Η κοινωνική ζωή των παλαιών Αρβανιτών της Θεσπρωτίας

Η κοινωνική ζωή των παλαιών Αρβανιτών της Θεσπρωτίας είχε ορισμένους κανόνες, κάποιους από τους οποίους μας ανέφερε ένας γέροντας από αρβανίτικο χωριό της Θεσπρωτίας, με τον οποίο είχαμε μια θερμή συνομιλία.  Ένας απ' αυτούς τους κανόνες ήταν η μπέσα, που επιβεβαιωνόταν με το σφίξιμο των χεριών. Η μπέσα δεν ήταν συμφεροντολογικής σημασίας. Μάλιστα έλεγαν οι γεροντότεροι Αρβανίτες, επειδή είναι τόσο σημαντική, "δεν θα τη δώσεις πάνω από τρεις ή τέσσερις φορές". Ακόμη ίσχυε η υπακοή όλου του σογιού στο μεγαλύτερο και το σοφότερο. Συνήθως, όποιος αντιδρούσε έφευγε από μόνος του, δεν διωκόταν ποτέ, ούτε αποβαλλόταν από το σόι. Αν κάποιος ήταν τσακωμένος με κάποιον άλλον από το σόι του, αυτό δεν ήταν εμπόδιο για να συναντηθούν, σε περίπτωση, που προέκυπτε ένα σημαντικό πρόβλημα μεταξύ τους, ώστε να το λύσουν από κοινού, και μετά ξανά να μη λένε καλημέρα. Πρωταρχικό ρόλο στους Αρβανίτες της Θεσπρωτίας έπαιζε η τιμή. Αν ένας νέος δεχόταν να κοιμηθεί στο σπίτι της κοπέλας, δεν υπήρχε γυρισμός και αυτό το γνώριζαν όλοι. Έτσι, η οικογένεια της κοπέλας φρόντιζε και το διέδιδε με τρόπο, ώστε και να ήθελε ο νεαρός αργότερα να αποποιηθεί των ευθυνών του, δεν θα είχε ούτε τη στήριξη της οικογένειάς του. Το αντίθετο μάλιστα, έπεφταν όλοι πάνω του και του "υπενθύμιζαν¨ τι θα έκανε αυτός αν η συγκεκριμένη κοπέλα ήταν αδελφή του. Στις κληρονομικές υποθέσεις τίποτε δεν ήταν γραμμένο, αλλά όλα γίνονταν με το λόγο. Ό,τι τροπή και έπαιρναν τα κληρονομικά, κανείς δεν μπορούσε να προσβάλλει την προφορική διαθήκη και όποιος το έκανε αυτό στιγματιζόταν. Το πατρικό σπίτι έμενε πάντοτε στο μικρότερο αγόρι, το στερνοπούλι, το οποίο είχε και τη φροντίδα των γονιών του, για όσο εκείνοι ζούσαν. Αν δεν υπήρχε αγόρι στην οικογένεια, αλλά μόνο κορίτσια, τότε το μικρότερο από αυτά, όταν θα παντρευόταν, θα έπαιρνε το σπίτι, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας και θα είχε σαν υποχρέωση ό,τι και ο μικρότερος γιος. Σε αυτή την περίπτωση, ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι και έμενε μαζί με τη γυναίκα του και τους γονείς της και λεγόταν σώγαμπρος.