Το ιστορικό μονοπάτι της Βούβας, που συνδέει το πλαίσιο με το Γηρομέρι, δεν είναι προσπελάσιμο


Το ιστορικό μονοπάτι της Βούβας, συνδέει το Πλαίσιο με το Γηρομέρι. Είναι ένα μονοπάτι, το οποίο σήμερα δεν διασχίζεται από ένα σημείο και μετά, λόγω της πυκνής βλάστησης  ρεματιάς, η οποία το είχε κλείσει πλήρως. Οι τοπικοί φορείς ή οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες μπορούν με την χρήση μηχανικών μέσων (αλυσοπρίονα, ψαλίδια κλπ.) να διανοίξουν το κλειστό πλέον μονοπάτι. Η ύπαρξη πολλών ανθρώπων – κτηνοτρόφων της περιοχής, γεροντότερων κατοίκων αλλά και των μοναχών της Μονής Γηρομερίου, οι οποίοι έχουν σαφείς γνώσεις για την διαδρομή του μονοπατιού, συντηρούν την αισιοδοξία ότι το ενδιάμεσο κομμάτι θα μπορέσει να αποκατασταθεί με ακρίβεια και η διαδρομή θα μπορέσει να καταγραφεί και να προβληθεί στο σύνολό της. Οι ορεινές πεζοπορικές διαδρομές συνδέουν τον άνθρωπο με την φύση και με την ιστορία του κάθε τόπου, φέρνοντάς του εμπειρίες πιο βιωματικές από οποιαδήποτε διάσχιση με αυτοκίνητο ή οποιοδήποτε άλλο όχημα. Η συγκεκριμένη πεζοπορική διάσχιση, στο μονοπάτι ανάμεσα στην Πλεσιβίτσα και το Γηρομέρι μπορεί να φέρει στον πεζοπόρο, σύμφωνα με την εργασία του Βασίλη Δεληγιάννη (αγρονόμου και τοπογράφου μηχανικού του του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης) εικόνες από την καθημερινότητα των παλιών κατοίκων της περιοχής (βρύσες, εικονίσματα, νερόμυλους) και τον τρόπο που η φύση ντύνει τα βουνά και τα λαγκάδια των χαμηλών υψομέτρων, φυλάσσοντας φασκόμηλο και βατόμουρα για όποιον ξέρει την κατάλληλη εποχή για να τα βρει. Η διάνοιξη και σηματοδότηση αυτού του μονοπατιού θα μπορούσε να δώσει μια ευκαιρία στις νέες γενιές της Πλεσιβίτσας και του Γηρομερίου να γνωρίσουν τα περάσματα στα οποία μεγάλωσαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Από την άλλη η καθυστέρηση στις αναζητήσεις των παλιών μονοπατιών της εκάστοτε περιοχής κρύβει τον κίνδυνο της οριστικής απώλειας σημαντικών περιγραφικών στοιχείων σχετικά με αυτά. 
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΑΤΙΟΥ
Όπως περιγράφει ο Τάσος Γκάνιας (κάτοικος της Πλεσιβίτσας), το μονοπάτι διέρχεται από τις βορειοανατολικές συνοικίες της Πλεσιβίτσας (υψόμετρο εκκίνησης 455μ.), συναντά την βρύση Νερούλια και κινείται ανάμεσα από ξερολιθιές που ορίζουν τα ελαιοπερίβολα δεξιά και αριστερά της διαδρομής μέχρι να συναντήσει το Σταυρό,  που αποτελεί την έξοδο του χωριού. Πρόκειται για έναν σταυρό ο οποίος είναι στερεωμένος πάνω σε βράχο (ένας σε καθεμία από τις πέντε εξόδους του χωριού), σύμφωνα με τις οδηγίες, που άφησε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όταν επισκέφθηκε τον οικισμό το 1775. Μετά την έξοδο του χωριού το μονοπάτι κινούμενο ανηφορικά συναντά την Νετιά (ή Εντιά) βρύση και κινείται στην όχθη του ξεροπόταμου, που κατηφορίζει προς την Πλεσιβίτσα ανάμεσα σε πουρνάρια και πλατάνια. Στα μισά της διαδρομής μέχρι το διάσελο – όπου βρίσκεται το εικόνισμα της Αγίας Παρασκευής – βρίσκεται η βρύση του Καλλίβαρδου. Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές για καβούρια ή και ψάρια στις λακκούβες, που δημιουργεί το ξεροπόταμο κατά μήκος της κοίτης του, από τα οποία μάλιστα τρέφονταν οι κάτοικοι της Πλεσιβίτσας. Μετά το διάσελο της Αγίας Παρασκευής (υψόμ. 575μ.) αρχίζει η κατηφορική διαδρομή της Βούβας. Η εξήγηση που δίνουν οι ντόπιοι για το τοπωνύμιο αυτό είναι ότι είναι τόσο κουραστική η ανάβαση (όταν έρχεσαι από Γηρομέρι) που κανείς δεν μιλάει. Είναι ένα ελικοειδές μονοπάτι (για να μειώνεται η κλίση κατά μήκος της διαδρομής), το οποίο αρχικά κινείται στην μέση του διάσελου, που δημιουργούν τα βουνά Προφήτης Ηλίας και Κίσσαρας. Εν συνεχεία κατηφορίζοντας το μονοπάτι προσεγγίζει την αριστερή (βόρεια) πλευρά του βυθίσματος που δημιουργείται ανάμεσα στα δύο βουνά και περνά κοντά από το «Ροδάνι» (τοπωνύμιο για τον απότομο βράχο όπου έκτισε το αρχικό ασκητήριο του ο άγιος) του Όσιου Νείλου, για να κατηφορίσει προς το Καλπακιώτικο ρέμα. Το ρέμα προσεγγίζεται στην θέση της παλιάς στρατιωτικής γέφυρας που πλέον έχει τσιμεντένιο κατάστρωμα αλλά πατάει στις παλιές κολώνες (υψόμ. 100μ.). Σε όλο αυτό το μήκος η βλάστηση χαρακτηρίζεται από πουρνάρια, σπάρτα, βάτα και ασφάκες. Τα φυτά πλέον δημιουργούν αδιαπέραστα τείχη, ειδικά γύρω από τα 2 ρέματα της περιοχής και εμποδίζουν την οποιαδήποτε διάσχιση. Η εκτίμηση για το μήκος αυτού του τμήματος είναι περίπου 3 χλμ. με 475μ. αρνητική υψομετρική διαφορά. Στο σημείο αυτό η διαδρομή συναντά το κεντρικό πέρασμα που συνδέει τα χωριά της Μουργκάνας με το Φιλιάτι και τα Γιάννενα. Και ενώ οι περισσότεροι κινούμενοι στο μονοπάτι τις προηγούμενες εποχές κινούνταν προς Φοινίκι με κατεύθυνση το Δερβένι για τα Γιάννενα, η μελετούμενη διαδρομή κινείται προς την μεριά της Μουργκάνας, παράλληλα με το ποτάμι, για τα επόμενα 1200 μέτρα, για να προσεγγίσει σε μία βορειότερη θέση την ράχη που ανηφορίζει απευθείας προς την θέση της Μονής. Εκκινώντας λοιπόν από το υψόμετρο των 100 μέτρων το μονοπάτι ξεκινά από την περιοχή του δασικού δρόμου που διανοίχθηκε για την συντήρηση των νερόμυλων και ανηφορίζοντας συναντά σε μικρή απόσταση τρία διαδοχικά πλατώματα με κτίρια. Στο πρώτο πλάτωμα εντοπίζονται απομεινάρια οικιστικού κτιρίου ή αποθήκης, στο δεύτερο εντοπίζεται ο τρίτος από τους νερόμυλους και στο ψηλότερο πλάτωμα βρίσκονται οι δύο πρώτοι νερόμυλοι μαζί με βοηθητικά κτίρια και κάποιες υδατοδεξαμενές.

Πίσω από τον πρώτο νερόμυλο εντοπίζεται το μονοπάτι που ανηφορίζει προς την Μονή, το οποίο βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση καθώς βρίσκεται σε ράχη με σχετικά αραιή βλάστηση. Η βλάστηση εδώ αποτελείται από πουρνάρια και άλλα μεσογειακά χαμηλά δέντρα. Λίγο πριν φτάσει το μονοπάτι στην Μονή συναντά δύο μικρά πλατώματα τα οποία αποτελούσαν στο παρελθόν μέρος του κήπου της Μονής. Εν τέλει 1,2 χλμ. από το Καλπακιώτικο ρέμα κατά μήκος του μονοπατιού βρίσκεται η Μονή Γηρομερίου σε υψόμετρο 295 μέτρων.