Ο διάδοχος του οσίου Παϊσίου στη Μονή Στομίου Κόνιτσας
Του π. Ηλία Μάκου
Ο όσιος Παΐσιος, ως γνωστόν μόνασε, προερχόμενος από το Άγιο Όρος, για ένα διάστημα (1958-1962 στην απομακρυσμένη Μονή Στομίου στην Κόνιτσα, όπου ήταν η δεύτερη πατρίδα του και ζούσε η προσφυγική οικογένειά του. Μετά αναχώρησε για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά.Τότε, που αποχώρησε ο όσιος Παΐσιος από τη Μονή Στομίου (1958-1962), που την είχε βρει καμένη και αποκατέστησε το Καθολικό, δεν βρέθηκε κανείς να μονάσει εκεί αμέσως μετά και τελούνταν παροδικά θείες λειτουργίες από έγγαμο ιερέα της Κόνιτσας.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 αυτό, που ο π. Κοσμάς Σιώζος αφιερώθηκε στην ανακαίνιση της Μονής Στομίου με εξαιρετικά αποτελέσματα, αναδεικνύοντας προσκυνηματικά τον τόπο, όπου έχυσε δάκρυα προσευχής και μετανοίας ο άγιος της εποχής μας.
Όλος ο κόσμος έχει να λέει για τις αρετές του παπαΚοσμά (Σιώζου) της Κόνιτσας, του διαδόχου του αγίου Παϊσίου στη Μονή Στομίου, και πολλοί τον αισθάνονται και τον βιώνουν ως ευλογημένη ψυχή. Ζει εκεί πάνω και παρά τις σωματικές ασθένειες στέκεται βιγλάτορας.
Πρόκειται για τον αρχιμανδρίτη, που, πενήντα και πλέον χρόνια πίσω, ήταν μόνιμος υπάλληλος στην Αγροτική Τράπεζα Ιωαννίνων και ο αλησμόνητος Σεβαστιανός, ιεροκήρυκας τότε, τον έκανε να καταλάβει ότι ο Θεός δεν είναι απρόσωπη ουσία, αλλά Πατέρας.
Και όταν ο Σεβαστιανός εκλέχτηκε Μητροπολίτης Κονίτσης, παράτησε τη δουλειά στην Τράπεζα και τον ακολούθησε, χωρίς να υπολογίσει τις δυσκολίες και τα παθήματα στον Ελληνορθόδοξο αγώνα του.
Για πολλές δεκαετίες έβλεπαν πολλοί, είτε τη μέρα είτε και τη νύχτα ακόμη, μια σιλουέτα, αυτή του π. Κοσμά, να κινείται μέσα στο βουνό, ανεβαίνοντας με τα πόδια στο μοναστήρι του Στομίου, κουβαλώντας ακόμη και στην πλάτη υλικά για την ανοικοδόμησή του, την οποία πέτυχε με πολύ κόπο.
Ή κατεβαίνοντας απ’ αυτό στην Κόνιτσα, για να ενισχύσει πνευματικά, μέσω της εξομολόγησης, αλλά και υλικά, με βοήθειες, που δεν έχουν τέλος, πολλά άτομα.
Όχι μόνο από την Κόνιτσα, αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, που τον επισκέπτονται στο μικρό δωμάτιό του, το κατακλυσμένο από βιβλία, ούτε να κινηθείς, δεν υπάρχει χώρος, στο γηροκομείο της Μητρόπολης ή στο κελλάκι του στη Μονή Στομίου, φεύγουν από κοντά του εμψυχωμένοι.
Τα χαρίσματά του, δεν είναι αποτέλεσμα των φυσικών δυνατοτήτων του ή των προχωρημένων συλλογισμών του. Δεν είναι προσωπικό επίτευγμα. Δεν πηγάζουν από τον ίδιο, αλλά του παρέχονται ως αποκάλυψη.
Γι’ αυτό η ποιμαντική του δράση δεν έχει καμία σχέση με προσκολλήσεις, αλλά είναι δύναμη και αγάπη και σωφρονισμός.
Έτσι, έχει πάντα μπροστά του την εικόνα του αναζητούντος Θεού. Και είναι και ο ίδιος αναζητητής.
Ξέρει πολύ καλά ο π. Κοσμάς ότι για να χαρείς το φως χρειάζονται μάτια και για να χαρείς τις πραγματικότητες του Θεού, χρειάζεται πιστεύουσα καρδιά.
Και με τη στάση της ζωής του τραγουδάει το τραγούδι της εσωτερικής του μουσικής, σε ρυθμούς αθανασίας και αιωνιότητας.
Δεν κουράζεται, δεν απελπίζεται, αλλά, αντίθετα, γεμάτος συμπάθεια και στοργή, δε σταματά να ψάχνει το θαύμα της σωτηρίας.
Παρά τα προβλήματα στην υγεία του, δυναμιτίζεται από τη ζωντάνια της παρουσίας του Θεού.
Ακολουθώντας την προσταγή του ουρανού και το εναγώνιο αίτημα της συνείδησής του και το καθήκον και την εντολή των Ορθοδόξων προγόνων του ακτινοβολεί γύρω μας λάμψη Χριστού, με την βαθιά πίστη του και τον καθαρό βίο του.
Θρέφει τον πεινασμένο ψυχικά άνθρωπο με τον ζωοποιό άρτο και τον ποτίζει πνευματικά με το «αθάνατο νερό». Και μεταγγίζει, σε δύσκολες εποχές, το χαρμόσυνο μήνυμα και την ελπίδα της λύτρωσης στην αναιμική κοινωνία μας.
Σ’ έναν κόσμο, που μοιάζει με φουσκωμένο ποτάμι και στο διάβα του παρασύρει τα πάντα, οδηγώντας τα στο γκρεμό, ο π. Κοσμάς, ο άνθρωπος, που πήρε τη θέση του π. Παϊσίου στη Μονή Στομίου, είναι ένα σταθερό σημείο, από το οποίο μπορούμε να κρατηθούμε. Ένα παράδειγμα, το οποίο μπορούμε να έχουμε πάντοτε μπροστά μας, για να γινόμαστε, καθημερινά και περισσότερο, ότι είμαστε, Ορθόδοξοι, δηλαδή αληθινοί Χριστιανοί.
Αυτό που κηρύττει ο π. Κοσμάς με την ίδια τη ζωή του είναι η θερμή πίστη, ως το πιο προσωπικό και υπεύθυνο βήμα. Πρόκειται για τη δυναμική εκείνη πράξη, που τερματίζει την περιπλάνησή μας στους άγονους χώρους της αμαρτίας και μας στρέφει οριστικά προς την κατεύθυνση του Θεού.