Του π. Ηλία Μάκου
ΦΩΣ ΑΝΕΣΠΕΡΟ
Η παράδοση είναι ένα ψυχικό βίωμα, απαραίτητο ως μια ηθική αναβάπτιση και ως μια επιστροφή στις ρίζες μας.
Οι παραδόσεις του τόπου μας, όταν μας αγγίζουν εσωτερικά, μας θωρακίζουν, γιατί ενισχύουν την ανθρωπιστική και την πολιτιστική μας ταυτότητα.
Αλλά, πέρα από την καλοπέραση, ας σκεφτούμε, ότι Πάσχα δεν είναι το φαγοπότι, το ξεφάντωμα, οι διακοπές, η θεατρική παρουσία μας στην εκκλησία δέκα λεπτά πριν το «Χριστός Ανέστη» και ένα λεπτό μετά, οι ευχές, που τις περισσότερες φορές τις λέμε ο ένας στον άλλον και δεν τις εννοούμε.
Δεν είναι η τυπικότητα και η εξωτερικότητα μιας κοσμικής θρησκευτικότητας. Διαγκωνιζόμαστε μπροστά στην Ωραία Πύλη του ναού για να ανάψουμε τη λαμπάδα μας από τη λαμπάδα του ιερέα και εξαντλούμε κατά κανόνα στην τήρηση του λειτουργικού εθίμου τη συμμετοχή μας στο λυτρωτικό γεγονός της Ανάστασης.
Πάσχα είναι η συνειδητοποίηση ότι ακολουθούμε τον Υιό του Θεού, που είναι η εγγύηση για τη δική μας ανάσταση. Η πρόσκληση δεν είναι να λάβουμε ένα φως απλώς, που ένα φύσημα, μια πνοή αρκεί για να το σβήσει. Η πρόσκληση είναι να λάβουμε ένα φως ανέσπερο, που δεν κατανικιέται, που δεν εξαφανίζεται ποτέ.
Αξίζει να αφήνουμε την ψυχή μας με ταπείνωση ανοικτή στο ασύλληπτο μυστήριο της ανάστασης, για να μπορέσει να απαλλαγεί οπωσδήποτε από την πλάνη, που καλλιεργούν γύρω μας οι δουλωμένοι στα πάθη, ότι τάχα αληθινό είναι μονάχα, αυτό, που βλέπουμε.
ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΙΟ
Όπου και να βρεθεί κανείς το Πάσχα, αλλά κυρίως αν βρεθεί στο ελληνικό χωριό, μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία, θα πάρει μια μυρωδιά Πασχαλιάς, μέσα στην ομορφιά της καταπράσινης φύσης, που θα αναζωογονήσει τις κουρασμένες δυνάμεις του και θα γεμίσει από χαρά την ψυχή του.
Ωστόσο κατά τα νεότερα χρόνια τα ήθη και τα έθιμα του Πάσχα μεταβλήθηκαν και αλλοιώθηκαν. Εξασθένησαν τα ήθη, εξασθένησαν και τα έθιμα. Αυτό οφείλεται βασικά και κύρια στον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος διατήρησης ηθών και δημιουργίας εθίμων.
Η αναπόληση των παλιών εθίμων, από τους ηλικιωμένους και οι νοσταλγικές αναμνήσεις, γυρίζουν την καρδιά τους σε χρόνια δύσκολα, αλλά στην πραγματικότητα ευτυχισμένα. Μέσα από τα έθιμα ανατρέχουμε στις ρίζες μας, ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε το μέλλον μας, διασφαλίζουμε τη συνέχειά μας, εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα, οικοδομούμε ελπιδοφόρα το αύριο.
ΨΗΤΑ ΚΑΙ ΠΙΤΕΣ
Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι. Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα, στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας.
Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό τοπικό φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα. Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Ως προς το σούβλισμα από νωρίς το χάραμα της Κυριακής του Πάσχα ξυπνούσε ο άντρας κι άναβε τη φωτιά. Κι αφού σχηματίζονταν κάρβουνα, τοποθετούνταν η σούβλα με το αρνί. Το κοκορέτσι ψηνόταν πρώτο.
Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης. Οι κάτοικοι ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν πάλι στην εκκλησία. Τα αγόρια, σύμφωνα με τις ενθυμήσεις ηλικιωμένου στη Θεσπρωτία, στέκονταν στο προαύλιο της εκκλησιάς και περίμεναν να διαβούν τα κορίτσια.
Ο "ΚΑΓΚΕΛΑΡΗΣ"
Σε χωριά, κυρίως της Ηπείρου, ένα λαϊκό δρώμενο ήταν ο «Καγκελάρης». Αποτελούσε ένα σύνολο από δημοτικά τραγούδια, που χορεύονταν στο μεσοχώρι (στο κέντρο του χωριού), από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Παρασκευή της Διακαινησίμου αρχικά και στη συνέχεια τις τρεις πρώτες μέρες του Πάσχα και την Παρασκευή. Προβλεπόταν ιεραρχική κλίμακα για τους χορευτές: Πρώτοι οι γέροι και ακολουθούσαν οι άνδρες, οι νέοι, οι γριές, οι παντρεμένες, οι αρραβωνιασμένες, οι ελεύθερες γυναίκες, οι νέες, το κορίτσια και τα παιδιά. Οι στίχοι των τραγουδιών τραγουδιούνταν πρώτα από τους κορυφαίους του χορού και επαναλαμβάνονταν από τους χορευτές μια ή δύο φορές, ανάλογα με τις απαιτήσεις του χορού. Εκφραζόταν ένα πλήθος από συναισθήματα για την αίσθηση του θείου, τη φύση, τη γέννηση και τη φθορά, την αγωνία, τον πόνο, την απαντοχή, την αγάπη και το θάνατο.
ΟΙ "ΜΠΟΤΗΔΕΣ"
Μετά την πρώτη Ανάσταση, γύρω στις 11 το πρωί, οι κάτοικοι της Κέρκυρας εξακολουθούν να πετούν, το έθιμο δεν αδράνησε, τεράστια κανάτια γεμάτα νερό – τους μπότηδες – από τα μπαλκόνια τους. Πρόκειται για ένα έθιμο από τα βάθη των χρόνων, που από μερικούς συνδέεται με το Δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων, και από άλλους με τους Ρωμαιοκαθολικούς της εποχής της Ενετοκρατίας.
Οι ειδωλολάτρες τον Απρίλιο εόρταζαν τη βλάστηση και την αναγέννηση της φύσης και αντικαθιστούσαν τα παλιά κανάτια με άλλα, όπου φύτευαν νέους καρπούς.
Οι Βενετσιάνοι πετούσαν τα παλαιά πράγματα στην αρχή του χρόνου, προκειμένου να υπάρξει γούρι.
Όπως και να έχει δημιουργείται μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, που μένει αξέχαστη σε όσους τύχει να τη ζήσουν.
ΤΟ ΟΜΟΙΩΜΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Εξάλλου σε διάφορες περιοχές το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου έφτιαχναν με ρούχα το ομοίωμα του Ιούδα, το κρεμούσαν σε κρεμάλα και το βράδυ στην Ανάσταση καίγανε το ομοίωμα. Με αυτό τον τρόπο καταδίκαζαν την προδοσία οποιασδήποτε μορφής και αποδοκίμαζαν τους προδότες είτε στις προσωπικές είτε στις κοινωνικές σχέσεις.
ΚΛΑΡΙΝΑ ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Στο χωριό Γηρομέρι Φιλιατών αναβιώνει έως τώρα, τη Δευτέρα του Πάσχα, ένα μοναδικό ταφικό έθιμο, που έχει ρίζες στις αρχές του 18ου αιώνα. Αμέσως μετά τη θεία λειτουργία στον κοιμητηριακό ναό της Αγίας Παρασκευής, κάτοικοι και συγγενείς νεκρών, κάνουν «τρισάγιο» με οργανοπαίχτες πάνω από τους τάφους. Οι συγγενείς του νεκρού, παραγγέλνουν το αγαπημένο τραγούδι του όσο ήταν στη ζωή, για να ακουστεί πάνω από τον τάφο του. Έτσι σπάει η νεκρική σιγή και απλώνεται η χαρά της Λαμπρής, ως πρόγευση της ανάστασης των νεκρών. Έτσι προκύπτει μια ιδιότυπη… επικοινωνία μαζί τους, μέσα από την οποία ανασαλεύτηκε η αναστάσιμη ελπίδα, ότι η ζωή νικάει το θάνατο. Αλλά πηγάζει και η πεποίθηση ότι όταν οι δικοί μας άνθρωποι εγκαταλείπουν τα γήινα και εισέρχονται στην ειρήνη και τη σταθερότητα της αιώνιας ζωής, αυτοί, που έχουν μείνει πίσω, έχουν χρέος να μην κόψουν την αλυσίδα φωτός, που τους ένωνε, όσο ζούσαν.
Το έθιμο αυτό ξεκίνησε όταν πέθανε στο χωριό μια ηλικιωμένη γυναίκα, την οποία συμπαθούσαν πολύ οι συγχωριανοί της, καθώς τους στήριζε για να αντέξουν την τουρκική τυραννία. Και για να την τιμήσουν σκέφτηκαν να κάνουν το θάνατό της πανηγύρι, αλλά και εφαλτήριο εμψύχωσης των ραγιάδων. Διακόπηκε για λίγα χρόνια το έθιμο, αλλά διατηρείται έως και σήμερα.
Όπως αναφέρουν Γηρομεριώτες «δεν πρόκειται να το σταματήσουμε, γιατί αποτελεί κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου μας, αλλά και κομμάτι της ψυχής μας». Με το γλέντι, που στήνεται μέσα στο νεκροταφείο και συνεχίζεται από σπίτι σε σπίτι, σπάει η νεκρική σιωπή και γιορτάζουν τη Λαμπρή οι ζωντανοί μαζί με με τους νεκρούς.
Παρακολουθώντας το έθιμο ή καλύτερα συμμετέχοντας σε μια ιδιότυπη ιεροτελεστία, πλημμυρίζεσαι από μια μοναδική μυσταγωγία χαρμολύπης. Αυτή η χαρμολύπη είναι μια ευκαιρία να στραφεί η καρδιά και η σκέψη σε ότι σημαντικό, ευγενές και αληθινό έζησαν οι θανώντες. Και μέσα από το θάνατο να ξεπηδά μια ορμή ζωής.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Στο χωριό το Πάσχα αισθάνεται κανείς μια ηρεμία, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες και την παράδοση και τη συμμετοχή στα δρώμενα τα εκκλησιαστικά, και έτσι ανατροφοδοτείται μια εσωτερική αναγέννηση, που ξαναζωντανεύει την όρεξη και την ελπίδα.
Το χωριό αυτές τις ημέρες για τους απόδημους λειτουργεί ως καταφύγιο και εκτόνωση από την πίεση της καθημερινότητας, όχι μόνο με την αναβίωση των εθίμων, αλλά γενικά με τη στροφή της ψυχής σε μια κατάσταση χαράς.
Αλλά και ως ευκαιρία και δυνατότητα επανασύνδεσης με φίλους, συγγενείς, συγχωριανούς, αναπόλησης νοσταλγικών παιδικών βιωμάτων και γενικά ως συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, όταν παραμένει άνθρωπος...
Στα χωριά νιώθει κανείς καλύτερα το υπερφυσικό στοιχείο και η μνήμη το διατηρεί ζηλότυπα και παραμένει σαν μια πηγή ποίησης, όταν στεγνώνει τα χείλη μας και την καρδιά μας η ξηρότητα της ζωής και νοερά γυρίζουμε εκεί.