΄Ηθη και έθιμα από τον παλιό γλυκό Δεκαπενταύγουστο στη Θεσπρωτία...

Του π. Ηλία Μάκου


Με το χάραμα, μόλις ο ήλιος κατηφόριζε απ΄ την κορφή του βουνού, τα παλιά χρόνια στη Θεσπρωτία, έβλεπες, ανήμερα του Δεκαπενταυγούστου, ανθρώπους να προσέρχονται νωρίς νωρίς στους ναούς ή στα όμορφα ξωκκλήσια της Παναγίας. 

Όταν τα ξωκκλήσια ήταν έξω από τα χωριά, σε απόσταση από τα σπίτια, γριούλες, αφού σταυροκοπιόταν, κινούσαν σιγά σιγά με τα καλαμένια πόδια τους, τον έπαιρναν νωρίς το δρόμο πριν φέξει και με τη βοήθεια της χάρης της έφταναν στην Παναγιά. 

Μετά τη λειτουργία οι γεροντότεροι κάθονταν στο πεζούλι και τραγουδούσαν: 

"Εδώ, που μαζευτήκαμε, σε τούτη την παρέα 

τον Άγγελο φιλεύουνε και το Χριστό κερνάνε

και την Κυρά την Παναγιά

την διπλοπροσκυνάνε

να τους χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου". 

Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και τα ήθη. Μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, μεταβλήθηκαν και τα έθιμα. Αλλοιώθηκε η κοινωνία, αλλοιώθηκαν και οι καρδιές. Ο Δεκαπενταύγουστος τα παλαιά χρόνια στη Θεσπρωτία είχε ένα άρωμα πίστης, δεν ήταν άγευστος.

Η πάνσεπτη και αγία μορφή της, "εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη", γινόταν αποδέκτης τιμής κι ευλάβειας. Πόλος έλξης στις ευσεβείς ψυχές και πρόσκληση η Παναγία. Ασπάζονταν ευλαβικά την εικόνα της. Ακουμπούσαν στα πόδια τους την ευγνωμοσύνη τους. Έχυναν το δάκρυ του σωματικού και ψυχικού τους πόνου, απέθεταν εμπιστευτικά ελπίδες και όνειρα. 

Το πρώτο, που φρόντιζαν οι άνθρωποι, ήταν να εκκλησιάζονται. Είτε στους ναούς, είτε στα μοναστήρια, είτε στα εξωκλήσια τα αφιερωμένα στην Παναγιά. Φορώντας τα καλά τους, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πρωί πρωί, από τον όρθρο, κατέκλυζαν τους ναούς.

Και ένιωθαν, εκείνες τις στιγμές, να περνάει από μέσα τους η Παναγία. Και ν' αναπηδάει από το κάθε ζωντανό κύτταρό τους. Και να τους παρηγορεί, να τους προστατεύει και να τους τροφοδοτεί. Ασπάζονταν την εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου στο τέλος της λειτουργίας, και σύμφωνα με μαρτυρία ιερέα, στη δεκαετία του 60, την έβρισκε υγρή, από τα δάκρυα των πιστών.

Σε κάποια χωριά οι ιερείς περνούσαν με την εικόνα της Κοίμησης από σπίτι σε σπίτι, κάτι, που θεωρούσαν ευλογία οι νοικοκυραίοι. 

Την παραμονή του Δεκαπενταυγούστου, μετά τον Εσπερινό, σε ορισμένα χωριά προσφέρονταν μακαρόνια ή ρεβύθια ή άλλα νηστήσιμα.

Μερίδιο στον εορτασμό είχαν τα παραδοσιακά πανηγύρια. Όμως οι κάτοικοι δεν πανηγύριζαν ανεξάρτητα από την εορτή, αλλά το κέντρο του εορτασμού ήταν η Παναγία, την οποία δεν λησμονούσαν, όταν γλεντούσαν, κάτι φυσικά, που δεν συμβαίνει στις ημέρες μας.

Και αυτό γινόταν γιατί οι άνθρωποι παλαιότερα ζούσαν με ψυχική αρμονία, συνδυάζοντας την πνευματικότητα με τις κοινωνικές εκδηλώσεις, και μέσα και από τα δύο κρατιούνταν συμφιλιωμένοι με την Παναγία.

Χαρακτηριστικό ήταν το έθιμο «ντολή-ντολιά» σε χωριά , όπου ο κεντρικός σκοπός τους ήταν να διαλύονται οι μικροπαρεξηγήσεις, που είχαν δημιουργηθεί και να υπάρχει ομόνοια μεταξύ των χωριανών, ώστε καθαροί όλοι στην καρδιά να τιμούν την Παναγιά.

Τι ακριβώς ήταν αυτό το έθιμο, που έχει τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας; Δινόταν η εντολή, «ντολή –ντολιά», από τον «ντολή πασά», που οριζόταν κάποιος από τους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους. Έπαιρνε το ποτήρι του με το κρασί και τσούγκριζε μ' έναν παρευρισκόμενο, συνήθως με τον παπά ή με ξενοχωρίτη.

Έπινε τρεις φορές ή σε κάποιες περιπτώσεις τρία ποτήρια και κάθε φορά έκανε αφιέρωση ένα τραγούδι σε ένα άτομο. Ύστερα, οι υπόλοιποι, με την σειρά που υποδείκνυε ο «ντολή πασάς», αφιέρωνανκαι ένα τραγούδι.

Αρχικά, σηκώνονταν οι άντρες στο χορό και στη συνέχεια έμπαιναν, σιγά- σιγά, και οι γυναίκες, με τις γιορτινές τους φορεσιές. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα οι άνθρωποι ζούσαν ζεστασιά, καθώς τους άγγιζε η στοργή της Παναγίας.

Την αλήθεια αυτή, οφείλουμε, κυρίως σήμερα, που διερχόμαστε κρίσιμες, ηθικά, ώρες, να την κάνουμε ιδέα μας και πράξη μας. Σπόρο ολοκληρωτικής αναγέννησης και σωτηρίας μας. Να ξαναγίνει, δηλαδή, η Παναγία μας μυστικό αίσθημα και βίωμα.

Να ξαναγίνει καθαρή η ζωή μας, δίχως άστοχες και άχρηστες παρεμβάσεις της λογικής. 

Με της καρδιάς την αγκαλιά ανοιχτή να νεκρώσουμε και να βγάλουμε από πάνω μας τα πάθη μας και να ζήσουμε της Παναγιάς την ειρηνική και καθάρια ζωή.