Τελέστηκε το εξάμηνο μνημόσυνο του μακαριστού π. Κοσμά, διαδόχου του οσίου Παϊσίου στη Μονή Στομίου Κόνιτσας
Οι αναμνήσεις ήταν πολλές, η συγκίνηση μεγάλη και η νοσταλγία έντονη. Κληρικοί, πνευματικοπαίδια του και άνθρωποι που στηρίχθηκαν από αυτόν ποικιλότροπα ένιωσαν την απώλειά του ως παρουσία, αφού κρατούν τη μορφή και τις παρακαταθήκες του στην ψυχή τους.
Ο γέροντας Κοσμάς, ο οποίος ακολούθησε από τα Ιωάννινα τον αλησμόνητο Μητροπολίτη Σεβαστιανό (εγκατέλειψε την περιζήτητη θέση του στην Αγροτική Τράπεζα και χειροτονήθηκε ιερομόναχος) διακόνησε με αγάπη και αυταπάρνηση και ταπείνωση τους ανθρώπους, κάτι που φανερώθηκε και μέσα από την οικονομική στήριξη πολλών ατόμων στην περιοχή της Κόνιτσας, αλλά και και της Ηπείρου και της Βορείου Ηπείρου, καθώς και γενικότερα, αφού δεν αμελούσε τους αναγκεμένους. Σε πόσους και πόσους φοιτητές δεν έδινε χρήματα για να τα βγάλουν πέρα. Πόσοι και πόσοι φτωχοί ήξεραν ότι θα βρουν αποκούμπι στον π. Κοσμά.
Ο αείμνηστος π. Κοσμάς, εμποτισμένος από τη ζωή των αειμνήστων Μητροπολιτών Κονίτσης Σεβαστιανού και Φλωρίνης Αυγουστίνου, τους οποίους θαύμαζε, ενεργούσε την αγάπη με τέτοιο ευρηματικό τρόπο, ώστε να μπορούσε να υλοποιηθεί στην καθημερινή πρακτική, και οι ενέργειές της ανακούφισαν και στην ψυχή και στο σώμα πολλούς ανθρώπους.
Είχε κάποια βασικά γνωρίσματα, τα οποία καθαρά αποτυπωνόταν στο βλέμμα και στα έργα του. Μακροθυμούσε, υπέμεινε συγχωρούσε. Υποδεχόταν τους άλλους, όπως ήταν, και τους συμβούλευε, πολλοί κατέφευγαν στο πετραχήλι του, να μην αρνηθούν ή παραμορφώσουν την πνευματικότητα του εσωτερικού τους κόσμου.
Είχε και ένα άλλο χάρισμα. Αυτό της άσκησης. Πολλές ώρες προσευχή, πολλές ώρες χειρωνακτική εργασία και λιτό, κατά κανόνα, φαγητό. Η άσκησή του ήταν “δείγμα” με αξία, και όχι άνευ αξίας. Και αυτή η ασκητική αξία διοχετεύονταν, “ενσαρκώνονταν” στις σχέσεις του με τους ανθρώπους.
Πάντοτε θα θυμόμαστε με νοσταλγία τον τρόπο, που μας καλωσόριζε κάθε φορά. Χαμογελαστός μας έτεινε το χέρι του: Λευκό, στεγνό, καθαρό, όπως το χέρι ενός πολύ νέου παιδιού, μεταμορφωμένο. Με τον ανεπιφύλακτο τρόπο, που μας έδινε το χέρι του, ήταν σαν να μας έδινε όλη του την ύπαρξη σ’ εκείνη την κίνηση.