Στην οικογένεια η συμβολή της γυναίκας τα παλαιότερα χρόνια, στη Θεσπρωτία, ήταν αποφασιστική. Φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού, προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να τα φέρει βόλτα. Από αυτήν περίμεναν και οι δουλειές να τελειώσουν και τα προβλήματα να λυθούν. Όλα μετρημένα και λιγοστά. Δουλειά από νύχτα σε νύχτα. Να συγυρίσει, να προφτάσει το ζύμωμα, τη μπουγάδα, το ράψιμο, το μπάλωμα. Να βρει καιρό για αργαλειό, πλέξιμο, γνέσιμο και ένα σωρό άλλες δουλειές. Όσο τα παιδιά ήταν μικρά, βοήθεια από πουθενά. Σύμφωνα με μαρτυρίες, που δεν αναφέρονται βέβαια σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά στις περισσότερες, ο άνδρας, και ο καλύτερος ακόμα, δεν σηκωνόταν να βάλει ούτε ένα ποτήρι νερό. Τα περίμενε όλα στο χέρι. Το μεγάλωμα των παιδιών αποτελούσε φροντίδα αποκλειστικά της μάνας. Ο πατέρας δεν αδιαφορούσε, αλλά νοιαζόταν με τον τρόπο του. Η δουλειά, που τον κρατούσε ώρες και μέρες μακριά από το σπίτι, οι στεναχώριες για τα οικονομικά της φαμίλιας, αλλά βασικά η νοοτροπία ότι αυτό είναι δουλειά της μάνας, περιόριζαν το ρόλο του στο να εξασφαλίζει τα μέσα για τις ανάγκες τις οικογένειας. Όλα αυτά τα οικογενειακά βάρη και οι φροντίδες, που έπεφταν στις πλάτες της γυναίκας, η ανέχεια που δεν την άφηνε να εξασφαλίσει στα παιδιά της με άνεση ένα πιάτο καλό φαΐ και ζεστά ρούχα, τη γερνούσαν παράκαιρα. Οι άνδρες είχαν και ώρες που δεν έκαναν τίποτα και έβρισκαν καιρό για το καφενείο. Οι γυναίκες όπου κι αν πήγαιναν κουβαλούσαν και τη δουλειά τους. Τα χέρια τους σταματούσαν μόνο στον ύπνο. Η καθαριότητα ήταν άλλος ένα τομέας της γυναικείας δραστηριότητας, που χρειάζονταν δουλειά και κόπο. Είχαν στη διάθεσή τους νερό που το κουβαλούσαν από τη βρύση με στάμνες και τενεκέδες. Για σαπουνάδα χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (αλισίβα). Χρησιμοποιούσαν ξύλινους κόπανους. Στη μία μεριά τοποθετούσαν ένα πανί πάνω στο οποίο έβαζαν την στάχτη και από πάνω έριχναν το ζεστό νερό, που διαλύοντας τη στάχτη γέμιζε την άλλη μεριά της λεκάνης, ενισχύοντας τη «σαπουνάδα» . Μία μπουγάδα κρατούσε από το πρωί ως το απόγευμα χωρίς σταματημό. Μάλιστα τα χοντρόρουχα που χρειαζόταν πολύ νερό για να τα πλύνουν, τα πήγαιναν ΄΄ζαλίγκα΄΄ στο ποτάμι. Την περίοδο της εγκυμοσύνης και του τοκετού οι γυναίκες εμπιστεύονταν την τύχη τους στις μαμές, που πολλές φορές παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους δεν τα κατάφερναν. Δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τις γνώσεις για μια δύσκολη περίπτωση. Όταν η γυναίκα έφθανε ως τη γέννα, (δεν ήταν λίγες οι φορές που από τις πολλές δουλειές και τις ταλαιπωρίες απέβαλε), μαζεύονταν μάνες, πεθερές και πρακτικές μαμές για να βοηθήσουν με την πείρα τους. Αν η γέννα ήταν δύσκολη η γυναίκα υπέφερε μερόνυχτα καμιά φορά από τους πόνους. Μερικές φορές τα παιδιά γεννιούνταν πεθαμένα, αλλά και οι γυναίκες κινδύνευαν από την αιμορραγία και οποιαδήποτε άλλη επιπλοκή. Δυστυχώς κάποιες φορές δεν τα κατάφερνε ούτε η μάνα και άλλες ούτε το παιδί. Ο ρόλος της μαμής άρχιζε, αφού «έπεφτε» το παιδί. Έδινε στη λεχώνα κανελογαρύφαλλα και σταφίδα, « να αναλήψει» και τις επέβαλε αυστηρή νηστεία με νερόβραστο ρύζι, τότε που είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη για καλοφαγία.