Γκαγκάρι. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που βγήκε στο διάστημα... Γεμάτος συγκίνηση ο ίδιος (και δικαίως), δέχεται τις συγχαρητήριες «προλεταριακές» ευχές για το πρωτόγνωρο κατόρθωμα που πέτυχε। Μεταξύ αυτών των επισήμων, καθηκόντως, βρίσκεται και ο Πατριάρχης Μόσχας, Αλέξιος. Ο Γκαγκάριν, λες και περίμενε τη συγκεκριμένη στιγμή και μπροστά σε όλο τον κόσμο, μετά τις Αρχιερατικές ευχές, απευθύνει τον λόγο στον Πατριάρχη και μέσα σε απόλυτη σιγή του λέει: «Μακαριώτατε, πήγα στον ουρανό και δεν βρήκα τον Θεό»! Την φράση δε αυτή, την πήρε η Πράβδα (η επίσημη και μοναδική βέβαια εφημερίδα της Ρωσίας «τον καιρόν εκείνον»), την έκανε πρωτοσέλιδο και την αναμετάδωσε μέσω της Ρωσίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το τι έγινε ύστερα απ’ όλους όσους χτυπούσαν την πίστη και μάλιστα την Εκκλησία μας; Δεν περιγράφεται... Γράφτηκαν μάλιστα ακόμα και στην Ελλάδα από τα παραρτήματα της «μητέρας Ρωσίας» άρθρα ολόκληρα και δημοσιεύτηκαν σχόλια στον τύπο με τίτλο «Δεν συνάντησαν τον Θεόν πουθενά στο διάστημα».
Οπωσδήποτε, πίστευσαν τότε οι άθεοι μαρξιστές ότι με τον τρόπο αυτό επέφεραν καίριο πλήγμα στα θεμέλια της πίστεως και πως κλόνισαν το θρησκευτικό συναίσθημα με την περιβόητη αυτή φράση του Ρώσου κοσμοναύτη.
Αλλ’ εάν προσέξουμε καλύτερα φίλοι μου, εάν εμβαθύνουμε στο καθ’ αυτό γεγονός, μετά τις πρώτες εντυπώσεις της αφελούς δηλώσεως, θα παρατηρήσουμε ότι υφίσταται και η συγκινητική και όντως πολύτιμη πλευρά των λόγων του «αθέου» Γκαγκάριν. Και ποια είναι αυτή η πλευρά; Ότι το θρησκευτικό συναίσθημα , είναι όχι μόνο έμφυτο, αλλά και τόσο ισχυρό και βαθειά ριζωμένο στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε ούτε τόσες δεκαετίες μαρξιστικής και κομμουνιστικής «διαφώτισης» (δηλ. «πλύσεως του εγκεφάλου»), που είχαν περάσει μέχρι της εποχής του Γκαγκάριν, δεν κατόρθωσε να το ξεριζώσει και να το αφανίσει όπως αγωνίζονταν και θα περίμεναν.
Και πράγματι φίλοι μου. Εάν ο Ρώσος κοσμοναύτης ήταν απολύτως βέβαιος για την ανυπαρξία του Θεού, δεν θα διανοείτο καν να ερευνήσει το Διάστημα προς συνάντηση του «ανύπαρκτου Θεού». Ο κάθε λογικός άνθρωπος θα συμφωνήσει πως κανένας δεν ερευνά για εκείνο το οποίο αδιστάκτως αρνείται ότι υφίσταται. Εάν επί παραδείγματι ανέβουμε με μια ορειβατική ομάδα στην κορυφή του Ολύμπου, κανένας μας φυσικά δεν θα ψάξει να βρει τον Δία και όλο τον συρφετό του δωδεκαθέου. Και αν κάνουμε ένα θαλάσσιο ταξίδι, ουδείς εξ ημών θα ερευνά στην θάλασσα να συναντήσει τον... Ποσειδώνα... Και τούτο είναι απολύτως λογικό.
Ε, λοιπόν, το ότι ο Γκαγκάριν έψαχνε τώρα μέσα στο αχανές Διάστημα να βρει το Θεό, που θεωρητικώς πίστευε (και μάλιστα απολύτως, για να κατέχει τέτοια θέση) , ότι δεν υπάρχει, το ότι η δίψα αυτή του Θεού τον κάνει να παραπονιέται τρόπον τινα στον ίδιο τον Πατριάρχη, για το ότι δεν βρήκε αυτό που έψαχνε (ουσιαστικώς ένα δραματικό παράπονο «εκ βαθέων» ήταν τα λόγια του και όχι μια ειρωνεία όπως αφελώς νόμισαν τα παραρτήματα της Μόσχας, όπου γης), και χωρίς να το συνειδητοποιήσει και ο ίδιος, κατεξευτελίζει ολόκληρη την αθεϊστική προπαγάνδα, τούτο τι είναι φίλοι μου;
Δεν είναι τρανότατη απόδειξη ότι και η «καλύτερη» μορφή αθεϊστικής προπαγάνδας είναι φύσει αδύνατον να κάνει το δημιούργημα του Θεού, να λησμονήσει αυτή την ανάγκη της επικοινωνίας με τον Ουράνιο Δημιουργό του;
Οπωσδήποτε, πίστευσαν τότε οι άθεοι μαρξιστές ότι με τον τρόπο αυτό επέφεραν καίριο πλήγμα στα θεμέλια της πίστεως και πως κλόνισαν το θρησκευτικό συναίσθημα με την περιβόητη αυτή φράση του Ρώσου κοσμοναύτη.
Αλλ’ εάν προσέξουμε καλύτερα φίλοι μου, εάν εμβαθύνουμε στο καθ’ αυτό γεγονός, μετά τις πρώτες εντυπώσεις της αφελούς δηλώσεως, θα παρατηρήσουμε ότι υφίσταται και η συγκινητική και όντως πολύτιμη πλευρά των λόγων του «αθέου» Γκαγκάριν. Και ποια είναι αυτή η πλευρά; Ότι το θρησκευτικό συναίσθημα , είναι όχι μόνο έμφυτο, αλλά και τόσο ισχυρό και βαθειά ριζωμένο στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε ούτε τόσες δεκαετίες μαρξιστικής και κομμουνιστικής «διαφώτισης» (δηλ. «πλύσεως του εγκεφάλου»), που είχαν περάσει μέχρι της εποχής του Γκαγκάριν, δεν κατόρθωσε να το ξεριζώσει και να το αφανίσει όπως αγωνίζονταν και θα περίμεναν.
Και πράγματι φίλοι μου. Εάν ο Ρώσος κοσμοναύτης ήταν απολύτως βέβαιος για την ανυπαρξία του Θεού, δεν θα διανοείτο καν να ερευνήσει το Διάστημα προς συνάντηση του «ανύπαρκτου Θεού». Ο κάθε λογικός άνθρωπος θα συμφωνήσει πως κανένας δεν ερευνά για εκείνο το οποίο αδιστάκτως αρνείται ότι υφίσταται. Εάν επί παραδείγματι ανέβουμε με μια ορειβατική ομάδα στην κορυφή του Ολύμπου, κανένας μας φυσικά δεν θα ψάξει να βρει τον Δία και όλο τον συρφετό του δωδεκαθέου. Και αν κάνουμε ένα θαλάσσιο ταξίδι, ουδείς εξ ημών θα ερευνά στην θάλασσα να συναντήσει τον... Ποσειδώνα... Και τούτο είναι απολύτως λογικό.
Ε, λοιπόν, το ότι ο Γκαγκάριν έψαχνε τώρα μέσα στο αχανές Διάστημα να βρει το Θεό, που θεωρητικώς πίστευε (και μάλιστα απολύτως, για να κατέχει τέτοια θέση) , ότι δεν υπάρχει, το ότι η δίψα αυτή του Θεού τον κάνει να παραπονιέται τρόπον τινα στον ίδιο τον Πατριάρχη, για το ότι δεν βρήκε αυτό που έψαχνε (ουσιαστικώς ένα δραματικό παράπονο «εκ βαθέων» ήταν τα λόγια του και όχι μια ειρωνεία όπως αφελώς νόμισαν τα παραρτήματα της Μόσχας, όπου γης), και χωρίς να το συνειδητοποιήσει και ο ίδιος, κατεξευτελίζει ολόκληρη την αθεϊστική προπαγάνδα, τούτο τι είναι φίλοι μου;
Δεν είναι τρανότατη απόδειξη ότι και η «καλύτερη» μορφή αθεϊστικής προπαγάνδας είναι φύσει αδύνατον να κάνει το δημιούργημα του Θεού, να λησμονήσει αυτή την ανάγκη της επικοινωνίας με τον Ουράνιο Δημιουργό του;