Και πάλι τηλεοπτική σειρά για τον άγιο Παΐσιο

Του π. Ηλία Μάκου

Η δεύτερη πατρίδα του οσίου Παΐσίου είναι η Κόνιτσα, καθώς οι πρόσφυγες γονείς του εγκαταστάθηκαν εκεί, διωγμένοι, όπως και ο υπόλοιπος Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.  

Εκεί, όπως στην Αθήνα, στο Σινά και στο Άγιο Όρος, θα ξαναγίνουν γυρίσματα για τον δεύτερο κύκλο της  τηλεοπτικής σειράς «Άγιος Παϊσιος από τα Φάρασα στον Ουρανό», σε σκηνοθεσία Στάμου Τσάμη και σε σενάριο του Γιώργου Τσιάκκα, που κατά την προηγούμενη προβολή της είχε γνωρίσει μεγάλη αποδοχή από το τηλεοπτικό κοινό, αλλά και απέδιδε  μπήκε πλέον στην τελική ευθεία καθώς υπογράφηκε το συμβόλαιο για την παραγωγή.

Να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι και οι φορείς της Κόνιτσας είχαν προσφέρει την αμέριστη βοήθειά τους κατά τα γυρίσματα του πρώτου κύκλου, κάτι, που είναι πρόθυμοι να κάνουν και στα γυρίσματα του δεύτερου κύκλου. 

 Ό όσιος Παΐσιος είναι για την Κόνιτσα και τους Κονιτσιώτες ένα διαχρονικό πνευματικό σύμβολο, όπου έζησε εκεί τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, αλλά και λίγα, τέσσερα, ως μοναχός στη Μονή Στομίου.

Εκεί, από μικρή ηλικία, συγκράτησε τον νου του, ώστε να μην είναι ρεμβόμενος και περιπλανώμενος στις συγχύσες και τις μέριμνες του κόσμου.

Και σώζονται ακόμη στην κωμόπολη αναμνήσεις και πολλές είναι οι μαρτυρίες για τον όσιο Παΐσιο, που εμφύτρευσε μέσα και μελέτησε τον Θεόν και ακολούθησε τις σωτήριες εντολές του. Διατηρείται  το πατρικό του σπίτι, το οποίο ανακαινίστηκε και είναι επισκέψιμο και υπάρχουν συγγενείς του.


Ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος της εποχής μας, ένας απλός μοναχός, με μεγάλη πίστη και ευλάβεια, που αγιοποιήθηκε πριν λίγα χρόνια, είναι μέσα στις καρδιές πολλών ανθρώπων ως ασίγαστη και ακοίμητη και άσβεστη πηγή πνευματικότητας.

Η ζωή του αγίου Παϊσίου,  ήταν μια συνεχής έξοδος και απομάκρυνση από την αμαρτία και μια σταθερή και διαρκής πορεία προς το Χριστό, δηλαδή μια προσέγγιση και εξομοίωση με το Σωτήρα, θα αναδειχθεί και η περιοχή στο πλαίσιο του θρησκευτικού τουρισμού.

Όταν η οικογένεια του Πρόδρομου Ενζεπίδη, πατέρα του μικρού Αρσενίου (μοναχού Παϊσίου αργότερα), που τότε ήταν μόλις 40 ημερών, μαζί με άλλους Μικρασιάτες, εκδιώχθηκε από την Καππαδοκία και συγκεκριμένα από τα Φάρασα, έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στον Πειραιά και στην Κέρκυρα. Τελικά προωθήθηκε στην Ηγουμενίτσα με την προοπτική της μόνιμης εγκατάστασης και της παραχώρησης κτημάτων, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών, αφού οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες θα πήγαιναν στην Τουρκία. Τελικά δεν έφυγαν και μετακινήθηκαν οι Μικρασιάτες στην Κόνιτσα, παρότι αρχικά δεν ήθελαν.


Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στην Κόνιτσα ο Αρσένιος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του π. Παϊσίου), όπου έφτασε σε ηλικία 2 ετών, μεγάλωσε σωματικά, αλλά πήρε και πολλά πνευματικά ερεθίσματα και εκδήλωσε και πολλά ψυχικά χαρίσματα ως παιδάκι.


Αξιοποίησε με αυτό τον τρόπο, παιδιόθεν, τις θείες δωρεές, που έλαβε κατά το βάπτισμά του στα Φάρασα, λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του, από τον εφημέριο του χωριού του, από τον Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το όνομά του. Ο άγιος Αρσένιος ακολούθησε κατά τον ξεριζωμό τους ενορίτες του, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια του οσίου Παϊσίου, μέχρι την Κέρκυρα, όπου εκοιμήθη.


Ήταν τόσο ευσεβής η συμπεριφορά του αγίου Παϊσίου και τόσο οσιακή η παιδική του ζωή, που όπως θυμούνται παλαιοί Κονιτσιώτες, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της κωμόπολης έλεγαν: «Αυτό το παιδάκι θα γίνει άγιος». Όσο βρισκόταν στην Κόνιτσα βοηθούσε το μαραγκό πατέρα του, αλλά έκανε και αγροτικές δουλειές. Αφού έφυγε από την κωμόπολη μετά τη στρατιωτική του θητεία και εκάρη μοναχός, ξαναγύρισε σ' αυτή την επταετία 1967-1974 και μόνασε στη Μονή Στομίου, που τότε ήταν εγκαταλελειμμένη. Κατά την παραμονή του στη Μονή Στομίου, ακολουθούσε το θέλημα του Θεού με άσκηση, με αυταπάρνηση, με θυσίες.


Ο αείμνηστος αδελφός του Λουκάς Ενζεπίδης, ανέφερε κάποτε σε ιερέα: «Ένα πρωινό, ανέβηκα από την Κόνιτσα στο μοναστήρι. Όταν έφθασα, βρήκα έξω από την Μονή και βαδίζοντας προς το δάσος τον αδελφό μου (όσιο Παΐσιο) και τον νεαρό τότε θεολόγο Παναγιώτη Νέλλα. Ο Νέλλας είχε πάει προ ολίγου καιρού για να δοκιμαστεί κοντά στον Γέροντα, ώστε να γίνει μοναχός. Αυτό όμως που είδα όταν έφθασα κοντά, με συγκλόνισε. Και οι δυο τους εντελώς γυμνόποδες, βάδιζαν επάνω στις άγριες πέτρες και στα αγκάθια τού δάσους. Τα πόδια τού νεαρού θεολόγου πληγιασμένα και καταματωμένα. Δεν τόλμησα να τους πω τίποτε. Ο Παναγιώτης με κοίταξε ζωγραφίζοντας στα παγωμένα του χείλη ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Όσο δε για τον αδελφό μου (όσιο Παίσιο); Μου έριξε ένα κοφτερό βλέμμα που δεν μου επέτρεπε όχι να πω ή να σχολιάσω κάτι, αλλά ούτε καν να... ανασάνω».


Με την πίστη των πρώτων χρόνων του, έζησε μετέπειτα, μέχρις ότου και κοιμήθηκε. Και αυτή την πίστη διακηρύσσει και μετά το θάνατό του. Η ωραία πορεία του, πάντοτε ανοδική, είχε ως ευλογημένο τέρμα την Άνω Ιερουσαλήμ.