Του π. Ηλία Μάκου
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς είπαν παιδιά στη Θεσπρωτία...
Κυρίως στην Ηγουμενίτσα, στις κωμοπόλεις της Παραμυθιάς και των Φιλιατών και σε κάποια χωριά.
Σε πολλά χωριά, έρημα το Χειμώνα, δεν υπήρχαν παιδιά για να τα πουν.
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έψαλε στην Ηγουμενίτσα και η φιλαρμονική του δήμου.
Τα κάλαντα είναι έθιμο, που διατηρείται αμείωτο. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα (Αγίου Βασιλείου – Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…), τα τραγούδησαν παιδιά σε σπίτια, καταστήματα, επιχειρήσεις, δημόσιους χώρους είτε κατά ομάδες είτε μεμονωμένα, από νωρίς το πρωί.
Τα παιδιά ρωτούσαν: «Να τα πούμε;». και περίμεναν την απάντηση: «Να τα πείτε». Και τελείωναν με την ευχή: "Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά". Μετά ανταμειβόταν με κάποιο χρηματικό ποσό.
Πιστεύεται ότι η ιστορία των καλάντων (η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda» που σημαίνει αρχή του μήνα και διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ) προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα.
Βρέθηκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα). Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.
Τα κάλαντα ή κάλανδα, κόλιαντρα, παραμονή της Πρωτροχρονιάς: "Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος....", όπως και των Χριστουγέννων και των Φώτων, είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας.
Ένας κοινός τύπος καλάντων της Πρωτοχρονιάς, αν και παραλλάσσουν από περιοχή σε περιοχή είναι:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται,
από, από την Καισαρεία, ζησ αρχό, ζήσ' αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί,
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Σ αυτό το σπίτι που ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.
Με την προθυμία της αγνότητας και τη διάθεση της γνωριμίας με τις χαρές της ζωής είναι πάντοτε τα παιδιά, που συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα».
Τα φιλέματα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν κυρίως γλυκά: δίπλες, ξεροτήγανα, λουκουμάδες, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα.
Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι.
Η αμοιβή των καλανδιστών δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονται στους δρόμους, επισκεπτόμενα σπίτια και καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς.
Σήμερα η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
