«Αχ! Πάει... Χάσαμε τη Μικρασία...» - Του π. Ηλία Μάκου (Από το "ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ")

 


«Αχ! Πάει... Χάσαμε τη Μικρασία...». Με αυτή τη φράση στο στόμα ξεψύχησε πριν κάποια χρόνια υπέργηρος Μικρασιάτης πρόσφυγας στη Ν. Σελεύκεια Θεσπρωτίας.

Και το θυμηθήκαμε το περιστατικό με αφορμή την "Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας".

Έως ότου έκλεισε τα μάτια του δεν μπορούσε να ξεχάσει τ΄ άγια χώματα. Το πατρικό σπίτι. Του άη Χαρίτωνα τ' αχνάρια. Τ' άη Αμφιλοχίου τα θάματα.

Και ποτέ ο λόγος του δεν αποσωνόταν, γιατί ο κόμπος της θύμησης έσφιγγε το λαιμό του και τα δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του.

Η πίκρα του ήταν ότι έχασε την πατρίδα του, έχασε την καρδιά του...

Κανείς δεν φανταζόταν τη μεγαλύτερη τραγωδία του νεότερου Ελληνισμού, όταν τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν, το 1919, στη Σμύρνη.

Δεν θα σταθούμε στις συνθήκες και στους υπεύθυνους της τραγικής κατάληξης, ούτε στα πολιτικά πάθη, που στην Ελλάδα, κυριάρχησαν επί του θέματος. Αυτά είναι αντικείμενο της ιστορικής έρευνας, που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν θλιβερό και καταστροφικό. Χιλιάδες Ορθόδοξοι Έλληνες εξοντώθηκαν με διάφορους τρόπους.

Σκοτώθηκαν ή σφάχτηκαν ή μετακινήθηκαν βίαια ή συμμετείχαν σε πορείες θανάτου ή σε καταναγκαστικά έργα ή αφέθηκαν να πεθάνουν από την πείνα και τις αρρώστιες.

Τι και αν, οι Τούρκοι τους έβγαζαν τα μάτια! Τι και αν τους ξερίζωναν τα μαλλιά!

Τι και καν τους πετσόκοβαν! Τι και αν τους έσερναν ζωντανούς στους μαχαλάδες, περιγελώντας τους! Τι και αν τους τραυμάτιζαν σοβαρά! Τι και αν βίαζαν γυναίκες!

Τι και αν τους έπαιρναν το κεφάλι!

Οι Μικρασιάτες δεν σκιάχτηκαν! Δεν πρόδωσαν ούτε τον Ελληνισμό, ούτε την πίστη τους. Και πότισαν με το αίμα τους, που έρρευσε άφθονο, τη γη της Μικρασίας.

Πολλοί, που επέζησαν των σφαγών, διώχθηκαν από τα σπίτια τους το 1923 κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.

Όσοι είναι σκλαβωμένοι σε ιδεολογικές δεσμεύσεις και σκοπιμότητες, όσοι δεν δέχονται έτοιμα συμπεράσματα, μπορούν να αναγνωρίσουν τις οδυνηρές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Πριν έρθουν υποχρεωτικά στην Ελλάδα, πολλοί έκαναν τρισάγια στα μνήματα των δικών τους ανθρώπων, για να μη χωριστούν σαν ξένοι...

Οι ψυχές ήταν βαριές, το κλάμα άφθονο και τα λόγια συγκλόνιζαν: "Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μόνους μέσα στους Τούρκους".

Και πως από την τραγωδία αυτή να μην ξεπηδούν απαρηγόρητοι λυγμοί καρδιάς.

Η αίσθηση της καπνιάς από την καταστροφή δεν μπορεί να σβήσει κι ας έχουν περάσει δέκα δεκαετίες.

Εκτός από τις οικίες, που λεηλατήθηκαν, τις επιχειρήσεις και τα καταστήματα, που καταστράφηκαν, τα σχολεία, που γκρεμίστηκαν, οι περισσότερες εκκλησίες έγιναν ερείπια, όπως ο Ταξιάρχης και η Αγία Τριάδα στα Μοσχονήσια, ο Ταξιάρχης στο Λιβίσι, οι Άγιοι Γεώργιος και Κωνσταντίνος στην Αργυρούπολη. Άλλοι κάηκαν, όπως η Αγία Βαρβάρα στη Μερζιφούντα.

Πολλοί ναοί χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες ή αχυρώνες. Κάποιοι άλλοι, μεγάλης αρχαιολογικής σπουδαιότητας, μετατράπηκαν σε τζαμιά, πολιτιστικά κέντρα και μουσεία.

Κάποια μοναστήρια είτε ανατινάχτηκαν (Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας), είτε απετέλεσαν άντρο ληστών (Παναγία Σουμελά), ενώ άλλα απλά αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου.

Υπάρχουν όμως και μερικά, που διασώθηκαν ή αναστηλώθηκαν, λόγω του τουριστικού ενδιαφέροντος: Οι εκκλησίες του Γκέρεμε, επειδή ανακηρύχθηκε η περιοχή σε Πάρκο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco, και η Παναγία Σουμελά στην Ματσούκα, λόγω της μεγάλης επισκεψιμότητας.

Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που αναγκαστικά μετακινήθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα έσωσαν ό,τι κειμήλια μπόρεσαν. Προσωπικά και από τους ναούς.

Και τα πήραν μαζί τους.

Για να μην απολησμονήσουν τον τόπο τους. Να μην αποκοπούν εντελώς απ' αυτόν.

Να μην καταντήσουν κουφάρια χωρίς ταυτότητα.

Αποκαλυπτική η αναφορά της Μαρίας Πορλόγλου-Κοσμίδου (από την Κερμίρα): «Η επιτροπή μας άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της εκκλησίας. Τα βάλαμε σε μεγάλες κάσες. Πολυελαίους ασημένιους, μανουάλια, όλα τα φέραμε. Καταστρέψαμε μόνο τις μικρές εικόνες. Τι ασήμι ήταν εκείνο! Μέχρι τους δίσκους, που μαζεύαμε τα λεφτά, τούς είχαμε ασημένιους. Τι πλούτη! Τι πλούτη! Μεγάλες περιουσίες είχαν δώσει στην εκκλησία αυτοί που ξενιτεύονταν: εφτά πολυελαίους ασημένιους, δεκατέσσερα άγια ποτήρια, όλα μας ήσαν μεγάλης αξίας. Τα φέραμε και τα παραδώσαμε στο κράτος. Στο Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται ένα άγιο ποτήρι δικό μας. Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και ένας επιτάφιός μας, μεγάλης αξίας...».

Η ματιά βουτάει στην απεραντοσύνη της ιστορίας και ο νους προσπαθεί να μετρήσει τις άπειρες θυσίες.

Η Μικρά Ασία είναι ένα θησαυροφυλάκιο μνήμης. Ιδιαίτερα σε τούτα τα χρόνια, που όλα μας σπρώχνουν με λύσσα για να μας ανατρέψουν.

Άνεμοι μαίνονται γύρω μας για να μας ξεριζώσουν. Ας προσπαθήσουμε να ξαναβρούμε τη λυγερή ισορροπία. Όπως τη βρήκαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Το αιματοκύλισμα και το διωγμό στον τόπο τους το έκαναν δημιουργία στην Ελλάδα, χωρίς να αποκοπούν από τις παραδόσεις τους.

Όπως δεν πρέπει να αγνοούμε την προοδευτικότητα του καιρού μας, έτσι δεν πρέπει να αγνοήσουμε το παρελθόν μας. Δένοντας αρμονικά και σφιχτά το νέο με το παλαιό θα ζήσουμε στα γεμάτα μια ζωή ακέραιη. Γνήσια ελληνική.